Η μικρή, ήταν του κουτιού. Το φόρεμά της ατσαλάκωτο, τα παπούτσια καθρέφτης και τα μαλλιά της χτενισμένα, να λάμπουν.
Είχε κολλήσει την πλάτη της σε ένα δέντρο και κρατούσε ένα μπλε τετράδιο που έκανε ρολό με τα χέρια της. Χρησιμοποιώντας το σαν κιάλι παρατηρούσε τα παιδάκια της παιδικής χαράς που βούιζαν γύρω της σαν μελίσσι, κρεμιόντουσαν από δέντρα και μονόζυγα, ούρλιαζαν και κυνηγούσαν το ένα το άλλο.
Όλα με μελανιασμένα πόδια, μάγουλα κόκκινα από την έξαψη και προσωπάκια μαύρα από τη βρώμα, είχαν παραδοθεί στους φανταστικούς κόσμους τους.
Μου είπε ότι τη λένε Αλκυόνη.
«Γιατί δεν πας να παίξεις με τα άλλα παιδάκια»; τη ρώτησα.
«Δεν θέλω να λερωθώ γιατί θα με πάει η μαμά μου στην τηλεόραση να τραγουδήσω» είπε.
«Τι ζωγραφίζεις σε αυτό το ωραίο τετράδιο που κρατάς;» ρώτησα για να αλλάξω κουβέντα.
«Δεν ζωγραφίζω, κάνω επαναλήψεις του σχολείου με τη μαμά».
Ξεροκατάπια και το βλέμμα μου πετάχτηκε προς στιγμήν στην κόρη μου, που είχε κάτσει με τον κώλο στα χώματα και με ένα ξύλο προσπαθούσε να βγάλει πετρέλαιο…
«Μπράβο Αλκυόνη» είπα αμήχανα. «Ε καλά, εκτός από τις επαναλήψεις και να παίξεις που και που δεν είναι κακό ε;» παρατήρησα.
«Α, δεν προλαβαίνω να παίξω γιατί έχω δουλειές».
«Τι δουλειές;»
«Κάνω αγγλικά, ρυθμική, πηγαίνω κολυμβητήριο και τώρα που έκλεισαν τα σχολεία, άρχισα πιάνο γιατί πριν δεν προλάβαινα».
«Πω, πω εσύ έχεις πολλές δουλειές στ’ αλήθεια. Σίγουρα είσαι σπουδαία. Και τι θες να γίνεις όταν μεγαλώσεις;» ρώτησα με περιέργεια.
«Γνωστή».
Οι μικρές Αλκυόνες με την εμφάνιση «σελοφάν» και με το άδειο βλέμμα είναι ανησυχητικά πολλές.
Αθώα θύματα μανάδων που δεν μεγαλώνουν, αλλά μανατζάρουν παιδιά, μπαινοβγαίνουν από το πρωί ως το βράδυ σε σχολεία, φροντιστήρια ξένων γλωσσών, κολυμβητήρια, μαθήματα πιάνου, παιδικές εκπομπές καναλιών και σε οτιδήποτε αποκλείει το ρήμα «παίζω».
Το βράδυ επιστρέφουν εξαντλημένες στο κοριτσίστικο δωμάτιο και πέφτουν άδειες στο ροζ μαξιλάρι τους με μία άγονη κούραση, όμοια με αυτήν ενός στελέχους πολυεθνικής. Στην οθόνη του μυαλού τους προβάλλονται καθημερινά τα όνειρα της μαμάς, τα οποία κυνηγούν σε έναν ανελέητο αγώνα αντοχής με μοναδικό έπαθλο την αποδοχή.
Αυτές οι μάνες δεν είναι κακές. Είναι απλά μπερδεμένες. Εισπράττουν το δικό τους «αξίζω σαν μάνα» μέσα από τους υψηλούς βαθμούς, τα μετάλλια και τα χειροκροτήματα των ξένων για το βλαστάρι τους.
Τίποτα από όλα αυτά δεν θα ήταν καταστροφικό αν οι επιθυμίες τους κούμπωναν με αυτές των παιδιών τους.
Όμως, συνήθως δεν τις ακούν. Το μόνο που ακούν είναι το κοριτσάκι μέσα τους, που τις τραβά από το φουστάνι παραπονεμένο για όσα στερήθηκε. Ή τη δική τους δαφνοστεφανωμένη διαδρομή που τώρα οφείλει να συνεχίσει ο απόγονος.
Τα κίνητρά τους είναι εγωιστικά, αλλά δεν το ξέρουν. Φιλτραρισμένα μέσα από την αδιαμφισβήτητη μητρική αγάπη, σερβίρονται σε χρυσό πιάτο.
Ωστόσο ο λογαριασμός για ένα «γεύμα» που το παιδί δεν παράγγειλε ποτέ, έρχεται συνήθως στην εφηβεία.
Και είναι ασήκωτος.