Την αφήνω να ακούσει τα βήματα μου καθώς έρχομαι από πίσω της.
Παγώνει για ένα λεπτό γυρίζει και με κοιτάζει στα μάτια
-Θέλεις ένα τσιγάρο;
-Ναι, νομίζω πως θα πάρω ένα. Σε κουράζουν τόσο οι υπόλοιποι μέσα όσο εμένα;
-Δεν ήρθα εδώ για τους υπόλοιπους. Ήρθα για εσένα
-Γιατί, ενώ σου έχω πει όλα αυτά που σου είπα, κάναμε ότι κάναμε στο Balthazar, σε κοίταξα στα μάτια και με πρόδωσες;
– Martin τι λες; Γιατί σε πρόδωσα;
– Έφυγες και μπήκες στην αγκαλιά άλλου. Πως πιστεύεις ότι μπορεί να ένιωσα εγώ;
– Δεν καταλαβαίνω.
-Πως δεν καταλαβαίνεις. Γιατί νομίζεις δεν σε άφησα να με φιλήσεις όταν έφυγες; Τι να μου δώσεις το φιλί του Ιούδα; Έπρεπε να καταλάβεις ότι όλα είχαν ανατραπεί… όλα, εκείνη τη στιγμή.
Η Νατάσσα όση ώρα μιλούσε χάιδευε μηχανικά τα μαλλιά της. Το μαλλί της ήταν κοντό και μαύρο και το κορμί της κατάμαυρο. Ήταν καλογυμνασμένη και καλλίγραμμη, χωρίς να χάνει τη θηλυκότητα με στήθος, πλούσιο και στητό.
Καθώς μιλούσε, θυμήθηκα την ξαναμμένη όψη της το βράδυ στο Balthazar και αμέσως αγρίεψαν τα μάτια μου από πόθο.
Τώρα ήταν πολύ ήρεμη και γαλήνια σαν άγγελος.
– Μπορεί να έφυγα όπως λες, αλλά άφησα την ψυχή μου σε εσένα, γιατί την άγγιξες. Το μυαλό μου ήταν σε εσένα. Το κορμί μου έπαψα να το εξουσιάζω. Με είχες συνεπάρει.
– Αλλού κοιμάται η ψυχή και αλλού το κορμί ξυπνά.
-Απλά το σώμα μου έφυγε. Είδες όμως; Τα παράτησα όλα για εσένα. Το θέατρο, τη Γαλλία τον χώρο εκείνο… και έτρεξα σε εσένα. Δε σου λέει κάτι αυτό;
Η Νατάσσα ήταν χορεύτρια της λυρικής σκηνής στη Θεατρική σχολή της Γαλλίας. Τέλειωσε τις σπουδές της σχεδόν αμέσως. Προτάθηκε από τον καθηγητή της για την πιο γνωστή σχολή του Σανς Ελιζέ, ενώ παράλληλα δούλευε στο Θέατρο.
Παρόλο που ήταν μόλις 27 χρονών, ένα λαμπρό μέλλον διαγραφόταν μπροστά της. Διατηρούσε δεσμό με τον φωτογράφο και καθηγητή της στην Χορογραφία, μέχρι την νύχτα στο Balthazar. Τον εγκατέλειψε μέσα σε 5 μέρες, άφησε τη σχολή και ταξίδεψε στην Ελλάδα να με βρει.
– Τα πάντα, μου λέει. Τα Πάντα και Τίποτα!
– Ωραια.
– Άστο τώρα να κυλήσει. Σαν ναρκωτικό, άστο να σε ναρκώσει…
– Αυτό κάνω.
– Και ελπίζω να μείνει το ΠΑΝΤΑ.
– Εξαφανίσου πάλι, όπως εκείνη τη μέρα και θα μείνει το ΤΙΠΟΤΑ.
-Δεν εξαφανίστηκα, στο ξαναείπα.
Με αγκάλιασε ζεστά και με φίλησε
-Είσαι όσα θα ήθελε ή θα ποθούσε ένας άντρας, της λέω! Δεν είναι μόνο το πρόσωπο σου που με μαγνητίζει, είναι το κορμί σου, τα μαλλιά σου η μυρωδιά σου, η φωνή σου. Είναι τα μάτια ίσως που με μαγνητίζουν πιο πολύ από όλα. Όλα όσα βλέπω μέσα στα μάτια σου.
-Και τι βλέπεις μέσα στα μάτια μου; Μου απαντάει χαμογελώντας λίγο ειρωνικά.
-Βλέπω μια παρανοϊκή ηρεμία. Κουράστηκες να τρέχεις και ήρθε η ώρα να αντιμετωπίσεις αυτό που πρέπει. Απλά δεν θέλεις να το κάνεις μόνη…
Σχεδόν ψελλίζει, καθώς προσπαθεί να μου απαντήσει ότι δεν θέλει να αντιμετωπίσει τίποτα μόνη της ξανά.
Ο αέρας μας διαπερνά σαν ηλεκτρικό ρεύμα. Είναι ζέστη και απαλή… σχεδόν αέρινη. Το άρωμα της έχει μια γλυκιά υπόσχεση που μου φέρνει δάκρυα στα μάτια.
Της υπόσχομαι ότι θα την προστατεύω από ό,τι την φοβίζει και την σφίγγω δυνατά στην αγκαλιά μου…