Ήταν από εκείνες τις νύχτες που ακόμα και το φεγγάρι είχε κρυφτεί. Τα αστέρια κρύβονταν πίσω από τα φώτα της πόλης.
Εκείνη. Το σκοτάδι και ο εαυτός της. Στην άκρη του γκρεμού.
Ακροβατούσε. Κάνουν εκκωφαντικό θόρυβο οι επιθυμίες στην ησυχία της στιγμής. Μια ανάσα ακόμα. Άνοιξε τα μάτια της. Πόσο όμορφη φάνταζε η πόλη από εκεί ψηλά. Ήθελε να ανοίξει τα χέρια της και να πετάξει αλλά δε γινόταν.
Ήταν άνθρωπος. Με αδυναμίες. Θέλω. Επιθυμίες. Σάρκα και αίμα. Kαυτό στις φλέβες της και τρέλαινε το μυαλό της.
Ήταν άνθρωπος. Με φοβίες. Ανασφάλειες. Αδυναμίες. Λάθη.
Ήθελε να πετάξει. Να βγει πάνω από όλα. Να τα κοιτάζει από ψηλά καθώς θα στροβιλίζεται στον αέρα.
Δε μπορούσε όμως. Ήταν απλά ένας άνθρωπος.
Ακίνητη.
Ένα βράδυ που δεν υπήρχε φεγγάρι. Το είχαν κρύψει οι σκιές της. Ο ιδρώτας έσταζε από το πρόσωπο της και νωχελικά χώνονταν ανάμεσα στα στήθια της για να σβήσει στο σημείο που ήταν η καρδιά της.
Εκεί στην άκρη. Προσπαθούσε να ισορροπήσει. Το σκοτάδι πηχτό. Η νύχτα υγρή.
Έγλειψε την υγρασία από τα χείλη της που έκαιγαν από επιθυμία.
Τα φώτα της πόλης την τύφλωναν. Τόσο κοντά και συνάμα τόσο μακριά από εκείνη…
Έκλεισε τα μάτια της. Η ανάσα της κοφτή. Οι επιθυμίες την έπνιγαν. Ένα βήμα και θα έπεφτε. Στο κενό. Είχε κουραστεί.
Πόσες στιγμές πήγαν χαμένες στο βωμό του εγωισμού. Κάποιες νύχτες σαν και εκείνη άκουγε τις κραυγές τους από την ώρα της σφαγής. Χαμογέλασε ειρωνικά. Σε κάτι τέτοιες μάχες πάντα χαμένος βγαίνεις.
Πύρρειος νίκη ό,τι έχει να κάνει με εγωισμό.
Αντίλαλος..
Να δίνεσαι ολόκληρος στον έρωτα. Να μοιράζεσαι τα καλύτερα κομμάτια σου με εκείνον που βλέπει τη σκοτεινή πλευρά σου και είναι ακόμα εκεί. Love alert: να μην τα χαρίζεις. Είναι δικά σου. Μετά παύεις να είσαι ολόκληρος. Δημιουργείς κενά που μπάζουν. Ο άλλος κάποια στιγμή δε βλέπει τον ολόκληρο άνθρωπο που ερωτεύτηκε αλλά το διαμελισμένο εαυτό σου. Πισωπατά ακόμα και αν αυτά που λείπουν του χαρίστηκαν. Να τα μοιράζεσαι μαζί του. Μην το ξεχνάς αυτό. Να τα μοιράζεσαι.
Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά. Λες και ήθελε να της σκίσει τα σπλάχνα.
“Ο νους βολεύεται,έχει υπομονή,του αρέσει να παίζει, μα η καρδιά αγριεύει, πλαντάει και χιμάει να σκίσει το δίχτυ της ανάγκης”…Καζαντζάκης
Δεν άντεχε άλλο.
Αυτό ήταν.
Το βήμα της μετέωρο στο κενό.
Ένα ακόμα και..
Τότε ένα χέρι την τράβηξε ¨Δεν έχεις να πας πουθενά¨ της είπε.
Έκανε να του μιλήσει, δεν την άφησε.
Πίσω τους η πόλη φάνταζε προκλητικά όμορφη.
Δύο σκιές έγιναν ένα. Κατάφεραν να νικήσουν τον εγωισμό τους και να ελευθερώσουν τις στιγμές.
Εκείνες έγιναν φτερά και τους βοήθησαν να πετάξουν.
Απελευθέρωση.
Γενναίος είναι αυτός που διεκδικεί αυτό που θέλει.
Κάτω η πόλη χαμένη στους ρυθμούς της.
Κανείς δεν πρόσεξε μια σκιά που πετούσε……
Ένα βράδυ που ακόμα και το φεγγάρι είχε κρυφτεί.
If I lay here
If I just lay here
Would you lie with me and just forget the world?