«Εμένα που με βλέπεις – και να με συχωρνάς – εγώ είμαι τρελός.
Δεν τα ‘χω τετρακόσια.
Μπορεί τριακόσια να ‘ναι, άλλες μέρες πεντακόσια, αλλά τετρακόσια σίγουρα όχι.
Προσπαθώ, όσο μπορώ, όντας να ζω ελεύθερος και να κάμω την ζωή μου όπως την θέλω εγώ.
Θέλω στο τέλος, λίγο πριν με θάψουνε να σηκωθώ στο παράθυρο όρθιος κι να πω:
– ‘Έζησα τρελά και τρέλα. Και αγάπησα πολύ και με αγάπησαν πολύ.
Αυτό μόνο, και μετά στον Θεό να πάω, στο Διάολο να πάω – καθόλου με ενδιαφέρει.»
Ας ζήσω μόνο αυτό. Ας ζήσω μόνο για αυτό – έστω μια φορά.
Να σε τυφλώσει ο Έρωτας και εσύ να εθελοτυφλείς – να βγάζεις τα μάτια σου, βγάζοντας τα μάτια σας. Να θέλεις να κόψεις το στέρνο σου στα δύο και να εκθέσεις τα σπλάχνα σου στον ήλιο: φάτε κοράκια! Κόκκινη η καρδιά μου που πάει να σκάσει, κόκκινο το αίμα μου που βράζει, φωτιά η ψυχή μου που με καταπίνει.
Ποσώς με ενδιαφέρει τι θα πούνε οι άλλοι και πως θα με δαχτυλοδείχνουν όταν θα παραπατώ μεθυσμένος, ματωμένος, ιδρωμένος στον δρόμο ουρλιάζοντας το όνομα σου. Και θα με φοβούνται γιατί στα τυφλά μου μάτια θα βλέπουν την τρέλα που έχει μόνο αυτός που κάηκαν τα μάτια του από την απόλυτη αλήθεια, το υπέρτατο, τον τέλειο κύκλο – και το μυαλό του έσπασε. Με δάκρυα άλλοτε γέλιου και άλλοτε κλάματος θα πιάνω τον κοιμισμένο όρθιο αυτόν κόσμο με βία από τον γιακά και θα του φωνάζω: Να αγαπάτε ρε!
ΝΑ ΑΓΑΠΑΤΕ! ΔΕΝ ΠΡΟΛΑΒΑΙΝΟΥΜΕ – ΧΑΝΟΜΑΣΤΕ!
Και καθώς θα φεύγω, αφρίζοντας απ’ το στόμα, θα νιώθουν την καρδία τους να την σφίγγει χέρι παγωμένο. Δεν προλαβαίνω… Δεν προλαβαίνω να αγαπήσω; Και δύο πράγματα θα γίνουν, ή θα πάψει εκεί αμέσως η καρδία τους να χτυπά και θα πεθάνουν όντως ανάξιοι ή θα λαμπαδιάσει κι αυτή η καρδιά με την ίδια φωτιά, και τρέχοντας στα σπίτια τους θα κάνουν βρώμικο, τσαλακωμένο έρωτα για να διαψεύσουν τον Προφήτη που τους καταράστηκε. Όχι! Προλαβαίνω! θα φωνάξουν επάνω στην έκσταση. Προλαβαίνω! Αρνούμαι να χαθώ!
Και εγώ θα γελώ καθώς θα κλαίω – καθώς θα ξεφεύγουν τα βογγητά από τα μισάνοιχτα Αθηναίικα παράθυρα, καθώς αυτά τα σαρκώδες, εύθραυστα, αδύναμα κελύφη θα παραδίνονται για μια στιγμή στην τρέλα που κρύβει η ψυχή τους. Μια πόλη ολόκληρη θα σείεται σαν ένα σώμα στον βαθύτερο απόηχο του τρελού, τυφλού Έρωτα. Μια πόλη με μία καρδιά να βαράει κόκκινο, να επιταχύνεται ο παλμός, με μία ξαφνική κραυγή λύτρωσης να σκάει σαν κεραυνός ούτε ανδρική ούτε γυναικεία αλλά ανθρώπινη!
Σιωπή.
Ο ιδρώτας πάνω στα σώματα νιώθει και δροσερός και ζεστός.
Τα χνώτα μπερδεύονται. Ποιανού η καρδιά είναι αυτή που χτυπάει; Η δική μου; Η δική σου;
Η δική μας ψυχή μου.
Νιώθω την άσφαλτο κάτω από το ξαπλωμένο σώμα μου να με αγκαλιάζει. Να με καθησυχάζει. Να μου ψιθυρίζει στο αυτί και να με χαϊδεύει όπως κάποτε έκανες κι εσύ:
– Έρωτα μου, μου λέει. Ξάπλωσε εδώ στην αγκαλιά μου… τρέλα είναι. Θα περάσει.
Μου κλείνει τα μάτια με ένα χάδι γεμάτο τρυφερότητα.
– Τώρα είσαι δικός μου για πάντα…