Ή Άννα έζησε την ζωή της σαν τα βιβλία που τόσο αγάπησε. Έβαζε στο CD ένα άδειο, καινούργιο, άγραφο CD και απαιτούσε να κάνουμε ησυχία μέχρι να τελειώσει. Χανόσουν στις ματάρες της και το δεχόσουν, σαν beat ηλεκτρονικής μουσικής, σαν τις συμβουλές που δίνουν από τον καναπέ οι ποδοσφαιρόφιλοι στις ομάδες τους, σαν κελαηδίσματα γλάρων που χάνονται κάπου στο Αιγαίο.
Ήταν ένα Σάββατο σαν όλα τα άλλα όταν δονήθηκε το κινητό της. Μακράν το πιο ευχάριστο ξύπνημα και άξιζε το χιλιάρικο το αδιάβροχο κινητό. Αφού το άφησε να χτυπάει για αρκετή ώρα και ολοκλήρωσε την μαλακία της, το έβγαλε να το σκουπίσει, σηκώθηκε χαμογελαστή να δει και τα μηνύματά της.
“Φλετουρώ.”
Αυτό έλεγε το μήνυμα από έναν φίλο της.
-Τι λες ρε Μανώλη; απαντάει η Άννα. Περιμένει, περιμένει, πάει για κατούρημα. Τελικά η απάντηση:
“Μου ζήτησε ένας κοινός μας φίλος να πως έναν καλό λόγο εκ μέρους του για να τον συμπαθήσεις.”
-Φλετουρώ;
“Ναι, ωραία λέξη δεν είναι; Σημαίνει αρχίζω να κουνάω τις φτερούγες μου.”
Πανέξυπνο. Σαν να ζητήσεις φακές με ψιλοκομμένο μήλο και να το πεις “φακ μι”, το πιάσαμε το υπονοούμενο. Άλλος ένας άντρας ερωτευμένος με τις ματάρες της Άννας. Όλες οι γυναίκες που λέγονται “Άννα” έχουν υπέροχα μάτια. Ακόμα και οι γεματούλες ή οι θεόχοντρες, γιατί βέβαια πολλές γυναίκες που λέγονται “Άννα” είναι υπέρβαρες. Μην με παρεξηγείτε, δεν πετάω έτσι εύκολα γενικεύσεις αλλά ισχύει. Και όλες οι κοπέλες που λέγονται Ιωάννα βρίσκουν φριχτό θάνατο. Σε φωτιά. Μετά από μάχη. Στην Λωραίνη.
Τα ξέρω εγώ αυτά, αλλιώς δεν θα γινόμουν ξακουστός συγγραφέας. Ξέρω ότι μερικοί με θεωρείτε σκληρό ή αγενή ή χοντροκομμένο. Δεν έχετε δίκιο. Όταν περνάω από δέντρα, πάω κοντά τους και εκπνέω δυνατά να τζουράρουν έξτρα διοξείδιο να φτιάχνονται. Είμαι ευαίσθητος εγώ. Αν βγω ραντεβού και περπατάμε σε καμιά σκοτεινή γειτονιά πάντα ανάβω τα λαμπάκια στα αθλητικά μου. Έτσι και ο φίλος του Μανώλη, την έριξε την Αννούλα και βγήκαν για ποτό. Γυρνώντας προς το αμάξι, μια χοντρή κατσαρίδα φάνηκε μπροστά τους.
“Ξέρεις Άννα, αν γίνει πυρηνική καταστροφή και πεθάνουμε όλοι, οι κατσαρίδες θα επιβιώσουν.”
Χαμογέλασε και τον κοίταξε με τις ματάρες της. Έχωσε το τακούνι της γόβας ακριβώς στη μέση και η κατσαρίδα έγινε δύο κομμάτια.
-Αυτή πάντως όχι.
Αν ήταν έξυπνος ο φίλος του Μανώλη θα το έπιανε το υπονοούμενο. Δεν είσαι ο Wall-E να έχεις φίλη μια κατσαρίδα. Και όταν δεις τέτοια κίνηση Νίντζα μαζί με ατάκα, έχεις μπλέξει με σούπερ ήρωα από νέα σειρά του NetFlix μάλλον. Οι κατσαρίδες μπορούν να ζήσουν καιρό χωρίς κεφάλι. Έτσι και πολλοί παντρεμένοι. Έτσι και ο Μανώλης.
.
O Αλέκος Γκονζαλεζίδης είναι ΜεξικανοΠόντιος συγγραφέας, φιλόσοφος και του αρέσουν οι φακές. Με μήλο.