Τοΰ Νέστορα είμαι το εύποτο ποτήρι*
όποιος πιει άπό τό ποτήρι αυτό, άμέσως
θά τον πιάσει ό πόθος τής καλλιστέφανης Αφροδίτης.
Νέστορος είμι εύποτο ν ποτέριον hds δ’ αν τόδε πίεσι ποτερι [δ] αντίκα κεΐνον Ιιίμερος Ηαφεσεί καλλιστε[φά]νόΆφροδϊτεζ. Supplementum Epigraphicum Graecum 14, 1957? 604.
Ή πρώτη αυθεντική μαρτυρία που προέρχεται άπό ‘Έλληνες άποικους και μάλιστα εκείνους τής Ιταλίας, είναι τό αστείο που περιέχει ή παραπάνω επιγραφή (graffito) στο χαλκιδικό άλφάβητο, χαραγμένη σέ έ’να ποτήρι, τό όποιο βρέθηκε τό 1954 ^ναν τάφο στο νησί Πιθηκούσσαι, κοντά στήν σημερινή Νεάπολη τής Ιταλίας. (Άπό τους Ρωμαίους ονομαζόταν Aenaria, τό σημερινό τους ό’νομα είναι Ischia). Στις Πιθηκοΰσσες ιδρύθηκε άπό τους Χαλκιδεΐς κα\ τους Έρετριεΐς ή πρώτη αποικία” άπό αυτήν ιδρύθηκε ή Κύμη και άπό τήν Κύμη ή Νεάπολη (σημ. Napoli). Ή επιγραφή εχει μελετηθεί αρκετά στήν φιλολογική έρευνα, ή πιθανώτερη χρονολόγηση της -μέ βάση τά άλλα ευρήματα του τάφου- είναι 72-0-7°° π.Χ.\Ό κάτοχος τοΰ ποτηριού -όπως προκύπτει κα\ άπό τά άλλα ευρήματα τού τάφου άρκετά ευκατάστατος- ονομαζόταν πιθανόν Νέστωρ, βέβαιο είναι πάντως οτι δεν τού έ’λειπε τό χιούμορ. Ή επιγραφή άποτελεΐ σαφή υπαινιγμό στο περίφημο, γνωστό άπό τήν περιγραφή πού δίνεται στήν’Ιλιάδα, ποτήρι τοΰ Νέστορα (Λ, 632.-637)· Σύμφωνα μέ τήν περιγραφή αυτή, τό ποτήρι τού σοφού βασιλιά, πού τό ειχε φέρει άπό τήν πατρίδα του, τήν Πύλο, ήταν ωραίο κα\ μεγαλοπρεπές, άλλά βαρύ κα\ δύσχρηστο («γεμάτο άν ήταν, άλλος δύσκολα μπορούσε νά τό κουνήσει άπ’ τό τραπέζι, άλλά ό Νέστορας χωρίς κόπο τό εφερνε στά χείλια»; Ίλ. οπ.π., 636-637)· Τό ποτήρι αυτό τού βασιλιά Νέστορα ήταν προφανώς ευρύτερα γνωστό άπό άφήγηση πού χρησιμοποίησε και ό ποιητής τής Ίλιάδος[1]. Ό άποικος στήν μακρινή’Ιταλία τήν γνώριζε και στο βαρύ και δύσχρηστο ποτήρι τοΰ σοφοϋ Νέστορα αντιπαραθέτει το εύχρηστο δικό του και μάλιστα μέ αναφορά όχι στήν «σύνεση» τοΰ γέρου βασιλιά, άλλά στον πόθο πού δίνει ή «καλλιστέφανη» Αφροδίτη, γιά τον όποιο προφανώς ό ΐδιος -και οπωσδήποτε και οί συμπότες του- θά ενδιαφέρονταν περισσότερο.
VII.
/ (/) Χωρίς γυναικός θεός έποιησεν νόον
τά πρώτα, τήν μεν εξ υός τρανυτριχος,
τ ή ι πάντ7 άν’ οίκον βορβόρων πεφυρμένα
άκοσμα κείται και κυλινδετat χαμαί
αυτή δ’ άλουτος άπλυτοισ’ εν εΐμασιν 5
εν κοπριησιν ήμένη πιαίνεται.
τήν δ’ εξ άλιτρής θεός εθηκ’ αλώπεκος γυναίκα πάντων ιδριν ου δε μι ν κακών λέληθεν ουδέν ουδέ τών άμεινόνων
το μέν γάρ αυτών είπε πολλάκις κακόν, 10
τό δ9 εσθλόν δργήν δ” άλλοτ” άλλοίην εχει.
τήν δ” εκ κυνός λιτοργόν, αυτομήτορα, η πάντ’ άκουσας πάντα δ’ ειδεναι θέλει, πάντηι δέ παπταίνουσα και πλανωμένη λέληκεν, ή ν και μηδέν’ άνθρώπων δράι. 15
παυσειε δ’ άν μι ν ο υ τ’ άπειλήσας άνήρ, ουδ’ εί χολωθέϊς ε ς αράξει ε ν λίθωι οδόντας ουδ” άν μειλιχως μυθεόμενος, ουδ’ εί παρά ξείνοισιν ήμενη τυχηι·
αλλ’ εμπέδως άπρηκτον αυονήν εχει. 20
τήν δέ πλάσαντες γηίνην Όλυμπιοι έδωκαν άνδρι πηρόν4 ουτε γάρ κακόν ουτ εσθλόν ουδέν οίδε τοιαύτη γυνή’ έργων δέ μούνον εσθίειν επίσταται.
κώταν ήν κακόν χειμώνα ποιήσηι θεός, 25
ριγώσα διφρον ασσον έλκεται πυρός.
τήν δ’ εκ θαλάσσης., ή δυ’ εν φρεσιν νοεί’ τήν μέν γελά ι τε και γέγηθεν ήμέρην επαινέσει μιν ξεϊνος εν δόμοισ’ ιδώ ν
«ουκ εστίν άλλη τήσδε λωίων γυνή εν πάσιν άνθρώποισιν ούδε καλλίων’» την δ’ ουκ ανεκτός ο 68′ εν οφθαλμοίσ’ Ιδεί ν οΰτ’ άσσο ν ελθεΐν, αλλά μαίνεται τότε άπλητον ωσπερ άμφι τεκνοισιν κυων, άμείλιχος δε πάσι κάποθυμίη εχθροϊσιν ίσα και φίλοισι γίγνεται’ ωσπερ θάλασσα πολλάκις μεν άτρεμής εστηκ’ άπημων7 χάρμα ναυτηισιν μέγα θέρεος εν ωρηι, πολλάκις δε μαίνεται βαρυκτυποισι κύμασιν φορεομένη. ταυτηι μάλιστ’ εοικε τοιαύτη γυνή δργην φυήν δε πόντος άλλοίην εχει,
την δ7 εκ +τε σποδιής+ και παλιντριβεος ονου, η συν τ’ άνάγκηι συν τ ενιπήισινμόγις εστερξεν ών άπαντα κάπονήσατο αρεστά, τόψρα δ’ εσθίει μεν εν μυχώι προνυξ, προήμαρ, εσθίει δ’ ε π’ εσχάρηι. όμως δε και προς έργον άφροδίσιον ελθόντ” εταϊρον δντινών ε δε ζ α το.
την δ’ εκ γαλής δυστηνον οίζυρόν γένος’ κείνη ι γαρ ου τι καλόν ουδ’ επίμερον πρόσεστιν ουδέ τερπνόν ουδ’ εράσμιον. εύνής δ’ άληνής εστίν άφροδισίης, τον δ’ άνδρα τον παρόντα ναυσίηι διΒοΐ, κλεπτουσα δ7 ερδει πολλά γείτονας κακά, άθυστα δ’ Ιρά πολλάκις κατεσθίει.
την δ’ ίππος αβρή χαιτεεσσ’ έγείνατο, η δουλι’ έργα και δυην περιτρεπει,
χουτ’ άν μύλης φαυσειεν ουτε κόσκινο ν άρει ε ν, ουτε χ όπρο ν εξ οϊχου βάλοι, ουτε πρόζ ίπνόν άσβόλην άλευμένη ΐζοιτ” άνάγκηι 8′ άνδρα ποιείται φίλον. λοΰται δε πάσης ήμερης άπο ρυπον δις, άλλοτε τρις χα\ μυροισ” αλείφεται’ αίεϊ δε χαίτη ν εχτενισμένην ψορεΐ βαθεΐαν, άνθέμοισιν εσχιασμένην. χαλον μεν ων θέημα τοιαύτη γυνή άλλοισι, τώι 8′ εχοντι γίγνεται χαχόν, ή μη τις ή τύραννος ή σχηπτούχος ήι, όστις τοιοΰτοις θυμό ν άγλαΐζεται.
την S” εκ πίθηκου’ τούτο δή διακριδον Ζευς άνδράσιν μέγιστον ώπασεν χαχόν. at σχιστά μεν πρόσωπα’ τοιαύτη γυνή είσιν δι * άστεος πάσιν άνθρώποις γελως· ε π’ αυχένα βραχεία’ κινείται μ δ γι ς, άπυγος, αυτόχωλος. ά τάλας άνηρ, όστις χακδν τοιούτον άγχαλίζεται. δηνεα 8ε πάντα καΐ τρόπους ε πίστα ται ώσπερ πίθηκος’ ουδέ οι γελως μέλει’ ουδ’ άν τιν” ευ ερξειεν, άλλα του τ” δράι και τούτο πάσαν ήμερη ν β ο υ λ ε υ ε τ α ι, οχως τι κώς μεγιστον ερξειεν κακόν.
την δ’ εκ μελίσσης’ την τις ευτυχεί λαβών κείνηι γαρ οΐηι μώμος ου προσιζάνει,, βάλλει δ’ ύπ’ αυτής κάπαέξεται βίος. φίλη δε συν φιλεϋντι γηράσκει πδσει τεκούσα καλόν κώνομάκλυτον γένος.
κάριπρεπής μέν εν γυναιξί γίγνεται πάσηισι, θείη δ’ άμφιδέδρομεν χάρις.
ου δ’ εν γυναιξί ν ήδεται καθημένη, go
δπου λέγουσιν αφροδισίους λόγους.
τοίας γυναίκας άνδράσιν χαρίζεται Ζευς τάς άρίστας καϊ πολυφραδεστάτας. τά δ’ άλλα φύλα ταύτα μηχανή ι Διός εστίν τ ε πάντα και παρ’ άνδράσιν μενεί 95
Ζευς γάρ μέγιστον τού τ” έποίησεν κακόν, γυναίκας, ην τι και δοκέωσιν ωφελεί ν, εχον τ ι, τω μάλιστα γίγνεται κακόν ου γάρ κοτ’ εΰφρων ήμέρην διέρχεται άπασαν.; όστις συν γυναικι +πέλεται, 100
ουδ’ αιφα Λιμδν οικίης άπώσεται εχθρον συνοικητήρα δυσμενέα θεών. άνήρ δ7 όταν μάλιστα θυμηδείν δοκήι κατ’ οίκον, ή θεού μοίραν ή ανθρώπου χάριν, ευρούσα μώμον ες μάχην κορυσσεται. 105
οκου γυνή γάρ έστιν7 ουδ’ ες οίκίην ξείνονμολόντα προφρόνως δεχοίατο. jjτις δέ τοι μάλιστα σωφρονείν δοχεί, αύτη μέγιστα τυγχάνει λωβωμένη·
κεχηνότος γάρ ανδρός – οι δε γείτονες ιιο
χαίρουσ* δρώντες και τον, ώς άμαρτάνει.
τήν ή ν δ’ έκαστος αινέσει μεμνημένος
γυναίκα, τήν δέ τουτέρου μωμήσεται’
ίση ν δ’ έχοντες μοίραν ου γιγνώσκομεν.
VIII.
Άπρίεω δέ [ώδε/ καταραφημένου έβασίλευσε Άμασις, νομού μεν Σαίτεω έών, εκ της δε ήν πόλιος, οΰνομά οϊ εση Σιοΰφ. τά μεν δη πρώτα κατώνοντο τον Άμασιν Αιγύπτιοι και εν ούδεμι-η μοίρϊ) μεγάλη ήγον, άτε δη δημότην το πριν εόντα και οίκίης ουκ επιφανέος’ μετά δε σοφίη αυτούς δ Άμασις, ουκ άγνωμοσυνη προσηγάγε- το. ην οι άλλα τε αγαθά μυρ(α7 εν δε και ποδανιπτήρ χρΰσεος, εν τω αυτός τε δ “Άμασις και οι δαιτυμόνες οι πάντες τους πόδας εκάστοτε εναπενίζοντο’ τούτον κατ’ ών κόφας άγαλμα δαίμονος εξ αυτού εποιησατο και ΐδρυσε της πόλιος οκου ήν έπιτηδεότατον οι δέ Αιγύπτιοι φοιτώντες προς τώγαλμα εσεβοντο μεγάλως’ μαθών δέ δ Άμασις το εκ τών αστών ποιευμενον, συ γ καλέ – σας Αιγυπτίους εξέφηνε ψάς εκ τού ποδανιπτήρος τώγαλμα γεγονέναι, ες τον πρότερον μέν τους Αιγυπτίους ενεμέειν τε και ενουρέειν και πόδας εναπονίζεσθαι, τότε δέ μεγάλως σέβεσθαι. ηδη ών εφη λέγων ομοίως αυτός τω ποδανιπτήρι πεπρηγεναί’ ει γάρ πρότερον είναι δημότης,, αλλ’ εν τω παρεόντί είναι αυτών βασιλεύς’ και τιμά ν τε και προμηθεεσθαι έωυτον ε κέλευε, τοιουτω μέν τρόπω προσηγάγετο τους Αιγυπτίους ώστε δικαιούν δουλευειν. (Ηρόδ.Ίστ. II, ΐγΐ)
2. Ό «γλεντζές» Άμασις γιά τό στρες: Μια έξυπνη απάντηση στούς «σοβαρούς» επικριτές του.
Είχε τον άκόλουθο τρο’πο ζωής. Άπο τήν αυγή εως τήν ώρα πού ή αγορά είναι γεμάτη άπο κόσμο, διεκπεραίωνε τις υποθέσεις του. Άπό τήν ώρα εκείνη, όμως, κα\ ύστερα επινε, κορόιδευε τούς συμπότες του, και δέν εκανε άλλο παρά ανοησίες κα\ παιχνίδια. Οί φίλοι του δυσανασχέτησαν κα\ τον νουθετούσαν, λέγοντάς του: «Βασιλιά, δέν προσέχεις αρκετά τον εαυτό σου, άφήνον- τάς τον νά κατρακυλάη σέ τέτοιο κατάντημα. Θά ‘έπρεπε νά κάθεσαι σεμνά στόν θρόνο και νά φροντίζης ολη τήν ημέρα τις διάφορες υποθέσεις. Τότε θά αισθάνονταν οί Αιγύπτιοι οτι τούς κυβερνάει σπουδαίος άνθρωπος και θά είχες μεταξύ τους καλύτερη φήμη. Ένώ τώρα δέν συμπεριφέρεσαι διόλου σάν βασιλιάς». Ό Άμασις τούς αποκρίθηκε λέγοντάς τους: «Οταν είναι άνάγκη νά χρησιμοποιηθούν τά τόξα, τότε τά τεντώνουν και άφοΰ τά χρησιμοποιήσουν τά λύνουν, γιατί αν ησαν ολο τον καιρό τεντωμένα θά έσπαζαν και όταν θά ερχόταν ή στιγμή νά τά χρησιμοποιήσουν δέν θά τά είχαν. Τό ΐδιο και μέ τον άνθρωπο. ‘Άν θέλη ν’ άσχολήται συνεχώς μέ σοβαρά πράγματα και νά μήν εχη ούτε μιά στιγμή διασκέδαση, τότε ή θά τρελαθή ή θά πάθη αποπληξία. Τά ξέρω αυτά και γι’ αυτό τον λόγο μοιράζω τον καιρό μου κα\ στά δυό». Αυτά αποκρίθηκε στούς φίλους του.
(Άγγ. Βλάχου, οπ.π., σ. 2.23)
Έχρά’το 8ε καταστάσι πρηγμάτων τοιήδε’ τό μεν ορθριον μέχρι οτευ πληθώρης άγορής προθύμως επρησσε τά προσφερόμενα πρήγματα, τό δε άπό το ότου ε πι νέ τε και χατέσχωπτε τους συμπότας χαι ην μάταιος τε και παιγνιήμων. άχθεσθέντες δε τουτοισι οι φίλοι αυτού ένουθέτεον αυτόν τοιάδε λέγοντες’ Ώ βασιλεΰ, ουκ ορθώς σεωυτού προέστηκας ες τό άγαν φαϋλον προάγων σεωυτόν σε γάρ έχρήν εν θρόνω σε μ νώ σεμνόν θωκε- οντα δι’ ήμέρης πρήσσειν τά πρήγματα, και ου’τω Αιγύπτιοι τ’ αν ήπιστέατο ώς υπ’ ανδρός μεγάλου άρχονται και άμεινον συ αν ηκουες’ νύν δέ ποιέεις ουδαμώς βασιλικά. ό δ’ άμείβετο τοισίδε αυτούς’ τά τόξα οί έκτη- μένοι, έπεάν μέν δέωνται χράσθαι, έντανόουσι, έπεάν δέ χρήσωνται, έκλύουσι. ει γάρ δη τον πάντα χρόνον έντε- ταμένα είη, έκραγείη άν, ώστε ες τό δέον ουκ άν εχοιεν αύτοϊσι χράσθαι. ούτω δ ή και ανθρώπου κατάστασις’ ει έθέλοι κατεσπουδάσθαι αίει μηδέ ές παιγνίην τό μέρος εωυτόν άνιέναι, λάθοι άν ητοι μανέίς η ο γε άπόπλη- κτος γενόμενος, τά εγώ έπιστάμενος μέρος εκατέρω νέμω. ταύτα μέν τους φίλους άμείφατο.
(Ηροδ.Ίστ. II, 173)
[1] Ή υπόθεση αυτή μοϋ φαίνεται πιθανώτερη άπο τήν άποψη οτι ό άποικος απο τή Χαλκίδα μπορούσε νά γνωρίζει τό ‘ίδιο το ομηρικό επος πού ειχε συντεθεί μόλις μερικές δεκαετίες πριν’ γιά τό πρόβλημα αύτο βλ. P. Α. Hansen, οπ.π., σελ. 43 κ·έ|·. Matthiessen, οπ.π., σελ. 252 κ.έξ.