«Τα μεγάλα πάθη είναι τόσο σπάνια όσο και οι μεγαλοφυίες κορίτσι μου. Το είπε ο Ζαν Ζακ Ρουσσώ και η πολύχρονη εμπειρία μου επαληθεύει τα λεγόμενα του. Αλήθεια τον έχεις διαβάσει;»
Η βραχνή και σταθερή φωνή του άγνωστου άντρα μ’έκανε να σηκώσω το βλέμμα από το βιβλίο στο οποίο είχα βυθιστεί για ώρα, ξεχνώντας ότι βρισκόμουν σ’ένα μικρό γαλλικό μπιστρό στην καρδιά της Νέας Υόρκης και όχι βυθισμένη στον αναπαυτικό καναπέ του σπιτιού μου.
Αντικρίζοντας τον, ταξίδεψα στο χρόνο και νόμισα προς στιγμής πως ο ηλικιωμένος, κομψός άντρας που είχα μπροστά μου είχε μόλις ξεπηδήσει από κάποιο φιλμ νουάρ της εποχής του μεσοπολέμου.
Η αριστοκρατικότητα που ανέδυε το άψογο, προσεγμένο του ντύσιμο σε συνδυασμό με το έξυπνο, διεισδυτικό του βλέμμα δεν μου επέτρεψαν να αγνοήσω την παρουσία του στο χώρο.
«Ναι, τον έχω διαβάσει», του απάντησα απλά.
Πήρε στα χέρια του το βιβλίο που διάβαζα και χαίδεψε απαλά το εξώφυλλο.
«Ο Εραστής της Λαίδης Τσάτερλι του Λώρενς. Έχεις πολύ καλό γούστο. Όμως να ξέρεις πως την πραγματικά καλή λογοτεχνία την γράφει η ίδια η ζωή. Αν οι πρωταγωνιστές της το επιτρέψουν βέβαια. Στο λέω εγώ, ένας πρώην πανεπιστημιακός καθηγητής Λογοτεχνίας.»
Τον κοίταξα με έντονη απορία κι έκδηλο ενδιαφέρον κι εκείνος σαν να είδε την συγκατάθεση που περίμενε, συνέχισε την κουβέντα.
«Ξέρεις ποιό είναι το πιο τρομερό απ’όλα; Πως η ζωή μου επιβεβαίωσε τη ρήση του Φώκνερ που λέει πως ίσως είχαν δίκαιο εκείνοι που έβαλαν την αγάπη στα βιβλία επειδή δεν θα μπορούσε να ζει πουθενά αλλού. Η δική μου αγάπη δυστυχώς δεν ζει πουθενά. Την σκότωσα εγώ με τα ίδια μου τα χέρια. Μην φοβάσαι, δεν είμαι κανένας τρελός αν και κανείς μας δεν είναι εντελώς καλά στα μυαλά του. Ένας μισός άνθρωπος που αρνήθηκε το δώρο να γίνει ολόκληρος είμαι.»
Εξακολουθούσα να τον κοιτάω με απορία, προσπαθώντας ταυτόχρονα να αποκρυπτογραφήσω τα σημαινόμενα των λόγων του.
«Το λάθος μου ήταν πως επέτρεψα στον εαυτό μου να χωρέσει σε ξένα όνειρα. Το μόνο όνειρο που ήταν δικό μου ήταν η καριέρα μου. Όμως, αυτή το βράδυ δεν μπορεί να σου ζεστάνει την ψυχή. Όταν εκείνη μπήκε στη ζωή μου σαν χίμαιρα, σαν μια οπτασία που μου άλλαξε τον τρόπο που έβλεπα τη θέα από το παράθυρο της ζωής, ήταν η μοναδική φορά που ένιωσα μια θαλπωρή να ξεχύνεται από μέσα μου. Η μοναδική φορά στη ζωή μου που ένιωσα ότι είχα ψυχή. Όμως, πολλές φορες η αρχή δεν σημαίνει τίποτ’άλλο παρά μόνο ένα ατέρμονο τέλος που δεν επιλέγεις ποτέ εσύ ο ίδιος. Επέτρεψα στους άλλους να εισχωρήσουν στα δικά μου όνειρα και να τα προσδιορίσουν από την αρχή. Δεν χωράει κανείς σε ξένα όνειρα.»
«Ποιοί ήταν αυτοί οι άλλοι και γιατί τους δώσατε αυτή τη δύναμη;», τόλμησα να ρωτήσω.
Ένα ελαφρύ μειδίαμα ικανοποίησης σχηματίστηκε στα χείλη του.
«Μου αρέσει ο τρόπος που ερμηνεύεις τα γεγονότα. Τα κατακερματίζεις και τα αναλύεις σαν χειρούργος. Οι άλλοι ήταν η γυναίκα μου, τα τρία μου αγόρια, η ακαδημαική κοινότητα, οι συνάδελφοι μου, οι φοιτητές μου και ό,τι με περιέβαλλε στη ζωή. Το θέμα δεν είναι ποιοί ήταν αυτοί αλλά γιατί εγώ υπήρξα τόσο δειλός. Δεν πάλεψα για την αγάπη της. Αντιθέτως, το έβαλα στα πόδια. Φοβήθηκα. Δεν απάντησα ποτέ σε κανένα από τα γράμματά της. Τα έσκιζα πριν καν τα διαβάσω. Από το φόβο μήπως και λυγίσω. Όταν εκείνη ερχόταν να με βρει εγώ την έδιωχνα.»
«Δεν την ξαναείδατε ποτέ;», τον ρώτησα με αγωνία.
Γύρισε και με κοίταξε σαν χαμένος.
«Όχι. Ποτέ. Μια φορά μετά από χρόνια, έψαξα απεγνωσμένα να την βρω. Δεν άντεχα πια να παλεύω με τους δαίμονες μου.»
«Λάβατε απάντηση;»
Έκανε μια μικρή παύση και κάρφωσε το βλέμμα του στο κενό.
«Ναι. Μόνο που δεν ήταν από την ίδια αλλά από την αδελφή της. Μου έγραφε πως η Λέσλι πέθανε μια μέρα πριν λάβει το γράμμα μου. Επιθετικός καρκίνος στο συκώτι».
Προσπάθησα να συγκρατήσω ένα χείμαρρο από απρόσκλητα δάκρυα που ένιωσα να μου υγραίνουν τα μάτια. Με μια γρήγορη κίνηση πήρα στα χέρια μου το βιβλίο κι έκανα πως έψαχνα κάτι που είχα προηγουμένως εντοπίσει.
Το κατάλαβε και σηκώθηκε από τη θέση του και φόρεσε ξανά το καπέλο του.
«Να θυμάσαι μόνο ένα πράγμα. Ο κόσμος είναι πολύ επικίνδυνος για ό,τιδηποτε άλλο εκτός από την αλήθεια και πολύ μικρός για ο,τιδήποτε άλλο εκτός από την αγάπη.», είπε και έφυγε το ίδιο αθόρυβα όπως είχε έρθει.