Τα πάθη του νεαρού Βέρθερου, συμβόλου του κινήματος Sturm und Drang (Θύελλα και Ορμή) προδρόμου του ρομαντισμού είναι η απόλυτη έκφραση της ευαισθησίας και της αναζήτησης της ελευθερίας του εγώ μέσα απο τη σύγκρουση του ανεξέλεγκτου πάθους και της παραφοράς με τον περίγυρο και τις κοινωνικές συμβάσεις.
Ο Βέρθερος είναι ένα επιστολικό διήγημα του Γκαίτε που εκδόθηκε το 1774 και γνώρισε μεγάλη επιτυχία στη Γερμανία ενώ μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες. Ο ίδιος για το βιβλίο του αυτό γράφει :
“Έκανα κάτι καινούριο. Μια ιστορία με τα πάθη του νεαρου Βέρθερου, όπου παρουσιάζω έναν άντρα με βαθιά ευαισθησία και πραγματική διεισδυτικότητα, ο οποίος χάνεται σε ενθουσιώδη όνειρα, υπονομεύει τον εαυτό του μέσα από θεωρητικές αναζητήσεις μέχρι το τέλος τσακισμένος από την παρεμβολή κάποιων άτυχων παθών και προπάντων από έναν αδιέξοδο έρωτα, αυτοκτονεί φυτεύοντας μια σφαίρα στο κεφάλι”
Παρακάτω θα βρείτε κάποια ενδεικτικά αποσπάσματα από το βιβλίο:
“Εμείς οι άνθρωποι παραπονιόμαστε συχνά και μου φαίνεται, άδικα, ότι οι καλές μέρες είναι τόσο λίγες και οι κακές τόσο πολλές. Αν είχαμε την καρδιά μας πάντα ανοιχτή για να μας επιφυλάσσει το καλό που μας έχει δώσει ο Θεός τότε θα είχαμε και αρκετή δύναμη για να υπομένουμε το κακό οταν έρχεται”
“Πόσα πράγματα δεν εξαρτώνται από το σώμα. Όταν κανείς δεν είναι καλά τότε δεν αισθάνεται πουθενά καλά”.
“Κανείς δεν ξέρει μέχρι πού πηγαίνουν οι δυνάμεις του μέχρι να τις δοκιμάσει”.
“Αλίμονο σε αυτούς που χρησιμοποιούν την εξουσία που έχουν πάνω σε μια καρδιά για να της στερήσουν τις απλές χαρές που πηγάζουν από μέσα της. Όλα τα δώρα, όλες οι χαρές του κόσμου δεν μπορούν να υποκαταστήσουν μια στιγμή απόλαυσης την οποία έχει δηλητηριάσει η φθονερή δυσθυμία του δυνάστη μας”.
“Mου είναι ανυπόφοροι οι άνθρωποι που μας ζητούν να υποτασσόμαστε σε πεπρωμένα αναπόφευκτα”.
“Δε θέλω πια να με καθοδηγούν, να με ενθαρρύνουν, να με εξάπτουν. Η καρδιά μου καίει αρκετά από μόνη της. Χρειάζομαι ένα τραγούδι να με νανουρίσει και το βρήκα σε όλη του την πληρότητα στον Όμηρο μου. Πόσες φορές δεν ειρηνεύω το ταραγμένο μου τραγουδώντας, γιατί δεν έχεις δει ποτέ σου τίποτε το τόσο άνισο και τόσο άστατο όσο είναι η καρδιά μου”.
“Μάταια απλώνω τα χέρια προς εκείνη, το πρωί οταν μισοξύπνιος βγαίνω από ένα δυσάρεστο όνειρο,μάταια την αναζητώ τη νύχτα στο κρεβάτι μου, όταν με έχει γελάσει ένα ευτυχισμένο και αθώο όνειρο και νομίζω ότι καθόμουν πλάι στο λιβάδι και κρατουσα το χέρι της και το σκέπαζα με χίλια φιλιά. Αχ! και όταν ύστερα μισοζαλισμένος από τον ύπνο, την ψάχνω δίπλα μου κι εκείνη τη στιγμή ακριβώς ξυπνώ, ένας χείμαρρος από δάκρυα αναβλύζει από τη θλιμμένη καρδιά μου”.
“Έχω μεθύσει πολλές φορές, τα πάθη μου ποτέ δεν απείχαν πολύ από την τρέλα και δεν μετανιώνω ούτε για το ένα ούτε για το άλλο, γιατί στο μέτρο των δυνατοτήτων μου, έμαθα να κατανοώ ότι όλους τους ξεχωριστούς ανθρώπους, αυτούς που πραγματοποίησαν κάτι μεγάλο, κάτι που έμοιαζε ακατόρθωτο, ανέκαθεν τους θεωρούσαν μεθυσμένους και τρελούς”.
“Τα άνθη της ζωής δεν είναι παρα φαντάσματα! Πόσα από αυτά δεν παιρνούν χωρίς να αφήσουν ίχνη πίσω τους, πόσα λίγα από αυτά δίνουν καρπούς και πόσο λίγοι από αυτούς τους καρπούς ωριμάζουν”.
Όταν είμαστε απόντες από τον εαυτό μας, τότε μας λείπουν τα πάντα.
“Η ευτυχία μας ή η δυστυχία μας βρίσκεται στα αντικείμενα με τα οποία σχετιζόμαστε και γι αυτό δεν είναι τίποτα πιο επικίνδυνο από τη μοναξιά”
“Τι είδους άνθρωποι είναι λοιπόν που όλη η ψυχή τους είναι δοσμένη στους τύπους, που όλη η σκέψη και φροντίδα για χρόνια ολόκληρα είναι για το πώς θα γλυστρίσουν μια καρέκλα παραπέρα προς την κεφαλή του τραπεζιού;[…]Οι ανόητοι δεν καταλαβαίνουν ότι δεν είναι η θέση αυτή που μετράει και ότι αυτός που κατέχει την πρώτη θέση, σπάνια παίζει και τον πρώτο ρόλο;”
Αχ! Αυτά που ξέρω μπορεί να τα μάθει ο καθένας. Η καρδιά μου όμως είναι μόνο δική μου
“Ναι βέβαια. Εγώ δεν είμαι παρά ένας οδοιπόρος, ένας προσκυνητής πάνω σε αυτή τη γη. Εσείς άραγε είστε κάτι περισσότερο;”.
“Τι σου είναι ο άνθρωπος όταν τον υμνούς ως ημίθεο. Δεν του λείπουν οι δυνάμεις ακριβώς όταν τις έχει πιο πολύ ανάγκη; Και όταν πετάει από χαρά ή βυθίζεται στον πόνο, δεν αναχαιτίζεται και στις δύο περιπτώσεις και δεν επαναφέρεται στην απάθεια και στην ψυχρότητα της συνείδησης, τη στιγμή ακριβώς που νοσταλγεί την πληρότητα του απείρου;”.
*τα αποσπάσματα είναι απο το βιβλίο “Goethe Τα πάθη του νεαρού Βέρθερου” σε μετάφραση Στέλλας Νικολούδη, εκδόσεις Άγρα.