Τι είναι άραγε η ελευθερία; Ένα υπέρτατο αγαθό ή μία υπερτιμημένη αξία; Είναι μία πραγματικότητα ή μία ουτοπία; Είναι κάτι χειροπιαστό ή κάτι πνευματικό; Όλοι μας λίγο ή πολύ έχουμε προβληματιστεί με την έννοια της ελευθερίας. Κι είναι αλήθεια πως η ελευθερία κυκλοφορεί σε πολλές μορφές και υποστάσεις…
Ελευθερία, λοιπόν! Η ελευθερία είναι, για έναν άνθρωπο, η δυνατότητά του να δρα κατά βούληση. Η καθολική ελευθερία, είναι το σωρευτικό αποτέλεσμα της ατομικής, της κοινωνικής και της πολιτικής ελευθερίας, καθώς και των εσωτερικών ελευθεριών. Αυτές οι τελευταίες ελευθερίες, οι εσωτερικές, είναι σύμφωνα με την βικιπαίδεια, η πνευματική ελευθερία, η ψυχολογική και τέλος η ηθική ελευθερία. Πνευματική ελευθερία είναι το να μην εξαρτάται η σκέψη και ο λόγος από τη βαρύτητα των προλήψεων, των προκαταλήψεων, των αυθεντιών. Ψυχολογική ελευθερία έχουμε όταν ελαχιστοποιείται μέσα μας η επίδραση από τους φόβους μας, τις ανασφάλειες, τα άγχη μας. Τέλος, η ισορροπία στην πάλη μεταξύ των ενστίκτων, των παρορμήσεων και της υποταγής τους χάριν ανώτερων ιδεών και αξιών καθορίζει το επίπεδο της ηθικής ελευθερίας. Η ηθική ελευθερία έχει δύο δρόμους: την απελευθέρωση από πάθη και αδυναμίες ή την απελευθέρωση από συμπλέγματα και δεσμά της ηθικής.
Ωστόσο, στις μέρες μας, δεν ξέρω κατά πόσο είμαστε ελεύθεροι και σε ποια επίπεδα έχουμε διατηρήσει πρώτα και πάνω από όλα την ατομική μας ελευθερία και κατόπιν όλες τις άλλες. Ειδικά όταν έχουμε γίνει δέσμιοι των υλικών αγαθών, υποταγμένοι σε μια κοινωνία που μόνο απαιτεί αλλά δεν φροντίζει ούτε βοηθά.Έχουμε ο καθένας μας χτίσει μια φυλακή γύρω από τον εαυτό του, την έχουμε ασφαλίσει με τα πιο σκληρά και ανθεκτικά κάγκελα, αυτά της μοναξιάς, της κατάθλιψης, της αναποφασιστικότητας, της έλλειψης δημιουργίας, της έλλειψης συναισθημάτων, της απουσίας της πραγματικής ζωής κι ενώ όλη αυτή η κατάσταση μας ασφυκτιά, τη δεχόμαστε παθητικά γιατί δεν έχουμε το θάρρος ή τη θέληση να την αποτινάξουμε…
Αρκετά, όμως, με τα γενικά. Ας μιλήσουμε πιο συγκεκριμένα για τη δική μου φυλακή. Η δική μου φυλακή ήταν στρωμένη με μια πανάκριβη μοκέτα προκαταλήψεων. Τα ‘μην’ και τα ‘δεν’ είχαν φορέσει τα ωραιότερα και ακριβότερα ρούχα τους και έκαναν παρέα στην καταπίεση που κάθε τόσο έκλεινε ακόμα περισσότερο τα κάγκελα της φυλακής μου, για να με κάνει να νιώθω πιο ασφαλής… ΨΕΥΔΑΙΣΘΗΣΗ
Ο πόνος και η μοναξιά ύφαιναν τον ιστό τους γύρω από τη φυλακή μου και έκαναν ακόμα πιο ασφυκτική την ατμόσφαιρα, μειώνοντας το οξυγόνο. Μα για να υπάρχει οξυγόνο, χρειαζόταν να υπάρχει ζωή. Και ζωή μέσα στη φυλακή μου δεν υπήρχε, παρά τις προσπάθειες που έκανα να πείσω τον εαυτό που πως μέσα εκεί εγώ ζούσα…Κι αν τις στιγμές της αλήθειας συνειδητοποιούσα πως όλο αυτό ήταν ένα ψέμα, δεν έκανα κάτι για να το αλλάξω… τα φτερά μου ήταν πληγωμένα και τα βάρη που σήκωναν δεν τους επέτρεπαν να κινηθούν. Που και που η καταπίεση για να με κρατάει σε καταστολή μου έκανε και κανένα δωράκι… έτσι για να μου ‘χρυσώνει το χάπι’. Ανούσια στολίδια, που μόνο λαμπύριζαν για να με ξεγελάσουν και κόλλαγαν στα φτερά μου σαν βδέλλες. Και με κράταγαν σταθερά κολλημένη στη γη, μέσα στη δική μου φυλακή!
Υπήρχαν στιγμές που κοιτούσα έξω από τα κάγκελα κι έβλεπα τους άλλους να προσπαθούν, να τολμούν, να πειραματίζονται, να πέφτουν και να ξανασηκώνονται και πάλι από την αρχή. Να γελάνε, να τραγουδάνε, να ζουν. Κι ύστερα κοιτούσα εμένα. Κι ο φόβος μου έκοβε τα πόδια. Η καταπίεση μου έκανε υπνοθεραπεία με τις γνωστές της φράσεις ‘Καλά είσαι εδώ που κάθεσαι. Εκεί έξω θα σου κάνουν κακό!’ ‘Όπως και να’χει δε θα τα καταφέρεις αν φύγεις από δω!’ Κι εγώ το πρωί που ξυπνούσα θύμωνα, τα έβαζα με τον εαυτό μου για την ανικανότητά του! Και τάιζα χολή την ψυχή μου, γιατί είχα πιστέψει πως δε μπορούσα να τα καταφέρω… ΨΕΥΔΑΙΣΘΗΣΗ!
Κάποιες φορές άκουγα μικρά κουδουνάκια να ηχούν μέσα στην απόλυτη ησυχία της απραξίας και του κενού, τα άκουγα από μακριά και να φέρνουν ένα μήνυμα ελπίδας…μα χανόταν κι αυτό μόλις η καταπίεση κι ο φόβος μετατρέπονταν στις πιο γλυκές σειρήνες και προσπαθούσαν να με κρατήσουν δέσμιά τους. Ένα πρωί, όμως, μέσα στη σύγχυσή τους η καταπίεση κι ο φόβος έφυγαν αφήνοντας ανοιχτή την πόρτα της φυλακής μου… ΕΛΕΥΘΕΡΊΑ… ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΤΙ; Τι θα την κάνω εγώ την ελευθερία αφού δεν ξέρω να ζω παρά μονάχα μέσα στη φυλακή μου…Φοβικές σκέψεις γιατί ύπαρξη πραγματικού φόβου δεν υπήρχε! Ένα ρίγος διαπέρασε όλο μου το κορμί! Στάθηκα στην πόρτα και κοίταζα έξω μα τα πόδια μου είχαν κολλήσει. Δεν έκαναν βήμα ούτε μπροστά ούτε πίσω. ‘Δεν είμαι έτοιμη ακόμα’, σκέφτηκα προσπαθώντας να δικαιολογήσω τον εαυτό μου. Ένα κουδουνάκι το φύσηξε ο αέρας κι ήρθε στα χέρια μου… ‘Καλό σημάδι αυτό’,σκέφτηκα, κι εκεί δίπλα από την ανοιχτή πόρτα ένα άσπρο χαρτί κι ένα πινέλο. Ξαφνικά είδα την καταπίεση και το φόβο να στρίβουν από τη γωνία και να έρχονται προς το μέρος μου. Άρπαξα βιαστικά το χαρτί και το πινέλο και ξαναμπήκα στη μικρή, στενή μου φυλακή κι έκανα πως κοιμόμουν.
Όταν οι δυο τους πλησίασαν, η καταπίεση έριξε ένα κατσάδιασμα του φόβου για την απροσεξία του να αφήσει την πόρτα ανοιχτή. ‘Κι αν έφευγε, κι αν τη χάναμε κι αυτήν;’ Δηλαδή έχουν χάσει κι άλλους; Έχουν ξεφύγει κι άλλοι; Υπάρχει άραγε ελπίδα; ‘Δε λες καλά που κοιμάται του καλού καιρού!’, διέκοψε ο φόβος τη σκέψη μου. Μα αυτή η σκέψη φώλιασε για τα καλά στην ψυχή μου. Κι αν εκείνη τη μέρα είχα καταφέρει να ξεγελάσω τους ‘δήμιούς’ μου, κάθε βράδυ πριν κοιμηθώ προσευχόμουν να είναι το ίδιο αφηρημένοι και την επόμενη μέρα και να αφήσουν την πόρτα ανοιχτή για να δραπετεύσω!
Μάταια, όμως. Οι μέρες περνούσαν αλλά η καταπίεση διπλοτσέκαρε τις κλειστές πόρτες, μην τύχει και με χάσουνε. Το ζιζάνιο για την ελευθερία, όμως, κάθε μέρα θέριευε και περισσότερο μέσα μου…Δεν υπήρχε γυρισμός! Κι αυτό το χαρτί και το πινέλο έμοιαζαν διαφορετικά…Άρχισα να ζωγραφίζω. Στην αρχή γραμμές και κύκλους, αργότερα πιο σύνθετα σχήματα. Κι όσο ζωγράφιζα τόσο ξόρκιζα μακριά το ψέμα,την καταπίεση, το φόβο, τη μοναξιά. Τα πρώτα σκίτσα ήταν ασπρόμαυρα, μουντά, μα τόσο απελευθερωτικά κι ύστερα από το πουθενά άρχισαν να παίρνουν χρώμα και δύναμη. Μία όμορφη μελωδία ξεπηδούσε από κάθε σκίτσο, διαφορετική κάθε φορά. Τα όνειρα και η ελπίδα έπαιρναν χρώμα στο χαρτί!
Τις τελευταίες μέρες ένιωθα πιο ανάλαφρη και πολλά από τα ‘στολίδια’ που με βάραιναν είχαν πέσει στο πάτωμα. ‘Μα τι έχεις εσύ; Σαν κάτι να έχει αλλάξει επάνω σου και με ανησυχεί.’, είπε με τη γνωστή της καχυποψία η καταπίεση. Πήρα το γνώριμο, θλιμμένο ύφος μου και την επιβεβαίωσα πως τίποτα δεν είχε αλλάξει. Τελευταία ήταν όλο και πιο δύσκολο να την ξεγελάω. Μα το είχα πάρει πια απόφαση. Ανυπομονούσα για την ευκαιρία να αποδράσω από τη φυλακή μου. Κι η ευκαιρία αυτή δεν άργησε να έρθει! Η πόρτα έμεινε μισάνοιχτη κι εγώ έτρεξα προς τα εκεί, κρατώντας σφιχτά το πολύτιμο χαρτί και το πινέλο μου. Τα όπλα μου όλον αυτό τον καιρό, που μου άνοιξαν τα μάτια, μου καθάρισαν τη σκέψη. Με βοήθησαν να μάθω πραγματικά ποια είμαι και τι θέλω και ήταν το πολυπόθητο εισιτήριο για την ελευθερία. Πέταξα το μανδύα με τα περιττά στολίδια,η αλήθεια του εαυτού μου ήταν πια η ομορφιά μου. Κοντοστάθηκα στην πόρτα κοιτώντας τον ορίζοντα προς το άγνωστο, προς την ελευθερία… ‘Θα τα καταφέρεις, δε με έχεις ανάγκη πια…’, μου σιγοψιθύρισε ο φόβος. ‘Άνοιξε τα φτερά σου στη ζωή. Ένας πραγματικός κόσμος σε περιμένει!’
Η ελευθερία είναι ένα ατέλειωτο ταξίδι κι όσο καλύτερα γνωρίζει ο καθένας τον εαυτό του, τόσο περισσότερο προετοιμασμένος είναι για να τη βιώσει πραγματικά.