Όταν μιλάνε για Χριστούγεννα, τρομάζω.
Οι καμπάνες χτυπούν, κάνω το σταυρό μου και τρέχω να κρυφτώ μες στην ντουλάπα. Όταν βλέπω έλατα και άλλα κωνοφόρα στολισμένα το βάζω στα πόδια και όταν ακούω πολύχρωμα φωτάκια ν’αναβοσβήνουν νεκρικά, κάτι παθαίνουν οι φλέβες μου, το αίμα μου ηλεκτρίζεται και νομίζω πως πρέπει να τα καταπιώ.
Στα κάλαντα φοράω ωτοασπίδες αλλά και πάλι το πλαστικό λιώνει μες στο κεφάλι μου και οι φωνές των παιδιών μου τρυπάνε το μυαλό. Η γιαγιά φωνάζει να φάω βασιλόπιτα, αλλά όταν εκείνη δεν κοιτάει εγώ την ταΐζω στο παππού, μπουκώνοντας τον. Καταπίνει μαζί και το φλουρί, τον ταΐζω πολλά φλουριά από το πορτοφόλι της γιαγιάς, πνίγεται και δακρύζει, αλλά δεν με νοιάζει επειδή είναι μουγκός.
Χριστούγεννα: Κάθε χρόνο, εκείνες τις Άγιες Μέρες, αντιλαμβάνομαι ένα μοναχικό κοριτσάκι, να πεθαίνει κάπου παρατημένο μες τη μοναξιά του, έχοντας ως ύστατη συντροφιά ένα σβησμένο σπίρτο και μισό τσαλακωμένο όνειρο. Οι υπόλοιποι το προσπερνούν, το στολίζουν με γιρλάντες, του τραγουδάνε, μέχρι το πτώμα του να αρχίσει να σαπίζει, επομένως έρχεται το απορριματοφόρο του δήμου να μαζέψει το κουφάρι του, κι ας είναι ημέρα αργίας.
Κάθε χρόνο ντύνω τον Πασχάλη τον σκύλο μας κοριτσάκι και τον βάζω να κρατάει ένα αναμμένο σπίρτο, αν δεν παγώσει από μόνος του τον κλείνω στον καταψύκτη και του χρόνου ο μπαμπάς μου παίρνει καινούριο Πασχάλη.
Χριστούγεννα: Ρίξτε λίγα δάκρυα σ’αυτό το ποτήρι, σας παρακαλώ. Απόψε θα καταπιώ 150 milligram κόσμου και μου χρειάζεται νερό.
Χριστούγεννα: Ωραία εποχή να γράψει κανείς με το φτερό μιας γεμιστής γαλοπούλας, με σιρόπι από μελομακάρονα αντί για μελάνι και αντί για χαρτί στα φύλλα ενός φρεσκοψημένου μπακλαβά. Αργότερα ό,τι δεν σου κάνει το σβήνεις με λευκή άχνη από κουραμπιέδες. Στα ξεσκισμένα ρούχα του ζητιάνου, όμως, δεν πιάνει μελάνι. Πας να γράψεις τη λέξη “ελπίδα”και αυτή κυλάει από τις τρύπες των παπουτσιών του, οι μύτες των μολυβιών φαγώνονται από τα μεγάλα του μάτια, και όποιο ίχνος μελανιού έχει παραμείνει ξεπλένεται από τα δάκρυά του, έτσι αναγκάζεσαι να παρατήσεις κάθε προσπάθεια.
Χριστούγεννα: Στο χιονοδρομικό καφετιές αρκούδες κάνουν σκι και οι άνθρωποι κρύβονται τρομαγμένοι στα δέντρα, χτυπάω παλαμάκια, χαίρομαι πολύ.
Πιο πέρα, τα μαγαζιά γεμάτα φώτα. Kάτι ασπροντυμένες κυρίες, κουβαλούν την ηλιθιότητα αγκαζέ και με ένα χαμόγελο ζωγραφισμένο από το ένα αυτί μέχρι το άλλο, σου λένε πως κάνουν έρανο αγάπης. Μοιάζουν με καρναβάλια και αναρωτιέμαι μήπως πάλι μπέρδεψα τις εποχές. Τέλος πάντων, αγοράζω όλη την αγάπη σας, και πληρώνω όσο όσο. Πάρτε μου μόνο αυτή τη μελαγχολία. Δεν την πουλάω, σας τη χαρίζω. Πάρτε τη, πριν πέσει το χιόνι και τη σκεπάσει. Στολίστε τη στο δέντρο σας, πασπαλίστε τη στα γλυκά σας, χώστε τη στη πρίζα σας, μόνο πάρτε τη.
Χριστούγεννα: Μια φωτεινή εποχή, μες στο σκοτάδι της. Χτυπάω παλαμάκια, χαίρομαι πολύ.