Τη γνώρισα γιατί μένει στο διπλανό διαμέρισμα.
Ένα απόγευμα χτύπησε το κουδούνι η μαμά της. «Μπορείς να δείξεις στην Αντωνία τ’ αρχαία; Δεν έχω να της πάρω καθηγήτρια και δε μπορώ να της δείξω. Δεν ξέρω». Πώς να της «πάρει» καθηγήτρια ή να τη στείλει φροντιστήριο; Με άνεργο σύντροφο και την ίδια να κυνηγάει ανασφάλιστα μεροκάματα; Από δύσκολο έως ακατόρθωτο.
Τη φώναξα μέσα. Είχα παρατηρήσει από καιρό το παραμορφωμένο κορμάκι της. Αλλά ταυτοχρόνως είχα παρατηρήσει κι ένα χαμόγελο. Άκουγα και το τρανταχτό της γέλιο όλο το καλοκαίρι, με ανοιχτά τα παράθυρα.
Και γίναμε φίλες με την Αντωνία. Μόλις γυρίζω από τη δουλειά, σχεδόν καθημερινά, μου χτυπάει το κουδούνι, πριν προλάβω ν’ αφήσω κάτω την τσάντα.
-Κα Ειρήνη, θα έρθετε να πιείτε καφέ με τη μαμά μου;
-Πες της να τον φτιάξει κι έρχομαι.
-Εγώ θα τον φτιάξω, είμαι πρώτη! Και τρέχει μέσα στο σπίτι.
Διαβάζουμε μαζί τ’ αρχαία, τη νεοελληνική γλώσσα, την ιστορία. Θέλει να μάθει, αλλά είναι δύσκολο. Κουράζεται εύκολα, ξεχνάει ακόμη πιο εύκολα –δωράκια της ατυχίας της – αλλά με κοιτάει με προσοχή και κουνάει το κεφάλι της πάνω κάτω.
Και η μάνα της από κοντά. Να φωνάζει για να διώξει τη μόνιμη σκέψη της, να κάνει συνέχεια δουλειές και να μαγειρεύει, να μαγειρεύει ό,τι μπορεί να φάει η Αντωνία. Καμιά φορά χτυπάει με το χέρι το κεφάλι της. Όπως όταν μου έδειξε τα χαρτιά με το ιστορικό της μικρής. «Κατάλαβες τώρα γιατί έχω τρελαθεί;». Δεν απαντάω. Τι να πω;
Χθες η μικρή μου χτύπησε πάλι το κουδούνι. Ήθελε βοήθεια στ’ αρχαία. Στην πραγματικότητα όμως ήθελε να μιλήσει.
Την ώρα που κάνουμε τις ασκήσεις, ξεκινάει με την πιο ήρεμη φωνή του κόσμου να μου λέει για την επίσκεψη στη γιατρό. «Όλα μου τα είπε, κα Ειρήνη. Τώρα τα ξέρω». Μου αναλύει την ιατρική διάγνωση σαν ενήλικας. «Αλλά ξέρετε κάτι; Οι άνθρωποι έρχονται στον κόσμο για να πεθάνουν. Ε, εγώ θα πεθάνω πιο γρήγορα». Πετάω το μολύβι κάτω και της βάζω τις φωνές : «Δε θα πεθάνεις, μ’ ακούς; Θα γίνεις καλά!». Με κοιτάει και ξέρει ότι της λέω ψέματα. Αλλά δεν τη νοιάζει, είναι ψύχραιμη. «Αν πεθάνω, θα βγει κάτι καλό. Ο αδελφός μου θα πάρει το λαπ τοπ και το κινητό μου. Και θα έχει κι αυτός δικό του λαπ τοπ, δε θα δανείζεται το δικό μου.» Ξαναβάζω τις φωνές. Δε μ’ ακούει. Συνεχίζει: «Ο αδελφός μου με ρωτάει τι όνειρα έχω. Πώς θα είναι αυτός που θα παντρευτώ, τι δουλειά θέλω να κάνω. Δεν κάνω όνειρα. Ευτυχώς που δεν έκανα.» Όλα αυτά εκφέρονται με φυσιολογικό λόγο. Δε χάνει το χαμόγελό της. Μόνο σε φευγαλέες στιγμές, το βλέμμα χάνεται.
Τι να της πω; Ό,τι και να λέω, ακούω τη φωνή μου σαν ψεύτικη. Μαλακίες, τα πάντα μαλακίες. Το βουλώνω και ξανακάνουμε την ευκτική. Γαμώ την ευκτική μου! Έχω θυμώσει. Γιατρέ μαλάκα, πόσο περήφανη νοιώθεις που ισοπέδωσες ένα δεκατριάχρονο κοριτσάκι; Και πόσο μαλάκα σε βγάζει αυτό το κοριτσάκι που αντιμετωπίζει αυτά που της είπες, όπως ο πιο ψύχραιμος άνθρωπος του κόσμου;
Γιατί είμαι τόσο ανίκανη; Γιατί δε μπορώ να την ανακουφίσω;
Στο σπίτι, η μάνα της κλαίει κρυφά. Ο μικρός μας κοιτάει με τα μάτια γουρλωμένα. Δεν αντιλαμβάνεται ακόμη τι σημαίνουν αυτά που λέμε. Συζητάμε χαμηλόφωνα, αλλά πλέον είναι άσκοπο. Η Αντωνία τα ξέρει όλα, τα έχει δεχθεί. Ήδη παίζει με τον αδελφό της στο πάτωμα και συζητάνε για το καινούργιο τραγούδι της Rihana. Θα το κατεβάσουν για να το ακούν συνέχεια.
Αισθάνομαι ηλίθια. Θυμωμένη, ανήμπορη και ηλίθια.