Της Νίκης Ορφανουδάκη
Δεν το αντέχω άλλο, το κεφάλι μου πάει να σπάσει! Θεέ μου, να μπορούσα να το σπάσω το κουδούνι! «Ποιος είναι; Ποιος είναι;» Έχω αρχίσει πια να ουρλιάζω μετά από τις τόσες φορές που δεν έχω πάρει απάντηση. Δεν βλέπω κανέναν από το θυροτηλέφωνο. Κάθομαι στον καναπέ. Είμαι ντυμένη και στολισμένη για την δεξίωση. Μακρύ φόρεμα που αφήνει ακάλυπτους τους ώμους, περίτεχνο χτένισμα, άψογο μακιγιάζ, κοσμήματα, μεθυστικό άρωμα, ψηλοτάκουνες γόβες… Κοιτάζομαι στον καθρέφτη και για μια στιγμή ξεχνιέμαι και χαμογελάω. «Είμαι καταπληκτική» σκέφτομαι και στη συνέχεια η καρδιά μου βουλιάζει. «Αφού είσαι καταπληκτική, πώς και κατέληξες να είσαι μόνη σου;»
Το κουδούνι της εισόδου συνεχίζει να χτυπάει ασταμάτητα. Ο ήχος του μου τρυπάει τα τύμπανα, με διαλύει. «Ποιος είναι;» Κανείς δεν απαντάει, κανείς δε φαίνεται, όπως και στη ζωή μου άλλωστε. Είμαι μόνη. Να βγω έξω; Κι αν είναι κλέφτης; Κι αν είναι βιαστής; Κι αν είναι δολοφόνος; Κι αν είναι Αυτός που έχει μετανιώσει και θέλει να μου ζητήσει συγγνώμη; Πιάνω το κινητό και πληκτρολογώ το νούμερο, όχι καλύτερα να του στείλω μήνυμα. « Μου λείπεις» γράφω, το δάχτυλό μου κοντοστέκεται, πάει να πατήσει αποστολή και τότε ακούω μια φωνή να ουρλιάζει μέσα μου: «Ηλίθια, για πόσο πια θα παραμυθιάζεις τον εαυτό σου; Δεν ενδιαφέρεται, τέρμα και τελείωσε, πάρτο απόφαση!».
Το σκοτάδι έχει απλωθεί στο διαμέρισμα. Φοβάμαι ακόμη και το φως να ανάψω. Κλείνω τα αυτιά μου, κάνω πως δεν ακούω τον επίμονο ήχο που με τρελαίνει. Βλακεία μου που δεν ανάβω το φως. Ούτως ή άλλως αυτός που χτυπάει ο κουδούνι ξέρει ότι είμαι μέσα. Το φως αποκαλύπτει όλη την ομορφιά του σπιτιού μου. Υπέροχο διαμέρισμα , διακοσμημένο με εξαιρετικό γούστο, σκέφτομαι σαν να το βλέπω για πρώτη φορά. Εδώ θα γεράσω και θα πίνω τσάι παρέα με τις φίλες μου τις μαγκούφες, ίσως παρέα και με καμιά γάτα. Μέχρι τότε και εγώ και τα έπιπλα μου θα έχουμε γίνει παλιατζούρες.
Ξεσπάω σε κλάματα και καταρρέω στον καναπέ. Ποιος θα με προστατεύσει από αυτό το κουδούνι που χτυπάει αλύπητα, ποιος θα με προστατέψει από τη ζωή μου; Φοβάμαι αυτόν που χτυπάει το κουδούνι, το τώρα, το αύριο, τα χρόνια που έρχονται… Έχω παγώσει ολόκληρη. Αχ, να ζούσε ο πατέρας μου, να με έπαιρνε αγκαλιά, να πάψω να τρέμω! «Σύνελθε κορίτσι μου», κραυγάζει μια φωνή μέσα μου, «κανείς δεν μπορεί να σε υπερασπίσει, πρέπει επιτέλους να μάθεις να υπερασπίζεις μόνη σου τον εαυτό σου!». Πιάνω το τηλέφωνο με δισταγμό. «Αστυνομία; Κάποιος χτυπάει εδώ και τρία τέταρτα συνέχεια το κουδούνι μου!»
Πρέπει να ασχοληθώ με κάτι, για να ξεχαστώ, μέχρι να έρθει η αστυνομία. Η τηλεόραση παίζει απίστευτες βλακείες και το facebook δεν καταφέρνει να μου αποσπάσει την προσοχή. Όλα αυτά τα χαμογελαστά πρόσωπα και τα αστειάκια είναι τόσο μακρινά, είναι τόσο ξένα! Ξαφνικά σταματάει το μάτι μου σε μια φωτογραφία ενός αγκαλιασμένου ζευγαριού. «Κορμί στους πέντε ανέμους, τι θέλω εγώ με τους ερωτευμένους;» ακούω τη φωνή της Χαρούλας να μου τραγουδά.
Στο τραπεζάκι υπάρχει ένα παλιό άλμπουμ με φωτογραφίες. Το ανοίγω, το ξεφυλλίζω και ξεφυλλίζω τη ζωή μου: Οικογένεια, εφηβεία, φιλίες, γάμος, μητρότητα, ερωτικές σχέσεις ξεπροβάλλουν όλα μπροστά μου. Πόσο φαίνεται να έχω αλλάξει από τότε, πόσο ίδια όμως παραμένω! Θεέ μου; Γιατί σε εμένα; Γιατί να είμαι πάντα άτυχη και να τραβάω τους λάθος άντρες; Γιατί να ερωτεύομαι όλους αυτούς που με κάνουν δυστυχισμένη; Ή μήπως τελικά δεν είναι έτσι;
Πάντοτε ήμουν ανασφαλής και αποζητούσα την αγάπη που τελικά δεν την έβρισκα. Πώς όμως να την βρω, όταν εγώ η ίδια δεν αγαπώ τον εαυτό μου και ίσως βαθειά μέσα μου πιστεύω ότι δεν την αξίζω αυτήν την αγάπη; Ξαναβλέπω τις φωτογραφίες του Νίκου, του Μιχάλη και του Γιάννη. Μια σειρά από λάθος επιλογές που, αν τις κοιτάξεις, έχουν όλες τα ίδια χαρακτηριστικά. Άντρες με διαφορετικά ονόματα, με διαφορετική εξωτερική εμφάνιση και διαφορετικά επαγγέλματα, στην πραγματικότητα όμως άνθρωποι που δεν μπορούσαν να με αγαπήσουν. Ξεσπάω σε ακατάσχετα γέλια. Τα μέχρι πριν από λίγο τραγικά γίνονται κωμικά στα μάτια μου.
Συνεχίζω να γελάω, καθώς βλέπω τις φίλες μου και τις επιλογές τους. Η Μαρία επιλέγει ανώριμους και εξαρτημένους, η Ελένη ασεξουαλικούς και η Νάντια ζηλιάρηδες και κτητικούς. Κινούμαστε συνέχεια με τα μοτίβα που μας είναι οικεία και με αυτά που έχουμε μεγαλώσει . Α ρε κορίτσια, πόσες συζητήσεις έχουμε κάνει για όλους αυτούς και πόσες λίγες για τους εαυτούς μας!
Συνειδητοποιώ ότι τόση ώρα είχα ξεχάσει το κουδούνι. Ο ήχος του τώρα μου χαϊδεύει τα αυτιά. Το ευγνωμονώ, γιατί με ξύπνησε από τη νάρκη. Ο άνθρωπος που χτυπάει το κουδούνι, χωρίς να το ξέρει, έγινε ο πιο πολύτιμος φίλος μου. Σκέφτομαι ότι όχι μόνο έκανα επιλογές που δεν μου ταίριαζαν, αλλά κι εγώ στις σχέσεις μου συμπεριφερόμουν με τον ίδιο τρόπο και το ίδιο έκαναν και οι φίλες μου. Εγώ ήμουν πάντα απολύτως υποχωρητική, πάντα γινόμουν «χαλί να με πατήσει» ο άλλος, η Μαρία «μανούλα», η Νάντια «μοιραία γυναίκα» και πάει λέγοντας.
Γλυκό μου κοριτσάκι, ακόμα κι ο Αϊνστάιν το είπε ότι αν κάνεις τα ίδια πράγματα, θα έχεις τα ίδια αποτελέσματα, εσύ πώς συνέχισες να κάνεις τα ίδια και τα ίδια και πίστευες κάθε φορά ότι θα έχεις αίσιο τέλος; Και μήπως συνειδητοποιούσες τι έκανες ή τι ήθελες από μια σχέση; Εκτός από κάτι γενικούρες του τύπου να είναι εμφανίσιμος, μορφωμένος, να με σέβεται και να με αγαπάει, πότε σκέφτηκες στην ουσία το ποια είσαι εσύ και το τι πραγματικά θέλεις από μια σχέση;
Ναι, τελικά φαίνεται ότι δε μετρούσε τόσο ο σύντροφος στη σχέση, όσο το να έχω σχέση. Την ήθελα απελπισμένα, γιατί λαχταρούσα την αγκαλιά και την αγάπη, παρόλο που πραγματικά δεν την έβρισκα. Δεν άντεχα να μείνω μόνη μου, γιατί με κυρίευε ο φόβος και όσο περνούσαν τα χρόνια έκανα όλο και περισσότερες εκπτώσεις ίσως και ξεπουλήματα πιστεύοντας ότι, όσο μεγάλωνα, τα πράγματα θα γίνονταν όλο και πιο δύσκολα.
Τι ανακούφιση! Το κουδούνι σταμάτησε να χτυπάει! Καιρός ήταν, άλλωστε εκπλήρωσε το ρόλο του, με ξύπνησε ολοκληρωτικά. Νιώθω ξαλαφρωμένη, απελευθερωμένη, νέα και δυνατή, αποφασισμένη να αλλάξω τα πάντα! Όμως… ακούγεται η πόρτα της εισόδου να ανοίγει. Τα βαριά βήματα στις σκάλες με παγώνουν. Πού είναι η αστυνομία; «Ποιος είναι;» ουρλιάζω. Η καθησυχαστική φωνή του γείτονα με διαβεβαιώνει ότι δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας, το κουδούνι μου είχε μπλοκάρει και το επιδιόρθωσε.
Ο άνθρωπος θα νομίζει ότι είμαι τρελή, επειδή πέφτω κάτω και ξεσπάω σε τρανταχτά γέλια. Το κουδούνι μου ήταν μπλοκαρισμένο, όπως μπλοκαρισμένη ήμουν κι εγώ η ίδια! Σηκώνομαι αποφασιστικά. Ξεφορτώνομαι το παρελθόν, τώρα ξέρω τι μου συμβαίνει. Ήρθε η ώρα να σπάσω τον κύκλο των παλιών επιλογών και των συμπεριφορών. Ξεφορτώνομαι το φόβο, ανοίγω την πόρτα, προχωράω μπροστά…
πηγη:enallaktikidrasi.com