επιμέλεια/συνέντευξη: Άννα Μουσογιάννη
Πρόσφατα στις Εκδόσεις Μίνωας γιόρτασαν την υπογραφή του συμβολαίου για το νέο βιβλίο της Δέσποινας Χατζή που θα κυκλοφορήσει την Άνοιξη του 2017 και εγώ δράττομαι της ευκαιρίας για μια σύντομη συνέντευξη/συζήτηση μαζί της.
Τι είναι αυτό που οδήγησε τη Δέσποινα Χατζή να ξεκινήσει τη συγγραφή;
Έχω την αίσθηση ότι για ν’ ασχοληθεί κανείς με τη συγγραφή, έχει αφ’ ενός μεν, μια σχέση πάθους με τη λογοτεχνία και αφ’ ετέρου μια έντονη ανάγκη να εκφράσει τις προσωπικές του εντυπώσεις . Φυσικά, αυτή η ανάγκη της έκφρασης διαφοροποιείται σε λεπτότερες αποχρώσεις ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία του καθενός. Κατ’ αυτή την έννοια τη συγγραφή τη νιώθω σαν ένα υποκατάστατο αρμονικής συμβίωσης ανάμεσα σε μένα και σε μια κοινωνία που με θλίβει βαθύτατα.
Υπάρχουν στη σκέψη σας κάποιες ιστορίες που θα θέλατε διακαώς να τις γράψετε; Έχετε ξεκινήσει κάποια άλλη ιστορία; Μετά από τα βιβλία που έχετε γράψει ποιό λογοτεχνικό είδος θα λέγατε ότι αγαπάτε περισσότερο;
Όσο αφορά τις ιστορίες, ναι, υπάρχουν κάποιες που θα ήθελα πολύ να τις γράψω. Μία απ’ αυτές την έχω ήδη ξεκινήσει, ο δρόμος μακρύς ακόμα αλλά το πάθος μου μεγάλο. Καταλήγω να πω ότι αγαπώ το μυθιστόρημα παρά το γεγονός ότι έχω εκδώσει και νουβέλα κι έχω γράψει και αρκετά διηγήματα. Κι αγαπώ το μυθιστόρημα επειδή κρατά το πάθος μου για τη συγγραφή αμείωτο αφού από μόνο του είναι μια διαρκή μαθητεία. Επιπλέον δε, είναι και γοητευτικό γιατί μέσα απ’ την εκτενή του αφήγηση (μεγάλο σχολείο η αφήγηση) μπορεί να σε ταξιδέψει ανά τον κόσμο και ανά τους αιώνες, εκεί που ψηλαφιούνται όλες οι πληγές και οι χαρές της ανθρωπότητας.
Είθισται ο μέσος αναγνώστης να προσομοιάζει την ιστορία που διαβάζει με το συγγραφέα του εκάστοτε βιβλίου και με τα βιώματα του συγγραφέα. Αληθεύει; Εσείς υπάρχετε μέσα στα βιβλία σας ή εμπνέεστε τις ιστορίες σας; Τι είναι τελικά η έμπνευση; Λέγεται ότι είναι αυτό που κάνει τη διαφορά ανάμεσα στον «τεχνίτη» και στον «καλλιτέχνη».
Το φαινόμενο του να διαβάζει κανείς απ’ την «κλειδαρότρυπα» προσπαθώντας να «τσακώσει» σε ποιον ήρωα έχεις δανείσει την προσωπική σου ιστορία, είναι σύνηθες στην Ελλάδα κι έχει πάψει να με ξαφνιάζει. Ο συγγραφέας-αφηγητής εμπλέκεται στην ιστορία του, ως συνείδηση και όχι με τον τρόπο που θέλουν πολλοί να πιστεύουν (εξαιρούνται φυσικά όσοι δηλώνουν ότι γράφουν προσωπικές ιστορίες). Πιστεύω λοιπόν ότι όλη αυτή η πεποίθηση περί εμπλοκής του συγγραφέα σε κάθε του βιβλίο είναι μια απαίδευτη λογική που a priori εκμηδενίζει την έμπνευση και η έμπνευση δεν είναι τίποτα άλλο από μια βαθιά στιγμιαία αντίληψη τη στιγμή που ο νους είναι ήσυχος. Για παράδειγμα: Δεν έχεις ζήσει σε κάποια πόλη αλλά πρέπει να την περιγράψεις. Δεν αρκεί μόνο η έρευνα σου ή η τεχνοτροπία σου, όσο άριστη κι αν είναι, πρέπει να αφεθείς να την εμπνευστείς, με λίγα λόγια να την φανταστείς, να την κάνεις κτήμα σου, να τη χρωματίσεις, να της δώσεις ζωή.
Είναι αλήθεια ότι υπάρχει κατηγοριοποίηση, των συγγραφέων που πολλές φορές τείνει να είναι απαίδευτη. Πόσο κακό μπορεί να κάνει η ταμπέλα σ’ ένα συγγραφέα; Αυτή του «κουλτουριάρη» για παράδειγμα ή του συγγραφέα της «ροζ νουβέλας;»
Το ανησυχητικό είναι ότι ζούμε σε μια χώρα που ο λαός της αγαπά τις ακρότητες με τον ίδιο τρόπο που αγαπά ν’ ανήκει κάπου. Το ζητούμενο δεν είναι σε ποια πλευρά θα τοποθετήσουν το συγγραφέα. Το θλιβερό είναι ότι αυτό το φαινόμενο των άκρων έχει κάνει ζημιά στη λογοτεχνία και τη ζημιά την προκαλεί πάντα η άγνοια και η σύγχυση. Με λίγα λόγια: Άσπρο-μαύρο κι αναμεσίς το χάος.
Μ’ αυτές τις ακρότητες σηκώνει κανείς τα χέρια ψηλά γιατί όπου υπάρχουν τέτοια φαινόμενα αφανίζονται πολιτισμοί. Ίσως λοιπόν να έχει έρθει ο καιρός να επαναπροσδιορίσουμε τα κριτήρια μας όλοι όσοι εμπλεκόμαστε στο χώρο του βιβλίου.
Θα μπορούσαν κάποιοι διανοούμενοι απ’ το χώρο της τέχνης ή της επιστήμης να σώσουν αυτό τον τόπο; Πόσες ελπίδες έχουμε με την κρίση ν’ αλλάξουν οι άνθρωποι προς το καλύτερο;
Δεν υπάρχουν διανοούμενοι σήμερα, ούτε στο χώρο της τέχνης, ούτε στο χώρο της επιστήμης. Αυτή η ανήσυχη «ελίτ» των χαρισματικών και ηθικά προικισμένων ανθρώπων ανήκει σε μια άλλη εποχή. Αυτοί οι άνθρωποι αποτελούσαν τη συνείδηση του ανθρώπινου γένους αφού δεν είχαν να προστατεύσουν ούτε αξιώματα, ούτε εδάφη να διασώσουν. Οι αυτοαποκαλούμενοι διανοούμενοι στις μέρες μας είναι κάτι φλύαρες, αναποτελεσματικές και στρατευμένες φιγούρες .
Δεν υπάρχει καμιά υποψία ότι η οικονομική κρίση κάνει τον άνθρωπο καλύτερο. Το αντίθετο συμβαίνει και το έχει αποδείξει η ιστορία.
Όταν ο άνθρωπος ζει σ’ ένα ανασφαλές περιβάλλον οι μάσκες πέφτουν. Ο φόβος βγάζει στο φως όλες τις τάσεις και τα συμπλέγματα. Κάποια ντελικάτα προσωπεία γίνονται τραχιά κι ανάλγητα αφού δεν διέθεταν ποτέ κατανόηση και αξιοπρέπεια αλλά ένα γλυκερό και κούφιο καθωσπρεπισμό. Κάποιες θυελλώδεις προσωπικότητες με ευέξαπτο ταπεραμέντο, μας φοράνε το «εγώ» τους με το έτσι θέλω, και πάει λέγοντας. Γνωστόν τοις πάσι βέβαια, ότι αυτή η μερίδα ανθρώπων πάντα θα επιβιώνει. Είναι οξύνοες , διαθέτουν διανοητική αρτιότητα, συναισθηματική στενότητα και ατσαλένια πειθαρχία.
Κι αν εν τέλει λόγω της κρίσης διακρίνει κανείς κάποια (φαινομενική) σύμπνοια είναι γιατί τη γέννησε η ανάγκη και όχι η πεποίθηση ότι ο άνθρωπος οφείλει να εξελίσσεται πνευματικά μέσα από τα λάθη του και τις ελλείψεις του.
Ο «Έρωτας Μαΐστρος» αγαπήθηκε πολύ από τους αναγνώστες σας. Τη σκυτάλη τη δίνει τώρα σε ένα νέο βιβλίο που η εμφάνιση του αναμένεται να γίνει την Άνοιξη του 2017. Θα μου πείτε δυο λόγια για το βιβλίο που περιμένουμε; Πόσο χρόνο σας πήρε να το γράψετε;
Είναι ένα κοσμοπολίτικο μυθιστόρημα που θα εκδοθεί κι αυτό από τις Εκδόσεις Μίνωας την Άνοιξη του ’17. Αφορά τη ζωή των Ελλήνων στην Πόλη- δεκαετία ‘ 50- το Παρίσι των καλλιτεχνών της ίδιας δεκαετίας, τη μεταπολεμική Ελλάδα , Παρίσι και Αθήνα στο σήμερα. Ένα μυθιστόρημα που αναδεικνύει καρέ καρέ την αξία της τέχνης, των γραμμάτων και του πολιτισμού. Μου πήρε δύο χρόνια ακριβώς να το τελειώσω μαζί με την εκτενή έρευνα που χρειάστηκε να κάνω από μαρτυρίες ανθρώπων που έζησαν εκεί και βιβλιογραφίες.
Εμπιστεύεστε τη ζωή και τις εξελίξεις της; Πείτε μου ένα απ’ τα προτερήματα σας κι ένα απ’ τα ελαττώματα σας.
Φυσικά και εμπιστεύομαι τη ζωή. Όπως στη φύση έτσι και στη ζωή υπάρχει Νομοτέλεια. Ό,τι σπέρνουμε, θερίζουμε ακόμα και σε βάθος χρόνου.
Ένα απ’ τα ελαττώματα μου είναι ότι ώρες ώρες νιώθω σαν το σπίρτο που ανάβει και σβήνει γρήγορα. Βαριέμαι πολύ σύντομα οτιδήποτε παύει να μου προκαλεί ενδιαφέρον. Όσο για κάποιο προτέρημα…αν υπάρχει, οι άλλοι το γνωρίζουν.
Κλείνοντας και αφού ευχαριστήσω τη Δέσποινα Χατζή για την όμορφη συζήτηση μαζί της θα ήθελα να προσθέσω, για όλους εμάς που αγαπάμε τα βιβλία της, ότι έχει ήδη ξεκινήσει να γράφει το επόμενο. Μέχρι τότε εν αναμονή της Άνοιξης του 2017.