Άρπαξε βιαστικά τα κλειδιά της και έκλεισε ηχηρά την πόρτα πίσω της. Τα μάγουλά της ήταν κατακόκκινα και έβραζε από θυμό. Κατευθύνθηκε στο γκαράζ, μπήκε γρήγορα στο αυτοκίνητό της, που οι ρόδες του στρίγκλισαν από τη γρήγορη επιτάχυνση κι άφησαν τη μυρωδιά του καμμένου πάνω στην άσφαλτο! Η Χριστίνα Αντωνοπούλου, σύζυγος του μεγαλοδικηγόρου Αντώνη Αντωνόπουλου, μητέρα δύο φοιτητών, δικηγόρος στο επάγγελμα, χωρίς να το έχει εξασκήσει ποτέ, ήταν εν εξάλλω! Κατέβηκε απρόσεκτα και με μεγάλη ταχύτητα τον παράδρομο που έβγαζε στη Βουλιαγμένης και κατευθύνθηκε προς Αθήνα.
Οι κινήσεις της ήταν μηχανικές και εντελώς απρόσεκτες. Δύο φορές παραβίασε τα κόκκινα φανάρια κι άλλες τόσες λίγο έλειψε να τρακάρει από την απότομη αλλαγή λωρίδας. Οι μούντζες, τα κορναρίσματα, τα υποτιμητικά σχόλια για τους νεροχύτες και το πλύσιμο πιάτων έδωσαν και πήραν. Και τα άκουσε όλα, μιας και εκείνο το ζεστό βράδυ του Σεπτεμβρίου οδηγούσε με ανοιχτό το παράθυρο, μήπως κι ο καθαρός αέρας καταφέρει και καθαρίσει τη σκέψη της, το μυαλό της, που τώρα το ένιωθε να είναι ένας αχταρμάς! Η μουσική που έπαιζε ήταν από αδιάφορη έως ανύπαρκτη, ίσως και περιττή για τη Χριστίνα, μιας και τώρα δεν ήταν σε θέση να εκτιμήσει τις μελωδίες που κυκλοφορούσαν ανέμελα στην καμπίνα του αυτοκινήτου.
Κάθε προσπάθεια να βάλει τις σκέψεις της σε τάξη και να επανακτήσει την ηρεμία της έπεσαν στο κενό. Τρόμαξε με τον εαυτό της, όταν παραλίγο να χτυπήσει ένα σκυλάκι που είχε κατέβει στην άσφαλτο κοντά σε μια στάση λεωφορείου. Ίσως, αυτό να την συνέφερε λίγο, ώστε αποφάσισε να παρκάρει το αυτοκίνητό της όπως όπως στον Αγ. Δημήτριο, κοντά στο σταθμό του μετρό και να συνεχίσει την περιπλάνησή της με το μετρό. Τουλάχιστον, χρησιμοποιώντας τα μέσα μαζικής μεταφοράς δε θα ήταν πια δημόσιος κίνδυνος τόσο για την ασφάλεια πεζών και άλλων οδηγών όσο και για τη δική της.
Δε χρειάστηκε να σκεφτεί την κατεύθυνσή της. Όταν ήθελε να ηρεμήσει, από τότε που ήταν φοιτήτρια ακόμα της Νομικής, έκανε ατέλειωτες βόλτες στη Βασιλίσσης Σοφίας παρέα με τον Κωνσταντίνο της…Μα πάνε πολλά χρόνια από τότε. Παρά το θόρυβο και το καυσαέριο, την πολυκοσμία και τα αυτοκίνητα, αυτή η λεωφόρος, με τα νεοκλασσικά της κτίρια, το Μέγαρο Μουσικής, τα γιασεμιά της, ήταν για τη Χριστίνα μια όαση, μέσα στην πολυτάραχη καθημερινότητά της. Σήμερα το είχε περισσότερο ανάγκη από ποτέ να περπατήσει εκεί. Να μπλεχτεί και να χαθεί ανάμεσα στους υπόλοιπους περαστικούς, να μυρίσει το γιασεμί και να ηρεμήσει…
Πόσο εύκολο, όμως, ήταν να ηρεμήσει; Από δύσκολο έως ακατόρθωτο! Πάντα είχε προβλήματα στη σχέση με τον άντρα της. Δεν τον ερωτεύτηκε ποτέ, αυτό το τελευταίο το είχε συνειδητοποιήσει πρόσφατα… απλά την είχαν μαγέψει τα μάτια του και τα λόγια του! Γιατί από λόγια ο Αντώνης ήταν καθηγητής στο είδος του! ‘Λόγια, λόγια ψεύτικα’ που λέει και το τραγούδι. Και πίστεψε τότε στα είκοσι δύο της χρόνια, εγκλωβισμένη από το συναισθηματικό εκβιασμό του πατέρα της, ότι θα μπορούσε να ξεφύγει από το αυστηρό οικογενειακό της περιβάλλον και τον αυταρχικό της πατέρα, τον υπουργό Δικαιοσύνης, κύριο Ιωάννη Αλεξόπουλο, που το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν η διατήρηση της δημόσιας εικόνας του, αδιαφορώντας για αυτά που ένιωθαν η γυναίκα και η κόρη του. Η Χριστίνα ήταν ευαίσθητη και την αγάπη που της στέρησε με τόση ευκολία ο πατέρας της, ένιωσε πως θα την έβρισκε στην αγκαλιά του Αντώνη. ‘Πόσο αφελής υπήρξα’, σκέφτηκε δυνατά και ο συνεπιβάτης της στο συρμό του μετρό γύρισε με απορία και τη ρώτησε αν ήθελε κάτι.
‘Όχι, ευχαριστώ.’, του είπε και σηκώθηκε από τη θέση της. Στον επόμενο σταθμό, αυτόν του Ευαγγελισμού θα κατέβαινε.
Το ένα λεπτό που χρειάστηκε μέχρι ο συρμός να φτάσει στο σταθμό της φάνηκε αιώνας. Είδε τη ζωή της να περνά στο παράθυρο απέναντί της σαν κινηματογραφική ταινία. Ο γάμος, τα γέλια, τα παιδιά, οι δυο της γιοι, τα καμάρια της, που για χάρη τους απαρνήθηκε την καριέρα της και αφοσιώθηκε στο μεγάλωμά τους. Τα ψέματα, οι ερωμένες, οι απάτες, ο εγκλωβισμός, ο συναισθηματικός εκβιασμός από την οικογένειά της πως θα τραυματίσει ψυχικά τα παιδιά της και η ωμή συνειδητοποίση πως η κοινωνική της θέση δεν της επιτρέπει να πάρει διαζύγιο ανέβηκαν ξαφνικά στο στομάχι της, που σφίχτηκε και της έκοψε σχεδόν την ανάσα. ‘Θέλω να πάρω επειγόντως αέρα! Μα πότε θα ανοίξουν αυτές οι αναθεματισμένες πόρτες;’ συλλογίστηκε και πρωτού ολοκληρώσει τη σκέψη της πετάχτηκε έξω από το συρμό και κατευθύνθηκε προς τις σκάλες.
Βγήκε έξω στο πάρκο του Ευαγγελισμού και κατευθύνθηκε βόρεια προς το Μέγαρο Μουσικής. Είχε ήδη βραδιάσει και τα φώτα των αυτοκινήτων είχαν αρχίσει να χρωματίζουν όμορφα τη ζεστή, φθινοπωρινή νύχτα. Λίγο παρακάτω, έκανε μια στάση, άνοιξε τα πνευμόνια της και τα γέμισε με το μεθυστικό άρωμα του γιασεμιού, που κρεμόταν έξω από την είσοδο ενός νεοκλασσικού κτιρίου. Το γιασεμί λειτούργησε λυτρωτικά για τη Χριστίνα, σχεδόν θεραπευτικά θα έλεγε κανείς. Μόλις έκοψε ένα κλαράκι και το έφερε στη μύτη της, όλος ο θυμός και η ένταση έγιναν ένας ορμητικός χείμαρρος δακρύων στα μάτια της! Άρχισε να κλαίει γοερά, θρηνώντας πρώτα από όλα για τα ιδανικά και τα όνειρά της που πρόδωσε, τα σχέδιά που επέλεξε να αφήσει για να κάνει κάποιους άλλους ευτυχισμένους. Θρηνούσε για τα ψέματα και την κοροιδία που τόσο απλόχερα την κέρασε ο Αντώνης. Θυμήθηκε την πρώτη φορά που ανακάλυψε την πρώτη εξωσυζυγική του σχέση. ‘Ηταν άραγε η πρώτη ή ήταν η πρώτη που κατάλαβα εγώ;’, αναρωτήθηκε. ‘Τι σημασία έχει πια’, σκέφτηκε αμέσως, ‘οι απιστίες του Αντώνη είχαν γίνει πια τόσες πολλές που είχε χάσει το λογαριασμό.’ Το ποτήρι, όμως πια είχε ξεχειλίσει, γιατί ο Αντώνης ζητούσε τώρα διαζύγιο για να παντρευτεί την κατά είκοσι χρόνια νεότερη ερωμένη του, που μάλιστα ήταν έγκυος στο παιδί του! Ένα διαζύγιο που της αρνήθηκε πριν από χρόνια, όταν τα αγόρια ήταν ακόμα μικρά, όταν θα μπορούσαν να έχουν διασώσει την ψυχική τους ηρεμία και την αξιοπρέπειά τους, όταν θα μπορούσαν να έχουν διατηρήσει μια όμορφη σχέση σαν γονείς για τα παιδιά τους. Και τώρα δεν της το ζήτησε καν. Της το ανακοίνωσε με τέτοια ευκολία που ήταν αν μη τι άλλο εξοργιστική!
Η Χριστίνα εξακολουθούσε να κλαίει αδιαφορώντας για τους περαστικούς που την κοιτούσαν με περιέργεια ανάμεικτη με αδιαφορία, μιας και κανείς δεν θεώρησε αναγκαίο να σταθεί δίπλα της να την ρωτήσει αν χρειαζόταν κάτι. Βυθισμένη στις σκέψεις της καθώς ήταν δεν κατάλαβε την παρουσία ενός περαστικού που είχε σταματήσει δίπλα της.
‘Χριστίνα, γιατί κλαις;’, της είπε ένας γοητευτικός, γκριζομάλλης άντρας γύρω στα πενήντα.
Η Χριστίνα σήκωσε το βλέμμα της έκπληκτη και τον ρώτησε:
‘Μα, που με ξέρετε; Με φωνάξατε με το όνομά μου. Πώς;’
‘Τόσο πολύ άλλαξα Χριστίνα μου, που δε με γνωρίζεις πια;’της είπε με ήρεμη φωνή ο γοητευτικός άντρας.
‘Εξακολουθώ να μην καταλαβαίνω’, του είπε. Και συνέχισε, ‘Δεν είμαι σε θέση αυτή τη στιγμή να σας μιλήσω. Προτιμώ να μείνω μόνη μου’ κι έκανε να φύγει.
Ο γοητευτικός άντρας, όμως, της έπιασε τα δύο χέρια και έβαλε μέσα τους ένα φρεσκοκομμένο γιασεμί. Αυτή η κίνηση και μόνο έφτανε για να θυμηθεί η Χριστίνα ποιος ήταν ο μυστηριώδης περαστικός. Ήταν ο Κωνσταντίνος, ο πρώτος αληθινός της έρωτας – μήπως κι ο μοναδικός εδώ που τα λέμε…
‘Κωνσταντίνε, εσύ; Μα πώς; Πώς βρέθηκες εδώ;’, του είπε όλο έκπληξη.
‘Είχα μια δουλειά στο κέντρο και σκέφτηκα να περπατήσω στον αγαπημένο μας δρόμο, να μυρίσω το γιασεμί, όπως κάναμε τότε, θυμάσαι;’
‘Αν θυμάμαι, λέει; Δεν ξέχασα ποτέ.’, και λέγοντάς του αυτά τα λόγια η Χριστίνα άνοιξε την τσάντα της και έβγαλε από τη θήκη του πορτοφολιού της ένα αποξηραμένο γιασεμί και με πολλή προσοχή, γιατί ήταν εύθραυστο, το έδωσε στον Κωνσταντίνο. Έκπληκτος και συγκινημένος συνάμα ο Κωνσταντίνος της φίλησε τα χέρια και μετά την έκλεισε στην αγκαλιά του!
Έμειναν αγκαλιασμένοι για αρκετή ώρα προς απορία των περαστικών που τους εμπόδιζαν τον δρόμο. Η αγκαλιά αυτή ήταν σαν να αναπλήρωναν τις αγκαλιές που έχασαν όλα αυτά τα χρόνια. Ο Κωνσταντίνος ένιωθε πλήρης κρατώντας το ‘κορίτσι’ του κι η Χριστίνα μετά από τόση ταραχή ένιωθε ήρεμη στην αγκαλιά του, όσο ήρεμη ήταν κάθε φορά που έτρεχε σε εκείνον μετά από έναν ομηρικό καβγά με τον πατέρα της σχετικά με το μέλλον της.
‘Έλα κορίτσι μου, πάμε να κάτσουμε κάπου που να μπορούμε να μιλήσουμε’, της είπε τρυφερά και χωρίς να την αφήσει από την αγκαλιά του άρχισαν να περπατάνε στον αγαπημένο τους δρόμο, τη Βασιλίσσης Σοφίας. Η Χριστίνα παρέμεινε σιωπηλή για αρκετή ώρα, βλέποντας να περνούν μπροστά από τα μάτια της όλες οι στιγμές που έζησε με τον Κωνσταντίνο, τα ανέμελα φοιτητικά τους χρόνια, τα γέλια τους, ο έρωτας μέχρι το πρωί, τα αυτοσχέδια στιχάκια που της αφιέρωνε, τις αποτυχημένες της προσπάθειες να μαγειρέψει κάτι που να τρώγεται και τον Κωνσταντίνο να της χαμογελάει και να της λέει πόσο ωραίο ήταν το φαγητό που μαγείρεψε. Θυμήθηκε την ηρεμία που της μετέφερε κάθε φορά που συζητούσαν για τον αυταρχικό της πατέρα και τα λόγια του που της έλεγαν να μη δίνει σημασία και πως όλα θα πάνε καλά. Στο νου της ήρθε, όμως, και ο απότομος τρόπος που του ζήτησε να χωρίσουν, τα ψέματα που του αράδιασε και δεν του άξιζε, υποκύπτοντας στο συναισθηματικό εκβιασμό του πατέρα της.
‘Συγγνώμη’, ψέλισε, ‘στάθηκα πολύ λίγη απέναντί σου και σε πλήγωσα. Δεν σου έπρεπε!’, κι από τα μάτια της άρχισαν να κυλάνε δάκρυα λύτρωσης.
‘Σώπασε κορίτσι μου. Ό,τι έγινε έγινε. Όλα αυτά ανήκουν στο παρελθόν. Τώρα είμαι εδώ κι εσύ στην αγκαλιά μου! Τι πιο όμορφο από αυτό;’, της είπε ο Κωνσταντίνος και την έσφιξε ακόμα περισσότερο στην αγκαλιά του.
‘Σε πλήγωσα, εσένα, το μόνο άνθρωπο που αγάπησα και με αγάπησε πραγματικά. Κι έπαψα να ζω από τότε… τόσα λάθη… τιμώρησα τον εαυτό μου και του στέρησα την ευτυχία.’ Του χάιδεψε το πρόσωπο και τον κοίταξε κατάματα. ‘Κι εσύ εδώ, πάντα εδώ με τον καλό σου λόγο και την αγκαλιά σου ανοιχτή! Δεν το αξίζω Κωνσταντίνε μου!’
‘Κορίτσι μου, κορίτσι μου! Δεν έπαψα ποτέ να σ’ αγαπώ και να ελπίζω πως κάποια μέρα θα βρεθούμε ξανά μαζί εμείς οι δυο! Εμείς και η ευωδιά από το γιασεμί μας! Δε θέλω να απολογείσαι για τίποτα.’, είπε ο Κωνσταντίνος με τη γαλήνια φωνή του και συνέχισε ‘αν κάποιος οφείλει μία συγγνώμη, τότε εγώ είμαι αυτός. Αν σε είχα διεκδικήσει τότε τίποτα…’
Η Χριστίνα διέκοψε τη φράση του φιλώντας τον απαλά στο στόμα κι ο Κωνσταντίνος ανταποκρίθηκε δίνοντάς της ένα φιλί που έφερνε πάλι στη ζωή τον έρωτα που είχαν παγώσει τόσα χρόνια πριν!