Φωτογραφίες: Κώστας Πήττας
Κείμενο: Αλέξης Χαλκίδης
“Άκου φασαρία τα τζιτζίκια!» Καλοκαίρι στη βεράντα. «Άλλη δουλειά δεν έχουνε; Ζωή κι αυτή, να τρίβεσαι όλη μέρα μ’αυτόν τον εκνευριστικό θόρυβο. Το ξέρεις ότι από τη συχνότητα μπορείς να υπολογίσεις τη θερμοκρασία; Δε θυμάμαι τώρα τον τύπο αλλά νομίζω…»
«Άκου τους ανθρώπους πως τιτιβίζουν!» Δυο δέντρα δίπλα στο σπίτι θροίζουν στο ανεπαίσθητο αεράκι. «Μέχρι το τέλος του καλοκαιριού αυτή η δουλειά, άντε να βάλουν και την τηλεόραση…»
«Άκου τα δέντρα σούσουρο!» Τα κύματα πιάσανε κουβέντα καθώς έτυχε να φουσκώσουνε μαζί λίγο πριν την παραλία. «Πάλι κουτσομπολεύουν τα γέρο πεύκα.»
«Άκου τη θάλασσα!» Στην ήσυχη βραδιά η μια βουνοκορφή δε χρειαζόταν να φωνάξει στην άλλη. «Σαν τις κοτρόνες στη σάρα σου κάνει.»
«Άκου τη γη!» Το φεγγάρι μόλις που πρόλαβε το δορυφόρο του, για να του πει μια κουβέντα πριν χαθεί από την άλλη πλευρά. Έμεινε πάλι μόνο, μέσα στη βοή του διαστήματος, την αβάσταχτη ησυχία της μοναξιάς.
Εκεί κάτω μακριά, στη γαλαζοπράσινη μπάλα ο τζίτζικας είχε σταματήσει. «Γεια σου.»
«Ωραία τραγουδάς.»
«Εσύ είσαι ωραία.»
«Έλα μωρέ! Εσύ τραγουδάς κι όποια βρεις.»
«Για σένα τραγουδάω.»
«Για μένα μόνο;»
«Για σένα και για το φεγγάρι.»
«Το φεγγάρι; Τρελός είσαι; Που να σ’ακούσει το φεγγάρι;”
Ασημίζει το δέρμα σου, τα φύλλα των δέντρων, τα κύματα.
Ασημίζει το φεγγάρι στα δυο τζιτζίκια που κάνουν έρωτα.
Για τους ματάκηδες του Σύμπαντος.