Ήσουν τ’αστέρι
Σε κάθε εφιάλτη μου
Όταν ακούω τα σωθικά μου
Διπλώνομαι στα δυο
Ξεπλένω εσώρουχα στο Αιγαιο
Με τη θάλασσα του Ήλιου
Καθώς το σώμα μου τεντώνεται
Σα σκίσιμο σε καλσόν.
Είμαι μωρό
Σε κομμάτια πεταμένο
Κάποιος έβγαλε μια σκάφη
Κι έπιασε τα κομμάτια
Καθώς με πέταξαν απ’το παράθυρο
Μια έκτρωση αξεσταγάπητη
Έφυγες αλλά έμεινες.
.
OK, πολύ dark αλλά σε τραβάει στον βούρκο του καλά. Πιο κάτω ένα γλυκούλι περί μεταναστών:
.
Ρωτάω το μετανάστη
Γιατί δεν έρχεται πι’απεδώ
“Ίσως σήμερα μπορώ να είμαι
Μοχάμεντ, έτσι όπως το λέτε,
Το όνομά μου,
Σε αυτό το καφενείο να μείνω,
Ίσως αυτό να είναι πια
Σπίτι μου.”
.
Κι εδώ άλλη μια βουτιά στην απελπισία:
.
Αναξιόπιστα μάτια
Παράθυρα, όχι καθρέφτες
Αυτιά διαλυμένα
Σα δυο σπασμένα τηλέφωνα
Χέρια που αγκαλιάζουν αυτό που πάντα ήταν
Δυο πανικοί, δυο δάδες που καίνε ότι αγαπώ
Πόδια τσιμέντο
Μόνο με σέρνουν προς τον βυθό
Και η καρδιά με αμνησία
Θυμάται τα πάντα εκτός από αγάπη.
.
Μας την φύλαγε για το τέλος την μαχαιριά. Και πάλι στο επόμενο ακόμα χειρότερα ξεκινάει “είμαι καλά”….
.
Είμαι καλά σε μέλι
Κολλάω, πρήζομαι
Σπίτι μου σπιτάκι μου
Παρατημένο καλυβάκι μου
Προσωρινό μου βασίλειο
Με στέμμα που θα επιστρέψω
Είμαι λιαστή τομάτα
Στον ήλιο ξεραίνομαι
Παντελόνι του πατέρα μου
Λίγο κοντό και μυρίζει θάνατο
Σα τα ριχτάρια της γιαγιάς
Πλεχτά, σκονισμένα και
Μαζεύουν σκόνη ακόμα
Είμαι μια χούφτα σφυγμών
Μπαλόνι χωρίς ήλιο
Περιμένω να σκάσω
Ή να ξεφουσκώσω
Ένας γελοίος σκελετός
Μιας ιδέας
Ένα ρολόι που δεν ξέρω να διαβάζω
.
Επιστρέφει δε στο μοτίβο του κακοποιημένου παιδιού:
.
Το παιδί κοίταξε τα παπούτσια του αμήχανα. Καθώς περίμενε στα σκαλιά της εξώπορτας προσπάθησε να σκεφτεί πόσο καιρό τα έχει. Σίγουρα το καλοκαίρι, γιατί έτρεχε ως την άλλη άκρη του τετράγωνου να βρει τους φίλους του τα πρωινά. Και τον χειμώνα γιατί του έκανε εντύπωση που δεν έμπαζαν νερά. Μάλλον και το προηγούμενο καλοκαίρι που του ήταν πολύ μεγάλα, ναι, Πάσχα του τα πήρε ο νονός του και ακόμα πάνε καλά,σταθερά παπούτσια, αντέχουν.
Ξανακοίταξε προς τον άδειο δρόμο. Τελικά μπορεί δυο παπούτσια να είναι πιο αξιόπιστα από έναν γονιό.
.
Αλλά τελικά πάντα ο Δημήτρης Γιαννακίδης στην ποίησή του γυρνάει στην κατάθλιψη και την κακοποίηση:
.
Μερικές φορές φοβάμαι
Όταν πλησιάζω το ντουλάπι
που έχει ακόμα τα ρούχα του
Προλαβαίνω σε δυο βήματα
Να κάνω αναδρομή
Κάθε στιγμή με έρωτα
Και κάθε γροθιά μαζί
Προλαβαίνω σε μια στιγμή
Να κλάψω και να εξοργιστώ
Να θέλω να πεθάνω.
Κι ας είμαι δύο μέτρα μυς
Κι ας σκίζω όποιον δεν θέλω
Φωνάζω στον γέρο που αργεί μπροστά μου στον δρόμο
Στην γριά που αργεί μπροστά μου στο σουπερμάρκετ
Πετάω πέτρες σε γάτες
Και κυνηγάω περιστέρια.
Τρέχω να ξεφύγω σα σκύλος
Από όσους προσπαθούν
Να μ’εκπαιδεύσουν σα σκύλο
Βλέπω εφιάλτες
Νιώθω να πέφτω από ψηλά
Ιδρώνω, κλαίω, χύνω
Και προσγειώνομαι κάπως ζωντανός
Τέλειωσαν τα δυο βήματα
Προς την ντουλάπα
Κοιτάω στον καθρέφτη τον ολόσωμο
Μήπως δεν είμαι πια εδώ
,
Κι ύστερα είναι τα ερωτικά. Ο Θεός να τα κάνει ερωτικά δηλαδή.
.
Βιάστηκε να φύγει απ’το σπίτι
να βρει δουλειά
και άντρα.
Σα να άλλαξε κελί
στη φυλακή
στο διπλανό να πήγε.
Έφυγε ο άντρας
που λάτρευε – έλεγε –
τα μακριά μαλλιά του.
Τα έκοψε όλα
Όταν κατάλαβε
Ότι δεν θα γυρίσει.
Μ’αγαπά
Δε μ’αγαπά
Μ’αγαπά
Δε μ’αγαπά
Τον αγαπά
Μ’άφησε
Ξέμεινε από πέταλα η σχέση
.
Ή και πιο …graphic…που λένε οι Άγγλοι…
.
Αστρονομικά μιλώντας
Νόμιζα ότι άπλωνε αστρόσκονη στο κορμί μου
Αλλά ήταν μαύρη τρύπα.
Έλεγε ότι ήταν ο ήλιος μου
Κι εγώ παγωμένος πλανήτης
Πάντως πάντα τελείωνε
Κι εγώ με τα υγρά του παντού
Ίσως με έλιωνε
Ίσως με κατουρούσε
Πήρε μαζί του
Όλη την ποίησή μου
Όταν έφυγε
Κομμάτια εγώ
Επιχρυσωμένες
Ρωγμές σπέρματος
.
.
Αναζητώ χορηγό για αντικαταθλιπτικά, μπορούμε να βάλουμε banner ή κάτι τέτοιο.
.
Είχε πιο δυνατή κραυγή του
την σιωπή
Έτσι μεγάλωσε
Στη νεραϊδοχώρα
Αναγκαστικά
Αφού του κόψαν τα φτερά
Τα βούτηξε σε χρυσόσκονη
Μαγική
Μαγικά
Στην φαντασία του.
Να ματώνει
Πιο χρωματιστά
Πικρά νεράντζια
Που τα μάζευε στον δρόμο
Το μόνο δώρο
Το μόνο τζάμπα
Το πιο γλυκό του
Δεν είναι όλα τα κτίσματα σπίτια
Ποτέ δεν ένιωσε σπίτι του κανένα
Ούτε το σώμα του
Κοιτούσε το δέρμα του
Με μίσος
παραξενεμένος
Και τις σκιές το βράδυ
Κάτω από το κρεβάτι
Στο ταβάνι
Δεν τον φόβιζαν σκιές
Τον φόβιζαν οι ψεύτες της ημέρας.