O γέρος κοιτούσε με τις ώρες στον ορίζοντα
έρχονταν οι Μουσουλμάνοι
οι αλλόθρησκοι
αυτοί που τρώνε παιδιά
και δουλειές.
.
Και φαγητά που μυρίζουν περίεργα.
.
Έτσι άκουγε την τηλεόραση
στο σαλόνι
στη διαπασών.
Άκουγαν και οι πιο παλιοί,
οι νεκροί,
στο διπλανό νεκροταφείο
και συμφωνούσαν – νόμιζε –
με τους σχολιαστές
στα πρωινάδικα
και τις ειδήσεις.
.
Εκείνοι ήταν
η γενιά του πολέμου
που απώθησε τους Ιταλούς
και θάφτηκαν ηρωικά
στα μνήματα των παρελάσεων.
Αυτός – ο άτυχος –
γεννήθηκε με τους δεινόσαυρους
που αδύναμοι,
χωρίς σκοπό
και με μια μπόχα από άγνωστη μεριά
κοιτούσαν τον ορίζοντα για ξένους.
Έψαχναν εχθρούς κι ηρωισμούς
να κάνουν και αυτοί.
.
Μόνο ένα πράγμα είδε
στον ορίζοντα μικρό
μετά πιο μεγάλο
μια καρακάξα ήταν τροφαντή
που στάθηκε στην κεραία του
την έχεσε νομίζω κιόλας.
Όπως και να’χει
δεν έπιανε μετά
ειδήσεις και πρωινάδικα,
δεν άκουγε
στη διαπασών
ανθρώπους να φωνάζουν.
.
Έβαλε τότε ένα βρακί,
κούμπωσε πουκαμίσα.
Βγήκε ο γέρος στο χωριό
κι είπε μια καλημέρα.
Κανένας δεν τον ρώτησε,
σε τι Θεό πιστεύει.