Κόβει ταχύτητα και σταματάει το αυτοκίνητο μπροστά μου. Κοιτάω, βγάζω φλας, περνάω. Ευθεία με καλή ορατότητα. Σαν να λέμε ότι προσπέρασε χελώνα ένα σαλιγκάρι, σχεδόν σταματημένοι.
Μετά από λίγα δευτερόλεπτα από το αντίθετο ρεύμα φτάνει το αμάξι που ερχόταν και η κοπελιά από μέσα με μουτζώνει. Σχεδόν δεν το παρατήρησα γιατί είχε κλειστά τα παράθυρα και ήταν …εμφιαλωμένη μούτζα. Αλλά πρόλαβα να διακρίνω πάθος και νομίζω με έβριζε κιόλας.
Ήταν τόσο άσχετη με τις συνθήκες η αντίδρασή της που άργησαν τα ελληνικά μου ρεφλέξ. Εγώ όμως με ανοιχτό παράθυρο πρόλαβα να ρίξω την αντι-μούτζα μου. Προς τα πίσω αναγκαστικά γιατί είχε περάσει. Οπότε δεν είχε την πλήρη δύναμη μιας σωστά ριγμένης μούτζας μεν, αλλά την έριξα βαριά και μάγκικα.
Πλησιάζω στο φανάρι της επόμενης διασταύρωσης και βλέπω στον καθρέφτη το Golfάκι από πίσω μου να ανοίγεται σαν να θέλει να χωθεί δίπλα μου να φύγει πρώτος στο φανάρι. Δεν έχει χώρο ο δρόμος, απορώ και ετοιμάζομαι για μάχη. Σταματάει με το αμάξι κάπως άτσαλα ριγμένο στην μέση του σχεδίου του. Ίσως έπιασε την ενέργειά μου και του κόπηκε η όρεξη. Ίσως επειδή είχα κάνει την κλασσική ελάχιστη κίνηση προς μια κατεύθυνση για να αποθαρρύνεις τον παραβάτη. Αλλά όχι:
“Ρε φίλε, εμένα μούτζωσες πριν;”
Ο άνθρωπος άλλο πρόβλημα είχε!
-Τι λες Χριστιανέ μου; Την κοπελιά μούτζωνα. Γιατί με μούτζωσε.
“Α την μαλακισμένη.”
Ελλάδα 2013. Μια χαρά συννενοηθήκαμε. Βγήκαμε κι απ’το αμάξι, τα είπαμε λίγο και ίσως πάμε αργότερα για μπύρες. Να δεις που θα βγούμε και συγγενείς αν το ψάξουμε λίγο. Πάρ’τε απεδώ όσους δεν ξέρουν να οδηγάνε ούτε να μουτζώνουν ούτε να μιλάνε και αφήστε μου τους υπόλοιπους να κάνουμε χωριό.