“Σβήσε το τσιγάρο και έλα στο γραφείο μου!”
Ο διοικητής είναι έξαλλος. Δεν ξέρω γιατί. Και δεν μπορώ να σβήσω το τσιγάρο, είναι ηλεκτρονικό. Δεν ξέρω γιατί το λένε “ηλεκτρονικό”, ηλεκτρικό είναι. Και χρησιμοποιεί και ελάχιστο ρεύμα. Θα το έλεγα οριακά ηλεκτρικό. Αν είναι να λέμε και “ηλεκτρικό φακό” τον φακό τότε. Και “ηλεκτρικό” τον ηλεκτρικό Κηφισιά-Πειραιά. Το άφησα στο συρτάρι. Έτσι κι αλλιώς δεν βγάζει καπνό.
“Μάλιστα Κε διοικητά.” Δεν τράβηξα προσοχή γιατί κανείς δεν τραβάει πια προσοχή. Οι μισοί εδώ μέσα είναι με πολιτικά ρούχα, βυσματικές μεταθέσεις γνωστών του υπουργού.
“Χαλκίδη δεν μπορώ να σε διώξω από το Σώμα. Αλλά μπορώ να σε βγάλω από την ενεργή δράση. Με αυτές τις αστυνομικές ιστορίες που γράφεις στο blog σου μας έχεις κάνει ρεζίλι.”
Τον κοίταξα προσεκτικά. Ως τώρα θεωρούσα πιο πιθανό να βάλει αυτός ο άνθρωπος σε μια πρόταση τις λέξεις “οξύκοκκο” και “μεταμοντέρνο”, παρά να ξέρει τι είναι blog.
“Θέλω να μου δώσεις το σήμα σου και το όπλο σου. Δεν μπορώ να ρισκάρω να σε αφήσω σε ενεργό περίπολο.”
Ώστε έτσι πάει λοιπόν. Έβγαλα από την τσέπη το σήμα και το άφησα δραματικά στο γραφείο του. Λίγο πιο μακριά από ότι μπορούσε να το φτάσει χωρίς να σηκωθεί. Θα έβγαινε από το πουκάμισο η χοντρή του κοιλιά έτσι και θα ένιωθα λίγο καλύτερα ίσως. Έβγαλα την ασφάλεια από την θήκη του όπλου και έβγαλα ένα κεμπάμπ.
“Κεμπάμπ! Γιατί μου δίνεις κεμπάμπ;” Ο διοικητής, η κοιλιά του και το μουστάκι του ήταν όλα έξαλλα μαζί μου. Μισόκλεισα τα μάτια. Προσπαθούσα να σκεφτώ αλλά φώναζε.
“Γιατί μου έδωσες κεμπάμπ; Τι κάνει το κεμπάμπ στην θήκη του όπλου σου;” Δεν άκουσα τα υπόλοιπα γιατί έκανα μεταβολή και πήγα στο γραφείο μου. Έβαλα το ηλεκτρονικό τσιγάρο στο στόμα και πήρα μια τζούρα. Αν δεν έχετε δοκιμάσει, να δοκιμάσετε. Σαν ναργιλές είναι η αίσθηση, έτσι φρέσκο και ευχάριστο. Χωρίς τα πρόσθετα των τσιγάρων και με άρωμα ότι γουστάρεις και νικοτίνη όση χρειάζεσαι. Αυτό ήταν το κάπως πιο δυνατό μου και η νικοτίνη με ταρακούνησε όσο χρειαζόμουν. Κατέβηκα τρέχοντας τις σκάλες του Τμήματος, έσπρωξα τον συνάδελφο που ήταν υπηρεσία στην είσοδο αλλά είχε απλωθεί στην καρέκλα του διαβάζοντας περιοδικό.
Όπως βγήκα στον δρόμο, πρόλαβα να δω όσα έγιναν στο ψητοπωλείο. Ο νεαρός πήγε να δαγκώσει το τυλιχτό με κεμπάμπ που είχε μόλις αγοράσει χωρίς να ξέρει ότι αντί για κεμπάμπ είχε το 45άρι μου. Του φώναξα. Ο χρόνος σταμάτησε. Η σφαίρα έφυγε πλάγια και προς τα πάνω. Πέτυχε τον διοικητή στην σπονδυλική στήλη. Ο θάνατος ήταν ακαριαίος.
Φόρεσα χειροπέδες στον νεαρό. Ο συνάδελφος στην είσοδο είχε σηκωθεί, του τον παρέδωσα. “Βάλε τον στη στενή, σκότωσε τον διοικητή.” Πήγα στο γραφείο όπου πριν λίγο μου ζήταγε την παραίτησή μου και μέσα στον χαμό πήρα πίσω το σήμα μου.
“Ε, Γκονζαλεζίδη!” Ο υποδιοικητής κοίταξε προς το μέρος μου. Λες να κατάλαβε κάτι; Προσπάθησα να μην δείχνω ένοχος. “Ρε Γκονζαλεζίδη, το ξέρω ότι είναι ηλεκτρονικό το τσιγάρο σου, αλλά βάλε το λίγο στην άκρη ρε παιδάκι μου τώρα, πέθανε ο άνθρωπος, δεν δείχνει σωστό.”
Τόση ώρα δεν είχε βγει από το στόμα μου. Πήρα μια χορταστική τζούρα και το έβαλα να φορτίζει στο USB του υπολογιστή. Ακους εκεί να μου λέει να σβήσω το τσιγάρο. Ηλεκτρονικό γιου νόου;