– Θα μου πεις μια ιστορία;
Ζωγράφιζα με την άκρη του δαχτύλου μου τα χείλη της και ένιωθα κάθε της ανάσα σαν να ήταν δική μου. Έγνεψα το κεφάλι.
– Ναι.
– Μπορεί να είναι μια ιστορία αγάπης;
– Ναι.
– Θα είναι μια λυπημένη ιστορία;
– Θα είναι η ιστορία μας.
Τα σεντόνια τσαλακωμένα και ιδρωμένα, και εγώ και εσύ είμαστε δύο αθάνατοι θνητοί που θα ζούμε για πάντα, αρκεί το πάντα αυτό να είναι και μαζί.
Μπερδεύονται οι χρόνοι στο μυαλό μου – άλλες στιγμές είσαι το παρόν μου και σε πιάνω απ’ τους ώμους και σε φέρνω σιγά-σιγά προς το μέρος μου. Άλλες πάλι είσαι το παρελθόν, και σε ένιωθα καθώς το σώμα σου γλιστρούσε και αναπαύονταν επάνω στο δικό μου. Και κάποιες λίγες στιγμές, πολύτιμες για μένα στιγμές, είσαι το μέλλον μου και θα σ’ ακούω να παίρνεις ανάσα πάνω από τα χείλη τα δικά μου, καθώς θα με κοιτάς στα μάτια και θα μου λες πως θα μ’ αγαπάς για πάντα.
Και σε τινάζω παιχνιδιάρικα με τους γοφούς μου, πετάγεσαι στον αέρα σαν να είσαι και πάλι αθώο παιδί και εγώ να σε πιάνω. Και σε γέρνω πάνω από την άκρη του κρεβατιού, υπέροχη, γυμνόστηθη, όλο γυναίκα. Κάνω να σ’ αφήσω και ενστικτωδώς σφίγγεις το σώμα σου. Και εγώ χαμογελάω.
– Κοίτα με στα μάτια, σου ζητώ και με λίγο φόβο, λίγο τρόμο, λίγο έρωτα, λίγο χαρά το βλέμμα σου βρίσκει το δικό μου. Πιστεύεις ότι θα σ’ αφήσω να πέσεις;
Αφήνω τα χέρια μου ξανά, για μισό του μισού του δευτερολέπτου, και νιώθω πάλι τον τρόμο να σε διαπερνά. Σε κρατώ πιο σφιχτά αυτή την φορά και τα μάτια μας συναντιούνται.
– Δεν θα πέσεις. Σε κοιτάζω με όλη την δύναμη και την σιγουριά της ψυχής μου. Δεν θα πέσεις. Δεν θα αφήσω να γίνει αυτό ποτέ.
Δεν μου μιλάς και μονάχα κοιτάς, μα τα μάτια σου μου λένε τα πάντα.
Για άλλο μισό του μισού νιώθω μέσα από το σώμα σου όλο τον φόβο και την αμφιβολία και το σκοτάδι.
Και μετά αφήνεσαι.
Αφήνεσαι στα χέρια μου, σώμα και ψυχή, και τα μάτια σου κλείνουν και ξεφυσάς με ανακούφιση γιατί νιώθεις να τεντώνονται τα μπράτσα μου και πλέον, ξέρεις.
Ξέρεις οτι δεν σ’ αφήνω να πέσεις.
Αρχίζεις και γελάς – ολόκληρη και υπέροχη γυναίκα μα το γέλιο σου είναι σαν γέλιο μικρού παιδιού. Σηκώνεις τα χέρια ψηλά στον αέρα. Δεν με κρατάς, σε κρατώ. Δεν είσαι εδώ. Πετάς. Πετάς και γελάς και εγώ τολμώ να καταγράφω την στιγμή. Μία στιγμή όπου ένιωσα αθάνατος, μια στιγμή που ένιωσα να χαϊδεύω απαλά τα νερά από το ποτάμι της αιωνιότητας. Στα χέρια μου σώμα εγώ δεν κρατούσα, κρατούσα μια ελεύθερη, ανάλαφρη ψυχή. Την ψυχή σου.
Την ψυχή μου.
Πέρασαν αιώνες και εγώ άκουγα ακόμη αυτό το γέλιο, αυτό που ξεκίνησε βαθιά μέσα σου και ξέφυγε σαν ένα πολύχρωμο πυροτέχνημα που έσκασε και φώτισε την ασπρόμαυρη ζωή μου.
Ζωή μου.
Σε τραβάω προς το κρεβάτι, και πέφτεις μέσα στην αγκαλιά μου. Στήθος με στήθος ξαπλώνουμε και τα σώματα μας σμίγουν. Και γελάμε. Γελάμε και δεν μας νοιάζει τίποτα άλλο σε αυτή την παλιοζωή. Τι την χρειάζεσαι την ζωή όταν γεύτηκες το άπειρο; Τι να φοβηθείς απ’ τον θάνατο όταν ένιωσες δύο ψυχές να ενώνονται σαν ένα; Έστω για μία στιγμή…μία στιγμή που κράτησε αιώνες.
Παίρνω μια βαθιά ανάσα, το πρόσωπο μου θαμμένο μέσα στα μαλλιά σου, μπας και με κάθε ανάσα μου καταφέρω και σε βάλω πιο βαθιά στο Είναι μου. Μεθώ από το άρωμα σου και το βλέμμα μου θολώνει. Πλέον είμαστε μακριά, είμαστε αλλού. Είμαστε δύο σπίθες από αστερόσκονη και χορεύουμε στο σύμπαν ζωγραφίζοντας παράλληλους κύκλους ξανά και ξανά και ξανά. Είμαστε μια στιγμή που στριφογυρίζει και σπινθηρίζει και βάζει φωτιά σε κάθε τι που αγγίζει.
Έτσι είναι μάτια μου όταν ενώνονται οι ψυχές. Το κρεβάτι γίνεται καράβι και εμείς ναύτες σε ένα όνειρο με το άγνωστο ο μόνος μας προορισμός.
Με κρατάς πιο σφιχτά, το νιώθω ότι φοβάσαι πάλι.
Φοβάσαι μην χαθώ.
Το φιλί σου στο στήθος μου είναι αδύναμο. Φοβάσαι τόσο να με χάσεις που πλέον εσύ η ίδια έχεις αρχίσει και χάνεσαι.
– Θα με αγαπάς για πάντα;
Την απάντηση την είχα έτοιμη μια αιωνιότητα και μια στιγμή.
– Για όλη μας τη ζωή.