Τι να πρωτοσυζητήσω με το Γιάννη Πετρίδη; Ακούω τις εκπομπές του 33 χρόνια. Διάβαζα τo περιοδικό του, έχω αγοράσει πολλούς δίσκους που άκουσα ή μου πρότεινε, είναι ο υπεύθυνος για τον τρόπο που ακούω μουσική, σε μεγάλο βαθμό. Επί σειρά ετών η απογευματινή ώρα, 4-5 ήταν δική του. Όταν σταμάτησε η εκπομπή του, στο κρατικό ραδιόφωνο, μετά από 38 χρόνια, τα απογεύματα δεν ήξερα τι να κάνω. Μουσικός παραγωγός, συλλέκτης, γνώστης, εκδότης του ιστορικού περιοδικού Ποπ & Ροκ από το ’78 έως το ’95 περίπου, συνεργάτης στις εφημερίδες Μεσημβρινή, Ελευθεροτυπία, Βήμα κ.α, μουσικοκριτικός, διευθυντής στο ελληνικό παράρτημα της Virgin, τότε που έβγαιναν συγκλονιστικές κυκλοφορίες ταυτόχρονα με το εξωτερικό, μέλος στο αμερικάνικο Rock ‘n Roll Hall of Fame με δικαίωμα ψήφου, και βασικός υπεύθυνος ξοδέματος αμέτρητου εφηβικού χαρτζηλικίου σε δίσκους και συναυλίες, κάμποσων γενεών. Ο Γιάννης είναι ο δάσκαλος όλων εμάς των μουσικόφιλων, όλων εμάς για τους οποίους, η βελόνα στο πικάπ, από τότε που πρωτοκάθησε επάνω στον αυλάκι του δίσκου, δεν ξανασηκώθηκε ουσιαστικά ποτέ. Κυρίες και κύριοι, για τη συνέχεια κοντά σας, ο Γιάννης Πετρίδης:
-Γιατί η νέα γενιά δεν ακούει ροκ όπως οι γονείς τους;
Η κοινωνία πια έχει διαφοροποιηθεί. Και αυτό δε συνέβη μόνο στην Ελλάδα. Πιστεύω ότι προετοίμασε το έδαφος η γενιά της δεκαετίας ’80-’90, αποδεχτήκαμε πολύ γρήγορα, από τη μία, κάποιοι το έφεραν και σε ένα στυλ κουλτούρας, με όλα αυτά τα χορευτικά κινήματα, το house κλπ, μιλάω για μια μουσική που ήρθε τότε ως μια μεταλλαγμένη ντίσκο. Παράλληλα, πολύ εύκολα ο τύπος και η ιδιωτική τηλεόραση πέρασαν τη διασκέδαση τότε, με τα «ελληνάδικα», θυμάσαι που ένας υπουργός τότε του Πασόκ, τα είχε χαρακτηρίσει πολιτιστικά κέντρα, και μάλιστα σε μια Βαλκανική χώρα, που το έχει στο αίμα της το να ανέβει στα τραπέζια. Φαντάσου, έχει προηγηθεί ο Χατζιδάκις και ο Θεοδωράκης, που μας έχουν σηκώσει, από το τίποτα, που μεταπολεμικά βρισκόταν η Ελλάδα, μια ρημαγμένη χώρα, με τους ποιητές, τον Ελύτη, το Γκάτσο, το Ρίτσο, το Λειβαδίτη, τον Ελευθερίου, τον Παπαδόπουλο και όλους τους άλλους. Ταυτόχρονα, σκέψου, ότι από τη δεκαετία του ’50 έχουμε μουσικές εκρήξεις παγκοσμίως, με το ροκ εν ρολ, στην Ιταλία με την άνθιση του Ιταλικού τραγουδιού, στη Γαλλία, την Αγγλία, και από το ’80 και μετά, με το «λαιφστάιλ», άλλαξαν τα πράγματα. Από τότε έγιναν τα πράγματα επιφανειακά, εικόνα και η μουσική το ίδιο.
Υπήρχε βέβαια ο Μπόουη και άλλοι παλιότεροι, αλλά δεν ήταν αυτοσκοπός του το στάιλινγκ, πάντα υπήρχε και η μουσική. Μετά έγινε το στυλ αυτοσκοπός, πέρασε και στις εκπομπές και έγινε τελικά ξεφτίλα στάιλινγκ. Έχουμε τρία πράγματα που μας πάνε προς τα εκεί: ιδιωτικά κανάλια, ραδιόφωνα και περιοδικά λαϊφστάιλ. Είμασταν σαν την Πομπηία λίγο πριν την καταστροφή, όπου πρέπει να κάνουμε τα πάντα, γιατί και τώρα ζούμε σε ένα άλλο στυλ λαϊφστάιλ, αυτό του διαδικτύου.
-Γιατί δεν ασχολήθηκες με την ελληνική μουσική;
Θα μπορούσα να κάνω και εκπομπές με ελληνική μουσική, αλλά με πρόλαβε ο Γιώργος Παπαστεφάνου, που έκανε τις εκπομπές όπως περίπου φανταζόμουνα να τις κάνω κι εγώ. Υπήρχε τότε και ο Νίκος ο Μαστοράκης, που είχε το στυλ του entertainment deejay, επομένως έπρεπε να κάνω κάτι διαφορετικό, το οποίο ήξερα, γιατί από μικρός ήθελα να γνωρίζω τι κρύβεται πίσω απ’ τα τραγούδια. Από τη δεκαετία του ‘50 μικρός, ακούγοντας το Δεύτερο πρόγραμμα, με παρουσιαστές όπως ο Μίμης Πλέσσας, γύρω στο ’57-’58, εκεί πρωτοάκουσα τον Έλβις, το Μπόμπι Ντάριν, έτυχε να μεγαλώσω στα χρόνια που έβγαινε η καλύτερη μουσική που βγήκε στον περασμένο αιώνα. Άκουγα τον Έλβις και τις Ronettes και λέγαμε τι είναι αυτό; Δεν ξέραμε ούτε για wall of sound ούτε τίποτα, δεν είχαμε καμία πληροφόρηση. Μεγάλωσα, λοιπόν, με όλα αυτά τα ακούσματα του κρατικού ραδιοφώνου, με τα λατινοαμερικάνικα και λοιπά, και γι’αυτό χάρηκα που είδα χρόνια μετά τους ροκ σταρ, το Ντέηβιντ Μπερν και δεκάδες άλλους, να επιστρέφουν σε αυτές τις μουσικές. Η γενιά μου είναι απόλυτα τυχερή, γιατί ζήσαμε τη γέννηση μουσικών ειδών, που δε θα ξανασυμβούν ποτέ. Μέσα μου λοιπόν, έμειναν όλα αυτά τα ακούσματα και σκέψου, όταν άρχισα να κάνω εκπομπές και να παίζω τα τσαρτ, τι υπήρχε εκεί μέσα: οι Ρόλινγκ Στόουνς, ο Σέρτζιο Μέντες και οι Brasil ’66, ο Φρανκ Σινάτρα με την Πέγκυ Λη, οι Μπητλς. Έβλεπα το Ντύλαν στη Μαλακάσα και σκεφτόμουν ότι ανήκω σε μια ευλογημένη γενιά, γιατί ζήσαμε τα σαράντα χρόνια, μιας εποχής, που σε διακόσια χρόνια, θα αναφέρεται, όπως αναφέρεται σήμερα η εποχή του Μότσαρτ και του Μπετόβεν. Όταν φύγει ο Ντύλαν και ο Σπρίνγκστην και κάνα δυο άλλοι, τελειώσαμε. Οπότε, πώς να ακούσει σήμερα ροκ ο πιτσιρικάς; Σήμερα, υπάρχουν μόνο κάνα δυο πραγματάκια καλά, οι Black Keys, o Jack White, ελάχιστα.
-Πως έφτιαξες τη μουσική σου αγωγή;
Ενώ άκουγα το κρατικό ραδιόφωνο, με τα ελληνικά, τα λάτιν, τα ιταλικά, άκουγα παράλληλα και το Radio Caroline, τη Φωνή της Αμερικής, αλλά πήγαινα και στις συναυλίες του Θεοδωράκη και άκουγα το Τραγούδι του νεκρού Αδερφού, πήγαινα και στον Επιτάφιο και στις συναυλίες του στο Κεντρικόν, τότε με τον Καζαντζίδη και λέω, για να μας τον παρουσιάζει ο Μίκης τον Καζαντζίδη, κάτι σημαίνει, και έμπαινα και στο λαϊκό τραγούδι. Και από τη μια ακούγαμε τα ροκ και από την άλλη μου άρεσε και η Μαίρη Λω και η Τζένη Βάνου και η Νάνα Μούσχουρη. Καθώς μεγάλωνα όμως, αφοσιώθηκα περισσότερο στον αμερικάνικο ήχο, γιατί θεωρώ ότι από κει ξεκίνησαν όλα. Μπορεί οι Αμερικάνοι να μην έβγαλαν Μπητλς και Στόουνς και τέτοια συγκροτήματα, ή Λεντ Ζέπελιν, αλλά, τι είναι οι Μπητλς και οι Στόουνς; Όλη η αμερικάνικη κουλτούρα της δεκαετίας του ’30, του ’40 και του ’50. Αλλά και η Αμερική με τη σειρά της είναι οι Ευρωπαίοι που πήγαν εκεί, που μετέφεραν εκεί τα μουσικά τους είδη. Και ακόμα και σήμερα το σημαντικό είναι να τα καταφέρεις στην Αμερική. Η Αντέλ τι είναι, που τα κατάφερε; Η Αμερικάνικη μουσική, όπως και η Amy Winehouse. Από την άλλη είναι άδικο που δεν τα κατάφερε η Dusty Springfield, που ήταν από τις πρώτες που πήγαν εκεί. Εγώ δεν είμαι μουσικός, αλλά ζω μέσα στα τραγούδια, σαν ένας «τρελός» να το πω έτσι, Willy Wonka, που ζει μέσα στη μουσική του. Ό,τι χρήματα έβγαλα από τη δουλειά μου, τα χρησιμοποίησα σε ταξίδια για να δω τις πόλεις που γεννήθηκε η μουσική που αγάπησα, πάω και στα σπίτια των μουσικών απέξω, είχα πάει στη Ντακότα για να δω το μέρος που γεννήθηκε η Πέγκυ Λη, αλλά και εκεί που γυρίστηκαν οι αγαπημένες μου ταινίες, όπως στο μοναστήρι εκείνο που γύρισε ο Χίτσκοκ το Vertigo και πηγαίνω ως ένας μικρός φαν, δε ντρέπομαι να το πω, εδώ ο Ντύλαν είχε πάει να δει το σπίτι του Νηλ Γιανγκ, και καθόταν απέναντι στο πεζοδρόμιο και παρατηρούσε επί μισή ώρα το παράθυρο που είχε γεννηθεί ο μικρός Νηλ Γιανγκ, για να δει τι έβλεπε και έγραψε αυτά τα τραγούδια, δεν είναι συγκλονιστικό; Όπως αντίστοιχα, έρχονται οι ξένοι εδώ, για να δουν που γεννήθηκε ο Σωκράτης και επειδή μου αρέσει πολύ η ιστορία, έχω ταξιδέψει και στην Ευρώπη για να δω που έγιναν μεγάλα ιστορικά γεγονότα, όπως η Ρώμη για παράδειγμα. Βέβαια, θα μου πει κάποιος, τι μας λέει, ότι το ίδιο είναι ο Σωκράτης με το Λένον; Όχι βέβαια, αλλά στο μέλλον, δεν ξέρεις πόσο θα θεωρηθεί ότι επηρέασε και αυτός τη διαμόρφωση μιας κουλτούρας. Από την άλλη, εδώ βλέπεις, ότι δε διασώζεται σχεδόν τίποτα. Δεν υπάρχει ένα μουσείο, κάτι να διασώζει τον πλούτο και την ιστορία της ελληνικής μουσικής. Στην Αμερική σώζεται το σπίτι που μεγάλωσε ο Έλβις, εδώ σώζεται άραγε το σπίτι του Τσιτσάνη στα Τρίκαλα; Ή του Χατζιδάκι, του Βαμβακάρη, του Κουν;
-Γιατί με τόσα που γίνονται κοινωνικά, δεν έχουμε τραγούδια αιχμής από νέους δημιουργούς;
Τι προβολή έχει σήμερα ένας τραγουδοποιός, όταν προβάλλονται τα μέτρια και τα επιφανειακά; Πώς να γράψει τραγούδια διαμαρτυρίας, για παράδειγμα; Από την άλλη, μια γενιά μπορεί να εκφραστεί και στα αγγλικά, βεβαίως, πάντα υπήρχε αυτό και με πολύ καλά ονόματα, από τους Last Drive και τους Raining Pleasure και τους Socrates. Δε μπορεί όμως μια χώρα σαν την Ελλάδα, με τόσο δυνατή δική της κουλτούρα, να μετατραπεί ξαφνικά η μουσική πρόταση με αγγλικό στίχο σε κίνημα σοβαρό. Αυτό γίνεται μόνο σε χώρες που δεν έχουν κουλτούρα δυνατή σαν την ελληνική. Δε μπορώ να δεχτώ ότι δε μπορεί κάποιος να εκφραστεί στα ελληνικά σωστά, όπως ακούω. Γιατί τα κατάφερε ο Σαββόπουλος, ο Αγγελάκας με τις Τρύπες, ο Δεληβοριάς, ο Φάμελλος, ο Αλκίνοος Ιωαννίδης, οι Κατσιμιχαίοι και τόσοι άλλοι, μπορεί ο αγγλικός στίχος να περάσει ευρύτερα; Αυτό είναι για διακόσια άτομα που θα πάνε στα κλαμπάκια της Αθήνας, και μέχρι εκεί. Από την άλλη όμως, υπάρχουν κι εκεί σπουδαία ταλέντα, που όμως θα πρέπει να αποφασίσουν, ότι αν θέλουν καριέρα διεθνή σαν το Βαγγέλη Παπαθανασίου, θα πρέπει να φύγουν έξω. Αυτό που αποδέχομαι είναι σε μια μουσική φόρμα, που έχει διαμορφωθεί τώρα, ηλεκτρονικής μουσικής, όπως οι Keep Shelly in Athens, ο Leon και ένα δυο άλλοι, να μπορέσουν να βγουν έξω-που ήδη το κάνουν-και να γίνουν αποδεκτοί. Αλλά και πάλι, πρέπει να έχει κάποιος πολύ μεγάλες επιτυχίες για να πει ότι κάνω καριέρα και βγάζω χρήματα από το downloading. Ακόμα και ο Ντέμης Ρούσος με το Βαγγέλη, έφυγαν έξω, μένανε για μήνες, όπως μου έχει πει ο Βαγγέλης, το ’68, με ελιές και ψωμί, και βγήκε τότε το Rain & Tears και έπαιξαν το τραγούδι οι σταθμοί σε συνδυασμό και με τα γεγονότα, πήρανε την ώθηση, αλλά είδες και τι σπουδαίοι ήταν και πως ακόμη και σήμερα το άλμπουμ τους 666, θεωρείται στην Αγγλία από τα σημαντικότερα στο progressive rock.
-Πως και δεν παρασύρθηκες ποτέ από την υπερβολή του ροκ τρόπου ζωής;
Μεγάλωσα σε συντηρητικό περιβάλλον, η οικογένειά μου μας έβαλε όρια και γι’ αυτό δεν θέλησα ποτέ να τα υπερβώ και δεν παρασύρθηκα από έναν υποτιθέμενο ροκ τρόπο ζωής, όπως πολλοί τον εννοούν. Τα τελευταία χρόνια ακούω πολιτικούς να μιλάνε για το ροκ και πόσο ροκ τύποι είναι μάλιστα. Ο ορισμός σκληρό ροκ έχει γίνει πολιτικό σλόγκαν, αν είναι δυνατόν! Ή κάτι τύπους που λένε στις εκπομπές ότι είναι ροκ, με κάτι μπλουζάκια των Ramones! Όλα λαϊφστάιλ!
– Θα έλεγες ότι είσαι ροκ και τι σημαίνει αυτό τελικά;
Εγώ δεν έκανα τα ακραία πράγματα της ροκ ζωής, αλλά μια απόσταση από το κατεστημένο την είχα, μια στάση ζωής που είχα, πιστεύω ότι είναι ροκ. Δε θέλω να το εξηγήσω περισσότερο, όσοι με γνωρίζουν ξέρουν τι εννοώ, δεν πήγα ποτέ να προσκολληθώ κάπου, δεν απέκτησα κάτι επειδή έγλειψα κάποιους, κράτησα μία απόσταση και για μένα αυτό είναι ροκ διάθεση. Πάντως να λένε οι πολικοί ότι είναι ροκ, αυτό είναι ό,τι πιο γελοίο έχω ακούσει. Η μουσική από την άλλη είναι κάτι το μοναχικό για μένα, από μικρός είχα την τάση να απομονώνομαι, ήθελα να αφιερώνομαι στα τραγούδια, δεν ήμουνα βέβαια απόλυτα μόνος, αλλά θα πρέπει να έχει κανείς μια κοπέλα, σύντροφο που να τον ανέχεται, να τον καταλαβαίνει, δε μπορείς άλλωστε, να τα χαρείς και μόνος σου. Εγώ είχα την τύχη να μεγαλώσω με έναν πολύ καλό μου φίλο, ο οποίος έχει την οικογένειά του, αλλά δέσαμε από πολύ παλιά, γιατί συνέχεια έχουμε διαφωνίες, σαν δυο τρελοί επιστήμονες που συνέχεια διαφωνούν, στο τέλος καταλήγουν κάπου και παρ’ όλο που έχουμε σταματήσει τις εκπομπές και δεν είναι πια μαζί μου στις καινούριες, δεν υπάρχει μέρα που να μη μιλήσουμε ώρα στο τηλέφωνο για τους νέους δίσκους, για ό,τι νέο έχει γίνει, για όλα. Ο Κώστας Ζουγρής ήταν αυτός που μοιραζόμουν και ακόμα μοιράζομαι τις σκέψεις μου, παρ’ όλο που δεν αποδέχομαι πάντα όλες τις τρελές ιδέες που έχει. Αλλά κάποιες έχουν παίξει όμως μεγάλο ρόλο στην εκπομπή. Συνδιαμορφώναμε, λοιπόν, τη θεματολογία και φαντασιωνόμασταν ότι ήμασταν κάτι σαν το Λένον/Μακάρτνεϊ ή το Τζάγκερ με το Ρίτσαρντς! (γέλια). Ή ο Μπρους με το σαξοφωνίστα του.
-Πως τα προλαβαίνεις και τα ακούς όλα;
Ακούω μουσική όλη την ημέρα, βέβαια είμαι και μιας κάποιας ηλικίας. Σκέψου ότι άκουγα τη μουσική μεγαλώνοντας, καθώς εξελισσόταν. Και σιγά σιγά άρχισα να ψάχνω το παρελθόν και εκεί ανακάλυψα τη μουσική του ’30, του ’40, του ’20, αλλά τα τελευταία χρόνια δε βγαίνουν πολλοί καλοί δίσκοι οπότε έχει καταλαγιάσει, ας πούμε, η τροφοδοσία της δισκοθήκης μου.
-Μπορεί ένας κριτικός να αντιληφθεί άμεσα τη σπουδαιότητα ενός δίσκου;.
Για να γράψεις κριτική πρέπει να έχεις πολύ μεγάλο εύρος μουσικής γνώσης, για να δεις από πού εμπνέονται όλα αυτά, πρέπει να παρακολουθείς κινηματογράφο, θέατρο, να παρακολουθείς τις εξελίξεις, τι έρχεται, τι συμβαίνει στα πράγματα, να είσαι πληροφορημένος απόλυτα τι συμβαίνει, τριγύρω σου τι γίνεται, τι τρέχει αυτή τη στιγμή στον πλανήτη. Νομίζω λοιπόν ότι ένας τέτοιος κριτικός και όχι ένας πουπερνάει το χρόνο του πίνοντας από δω κι από κει στα διάφορα μπαρ, μπορεί να αντιληφθεί με το πρώτο άκουσμα τη σπουδαιότητα ενός δίσκου.
Εγώ δεν ήμουν λεξιπλάστης, λέω την άποψή μου ψυχρά, αλλά συνεχώς ψάχνω σε βιβλία, τι είναι ας πούμε, αυτό το όνομα που αναφέρει ο Morrissey σε αυτό το τραγούδι, από παλιά το έκανα και σε μια εποχή που δεν είχες όλα αυτά τα κανάλια πληροφόρησης που έχεις σήμερα.
-Να μιλήσουμε για το Ποπ & Ροκ;
Το Ποπ & Ροκ (πρωτοβγήκε το 1978) μαζί με την εκπομπή τότε, ήταν οι δύο βασικοί πυλώνες της μουσικής πληροφόρησης στην Ελλάδα. Η χρυσή του εποχή ήταν μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’80. Έπαιξε ρόλο και η μουσική εξέλιξη, καθώς κάπου εκεί τελειώνει η σπουδαία εποχή της ροκ μουσικής, με μια αναλαμπή με το γκραντζ λίγο μετά. Δε σημαίνει ότι το ροκ έχει εξαφανιστεί τώρα, υπήρξαν κατόπιν και οι Radiohead και οι White Stripes, αλλά οι καθαρές πηγές του ροκ τελειώνουν εκεί, με Pixies, Pearl Jam και όλα αυτά, δεν έχω συναντήσει έκτοτε άλλο κίνημα στο ροκ. Με κάποιο τρόπο, που δεν τον είχαμε καταλάβει λοιπόν τότε, με την ποπ που είχε έρθει και την αλλαγή που συνέβαινε, εμένα τον Κώστα το Ζουγρή και το Βάσο Τσιμιδόπουλο που βγάζαμε το περιοδικό, μας επηρέασε και βάλαμε, λοιπόν, εξώφυλλο τη Μαντόνα. Μόλις βάλαμε εξώφυλλο τη Μαντόνα, είχαμε τη μεγαλύτερη πτώση πωλήσεων στην ιστορία του περιοδικού. Χάσαμε κάπως την προσωπικότητά μας. Αλλά ήταν και η αλλαγή που οι παλιότεροι ροκάδες δε μπορούσαν να αποδεχθούν. Θα μπορούσε να δεχτεί ένας που άκουγε Jethro Tull, τους Massive Attack για παράδειγμα; Άσχετα αν τους αποδεχθήκαμε εμείς.
-Στη στήλη αλληλογραφίας του περιοδικού, παρατηρείται το φαινόμενο, οι αναγνώστες που θίγονταν οι αγαπημένοι τους καλλιτέχνες από τις γνώμες των συντακτών, συχνά να τους βρίζουν σκαιότατα και όχι μόνο δημοσιεύονταν οι επιστολές τους αυτούσιες, όχι μόνο δεν έκαναν μήνυση οι συντάκτες, αλλά πολλές φορές δεν απαντούσαν καν. Πως συνέβαινε αυτό;
Είχαμε πει στους συντάκτες, κοιτάξτε, πρέπει να δώσουμε ελευθερία στα παιδιά, στους αναγνώστες να εκφραστούν ελεύθερα. Υπήρχε βέβαια και ένας ρομαντισμός σε όλες αυτές τις διαμάχες με τις μουσικές φυλές που συνέβαιναν τότε, με τους πανκ, τους ροκάδες, τους μεταλάδες, τους νιου γουέηβ, τους ντισκόβιους και τα λοιπά. Όπως και οι συντάκτες έγραφαν ελεύθερα ό,τι ήθελαν, σύμφωνα με το μουσικό τους γούστο. Σε άλλα περιοδικά δε γινόταν αυτό, υπήρχε γραμμή. Κάθε συντάκτης είχε το γούστο του, τι κάναμε λοιπόν; Καθόμασταν με τον Κώστα, ερχόντουσαν οι δίσκοι από τις εταιρείες και λέγαμε αυτά, επί παραδείγματι, είναι περισσότερο για τον τάδε, αυτά για τον άλλον, τα χέβι μέταλ ας πούμε τα δίναμε στο Στάθη Παναγιωτόπουλο. Όμως μερικές φορές, για να κανιβαλίσουμε λίγο την υπόθεση, τους δίναμε και από αυτά που δεν τους άρεσαν, επί τούτου (γέλια). Δίναμε ας πούμε στον Κωνσταντέα, που ήταν του παλιού ροκ, το δίσκο των Magazine, που δεν ήταν τελείως πανκ ας πούμε και λέγαμε, για να δούμε τι θα γράψει για τους Magazine; Αυτά δεν ξαναγίνονται. Ή στον Κοντογούρη ας πούμε, ήμουν τυχερός που είχα τόσο σπουδαίους συντάκτες, σαν τον Πητ Κωνσταντέα, το Νίκο Κοντογούρη που έκανε τόσους πολλούς να αγαπήσουν τόσα συγκροτήματα, το Γιάννη Μαλαθρώνα, το Θανάση Μάνθο, το Γιώργο Μονεμβασίτη, ή το Μάκη Μηλάτο, τον ξάδερφο του γνωστού Μηλάτου. Τέλειωσαν αυτά με τη δεκαετία του ‘80, όλα τελειώνουν άλλωστε. Κρατούσαμε μια ισορροπία και στο περιοδικό και στην εκπομπή, έβαζα ας πούμε Blue Oyster Cult, αλλά μετά έπαιζα και τους Tuxedo Moon.
-Η εκπομπή κράτησε 38 χρόνια, πες μας για αυτή την πορεία:
Πάντα άκουγα από τα Νο 1, μέχρι τα πιο πρωτοποριακά και έτσι έκανα και στο πρόγραμμα. Δίπλα στο πολύ εμπορικό, προσπαθούσα να περνάω και τα καινούρια πράγματα. Στην ΕΡΤ δεν είχα καμία παρέμβαση, παρά μόνο, στην πρώτη εποχή του Πασόκ. Όταν βγήκε το Πασόκ το ’81, μέσα στο τότε κύμα του αντιαμερικανισμού που υπήρχε, είχε βγει ο εκπρόσωπος του Πασόκ τότε, ο Μαρούδας, και είχε πει, «δε θα αφήσουμε τους δορυφόρους να μολύνουν τον ελληνικό γαλάζιο ουρανό». Η άποψη αυτή αμέσως περνάει και στην ΕΡΤ. Έρχεται ο διευθυντής τότε του Πρώτου προγράμματος και μου λέει, «Γιάννη, πιέζομαι πάρα πολύ, μου λένε να σου κόψω την εκπομπή, αλλά εγώ επειδή σε εκτιμώ, προτείνω κάτι άλλο, θα πρέπει να σταματήσεις να βάζεις καινούρια τραγούδια, θα σε κάνω μέρα παρά μέρα για λίγο, να ηρεμήσει η κατάσταση». Και έτσι έγινε η εκπομπή μέρα παρά μέρα με τον ίδιο τίτλο. «Και να μη βάζεις αμερικάνικα»! Να ακούς αυτά από κάποιους του Πασόκ, που είδαμε στη συνέχεια τι έγινε! Λέμε με τον Κώστα λοιπόν, τι να κάνουμε, να φύγουμε; πρέπει να βρούμε έναν τρόπο να το ξεπεράσουμε. Και ξεκινήσαμε να βάζουμε Δευτέρα γαλλικά, Τετάρτη ιταλικά και Παρασκευή κάποια καινούρια, καλυμμένα κάπως. Μετά από ένα διάστημα, έρχεται διευθυντής ραδιοφωνίας αυτός που λέγεται Ιάκωβος Καμπανέλλης, που είναι ένας από τους πυλώνες του πολιτισμού στην Ελλάδα. Περνάει μια μέρα από το στούντιο του Πρώτου προγράμματος να μας γνωρίσει, του λέω χαίρομαι πολύ που σας γνωρίζω και τα λοιπά, αριστερός αυτός τώρα έτσι, πρόσεξε, μου λέει λοιπόν, «κάποιος μου είπε ότι η εκπομπή ήταν καθημερινή και τώρα έχει γίνει μέρα παρά μέρα;», ναι του απαντάω, γιατί ξέρετε μας είπαν να μην παίζουμε πολλά αμερικάνικα και παρόμοια τέτοια. Αυτός δε μου λέει τίποτα και φεύγει αμέσως, ωχ λέμε εμείς, τώρα πάει να μας την κόψει τελείως την εκπομπή. Την άλλη μέρα μας παίρνει η γραμματέας του και μας λέει σας θέλει ο κύριος Καμπανέλλης, τώρα λέω του Κώστα θα μας στραγγαλίσει, τελειώσαμε, πάμε λοιπόν στο γραφείο του και μας λέει «είναι απαράδεκτο αυτό που έγινε. Μπορείτε να ξεκινήσετε κάθε μέρα από σήμερα; Και να παίζετε όχι μόνο αμερικάνικα αλλά ό,τι θέλετε». Και έτσι ξανάγινε η εκπομπή κάθε μέρα. Έτσι λοιπόν, όπως ξεκίνησε η εκπομπή από το Χατζιδάκι, που τον γνωρίσαμε μέσω του Μάκη Ροζάκη των Charms, ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, ο κορυφαίος για μένα Έλληνας στιχουργός, που ήταν αυτός που με έβαλε στη δημοσιογραφία, αρχές δεκαετίας του ’70, αυτός με έστειλε στον Πασαλάρη στα Επίκαιρα και μου έδωσε στήλη στο περιοδικό και ο Καμπανέλλης που με βοήθησε με την εκπομπή και την επανέφερε στην καθημερινή της βάση. Και θα σου πω τώρα κάτι που μου είχε πει ο Θεοδωράκης, σε μια συνέντευξη που μας είχε δώσει. Όπως καταλαβαίνεις για μένα ο Θεοδωράκης είναι κάτι το άπιαστο. «Λυπάμαι που δεν υπήρξε ένας σαν τον Γιάννη Πετρίδη στο ελληνικό τραγούδι, για να κάνει τη σωστή προβολή του ελληνικού τραγουδιού, όπως το έκανε ο Γιάννης στο ξένο».
-Ποιες είναι οι προσωπικότητες που σε γοήτευσαν, οι δίσκοι και τα τραγούδια της ζωής σου;
Οι σημαντικότεροι που έχω γνωρίσει είναι ο Χατζιδάκις και ο Θεοδωράκης. Για μένα η στιγμή που είχε έρθει για δυο ώρες ο Θεοδωράκης στην Ερτ και κάθισε μαζί μας τέσσερις ώρες, επειδή το χάρηκε, είναι από τις σημαντικότερες που έχω ζήσει. Ο Πήτερ Γκάμπριελ μου άρεσε πολύ, ο Ντέηβιντ Μπερν που είχαμε περάσει μια ολόκληρη μέρα μαζί κα του έβαλα να ακούσει τραγούδια και είχε τρελαθεί με την Άπονη Ζωή και το Μπιθικώτση καθώς και για λίγο που γνώρισα τον Πολ Μακάρτνεη, καθώς και τον Κηθ Ρίτσαρντς, που είχα να τον δω από τη συναυλία τους εδώ το ’67 και μιλήσαμε αρκετά. Οι άνθρωποι αυτοί είναι τέρατα, ο Τζάγκερ κανονίζει τα πάντα και ο Κηθ είναι η σιγανοπαπαδιά, αλλά ο Μικ είναι ο ιθύνων νους του γκρουπ. Και αυτά που λέει για το Μικ ο Κηθ στο βιβλίο του, μόνο αυτός μπορεί να τα πει για το Μικ, κανένας άλλος.
Αν διάλεγα τους δίσκους της ζωής μου, θα διάλεγα το Μεγάλο Ερωτικό του Μάνου, το Sergeant Pepper των Μπητλς, όπως και το Λευκό τους άλμπουμ, θα ξεχώριζα το Songbook της Ella Fitzgerald που τραγουδάει Cole Porter, θα έβαζα το Remain in Light των Talking Heads, το Ι των Λεντ Ζέπελιν, επίσης το Beggar’s Banquet των Στόουνς, αλλά θα έβαζα τραγούδια πιο πολλά, έχουμε περάσει πάλι στην εποχή του τραγουδιού. Θα διάλεγα το Nature Boy του Nat King Cole, αλλά και του Bobby Darin, το Your Song του Έλτον Τζον, σου λέω τώρα τραγούδια που έχουν παίξει ρόλο και στη ζωή μου, θα έβαζα το Psycho Killer των Talking Heads, το Like a rolling Stone του Ντύλαν, από Stones ποιο να πρωτοβάλω, θα βάλω μάλλον το Paint it black, σήμερα λέω αυτά, αύριο μπορεί να σου έλεγα κι άλλα.
Συζητάμε σε ένα κουζινάκι, όνειρο για μένα, εφιάλτης για κάθε άλλον: ένα κουζινάκι με ντάνες από δίσκους και βιβλία. Ο Γιάννης είναι από τους τελευταίους αφοσιωμένους, όπως ήταν ο Γιάννης Διακογιάννης, ο αθλητικός δημοσιογράφος, ο Κάρολος Κουν στο θέατρο και τόσοι άλλοι, που άνοιξαν δρόμους εκεί που δεν υπήρχαν παρά χέρσα χωράφια και αγριόχορτα. Από εκείνους που έσκαψαν κυριολεκτικά πάνω στο τίποτα και κατόρθωσαν να διαδώσουν παιδεία, καλλιέργεια, ανοιχτούς ορίζοντες. Είναι από τους ανθρώπους που έφτιαξαν την παράπλευρη μόρφωσή μας, πέρα από τα λογής επίσημα σχολεία.
Αγαπητοί ακροατές και αγαπητές ακροάτριες, κοντά σας ήταν ο Γιάννης Πετρίδης. Συνεργάτης του στην εκπομπή ο Νίκος Ορφανός. Καλό σας απόγευμα.
Υ.Γ.: Ο Γιάννης Πετρίδης κάνει καθημερινά εκπομπές, 6-8 το απόγευμα στον Vima Fm 99,5. Παράλληλα μπορείτε να ενημερώνεστε από αυτόν από το λογαριασμό της εκπομπής στο twitter: @Apotis4stis5 καθώς και από τη σελίδα του στο Facebook: Giannis Petridis (Γιάννης Πετρίδης)