Είχα αργήσει. Κοίταζα το ρολόι μου και τα έβαζα με τον εαυτό μου, που δεν υπολόγισα την καθυστέρηση του ΟΑΣΘ. Αφού το ξέρω, το καλοκαίρι τα δρομολόγια αραιώνουν δραματικά! Θες να κάνεις μια δουλειά και πρέπει να υπολογίσεις και τις εργατοώρες που τρως στον ΟΑΣΘ!
Κάθισα σε μια θέση και ήμουν νευρική. Ο οδηγός πάλι δεν βιαζόταν καθόλου. Είχε βάλει το αργό -πιο αργό αποκλείεται να έχει- και κατέβαινε την Β. Όλγας σαν τανκ που παρελαύνει μπροστά από τους επισήμους. Τόσο αργά!
Άνοιξα το κινητό και μπήκα στο ίντερνετ για να ξεχαστώ. Ούτε που τον είχα δει, ούτε που τον είχα προσέξει. Απλώς κάποια στιγμή ένιωσα το βλέμμα του πάνω μου. Σήκωσα τα μάτια και τον κοίταξα. Γαλάζιο βλέμμα, διαπεραστικό. Ξανθός, με ένα μακρύ μούσι απεριποίητο, να πλαισιώνει τα σαρκώδη χείλη του! Θα μπορούσε να ήταν μοντέλο αν είχε λιγότερα κιλά! Δεν πήρε το βλέμμα του, συνέχισε να με κοιτάζει έντονα και κάποια στιγμή έσκυψε μπροστά μου και είπε «Να δω λίγο κι εγώ;» δείχνοντας με το βλέμμα το κινητό μου. Γέλασε δυνατά κι άφησε τα δόντια του να φανούν. Κάτασπρα, λευκά ολόισια. Χαμόγελο που θα το ζήλευαν σταρ και σταρ.
Η χοντρή κυρία με το άσπρο μακό μπλουζάκι, την μακριά μπλε φούστα και το αχτένιστο μαλλί που καθόταν δίπλα του, τον τράβηξε πίσω.
–Μην ενοχλείς την κοπέλα , είπε σιγανά.
–Δεν ενοχλώ, απάντησε εκείνος με σκυμμένο το κεφάλι.
–Ενοχλώ; με ρώτησε ικετευτικά.
Χαμογέλασα αμήχανα.
Δεν είχα καταλάβει ακόμα.
Σε λίγο, η κυρία έβγαλε ένα κομποσκοίνι κι άρχισε να μετράει κόμπους, διαβάζοντας παράλληλα τραγουδιστά σχεδόν, κάτι ύμνους, προσευχές θα σας γελάσω, από ένα φυλλάδιο.
Εκείνος δυσανασχέτησε. Εκείνη του έπιασε το χέρι.
–Αμάν ρε μάνα, είπε
–Σςςς , του απάντησε επιτακτικά. Είπαμε, εσύ θα γίνεις άγγελος, είσαι άγγελος, μη μιλάς, προσευχήσου!
Με κοίταξε πάλι. Την έδειξε με το βλέμμα του το γυάλινο κι έκανε ένα μορφασμό, κουνώντας το κεφάλι του. Σα να μου’ λεγε είναι τρελλή ….
Ήθελα να μάθω περισσότερα. Κάποια στιγμή, εκείνη σήκωσε το κεφάλι της και είπε.
–Τι ωραίο φόρεμα φοράς κορίτσι μου! Μ’ αρέσει αυτό το χρώμα! Τέτοιο χρώμα ήταν το φόρεμά μου όταν αρραβωνιάστηκα με τον πατέρα του.
–Θα ήσασταν πολύ όμορφη, της είπα.
–Και τώρα είναι, είπε εκείνος. Είναι όμορφη, και θα γίνει άγγελος. Αυτή θα γίνει, όχι εγώ. Εγώ διαολίζομαι…Δε μ’ αγαπάει ο Θεός, δε μ’ αγαπάει ….
Τα μάτια του βούρκωσαν.
Δεν ήξερα τι να κάνω. Δεν ήξερα, αν λυπάμαι ή αν φοβάμαι.
–Δεν έγινε γάμος ποτέ, είπε εκείνη. Μείναμε μονάχοι!
–Θα σε παντρευτώ εγώ μη κλαις, της απάντησε.
–Σώπαινε και μην αμαρτάνεις, τον μάλωσε. Διάβασε να, πες την προσευχή σου. Γίνε καλός.
Εκείνος άρχισε να σιγοτραγουδά. Δεν μου φάνηκε για προσευχή. Με κοιτούσε και χαμογελούσε.
Και κουνούσε μπρος πίσω το κορμί του..
Δεν μίλησα ξανά. Δεν ήθελα να μάθω. Η ιστορία σίγουρα δεν είχε καλό τέλος. Και δεν ήθελα να το ακούσω. Σηκώθηκα για να κατέβω.
Μ’ έπιασε από το χέρι.
–Λες να τα καταφέρω να γίνω άγγελος; με ρώτησε.
–Είμαι σίγουρη, του απάντησα, και προχώρησα.
–Είσαι καλή εσύ, φώναζε πίσω μου, σ’ αγαπώ….
Δεν γύρισα να κοιτάξω. Μόνο την ώρα που κατέβαινα τα σκαλιά τον άκουσα που έλεγε λυπημένος
«Μείναμε μονάχοι, πάλι»….
Με τον ΟΑΣΘ Μικρές καθημερινές ιστορίες
Πηγή: