Είμαι πτώμα. Οριακά κατάφερα να φτάσω στο κρεβάτι. Ευτυχώς ήταν κοντά οι πυτζάμες αλλιώς θα έπεφτα με τα ρούχα. Καθώς ξάπλωσα στα κρύα σεντόνια ένιωσα την γλυκιά κούραση να με πλημμυρίζει, την σπονδυλική μου στήλη να ισιώνει και το κεφάλι μου ημιλιπόθυμο.
Και τότε το είδα.
Στην πέρα συρταριέρα. Στην άλλη άκρη της κρεβατοκάμαρας. Το κινητό μου. Προφανώς δεν μπορούσα να το αφήσω έτσι. Με έπαιρνε ο ύπνος αλλά έκανε “ντίνγκ!” με μήνυμα στο Messenger. Αυτό ήταν. Σηκώθηκα. Κάποια ανόητη ομάδα που είχε φτιάξει ένας που δεν ήξερα καν.
Άκουσα την εξώπορτα. Είχε γυρίσει η γυναίκα μου. Η αδρεναλίνη με ξύπνησε τελείως τώρα. Πλησίαζε. Πήδηξα πάλι κάτω από τα σεντόνια και προσπάθησα να κάνω τον κοιμισμένο. Την άκουσα να πηγαίνει στο μπάνιο. Άρχισε να πέφτει ο σφυγμός μου και να με νικάει πάλι η εξάντληση.
Είχα μόλις κοιμηθεί όταν ένιωσα κάτι στο χέρι μου. Σκληρό. Κάπως άβολο. Ξύπνησα καθώς το τραβούσε προς την πλάτη του κρεβατιού και με έδενε η γυναίκα μου. Χειροπέδες. Έβαλε και την άλλη στο άλλο χέρι. Φορούσε ζαρτιέρες και ένα σουτιέν που λυνόταν από μπροστά. Νομίζω ότι η κιλότα είχε σκίσιμο επίσης από μπροστά, δεν είδα καλά γιατί με φιλούσε με τόσο πάθος που νόμιζα ότι θα μου ξεριζώσει τη γλώσσα. Έκανε κι άλλα κόλπα που ντρέπομαι να περιγράψω. Η ουσία είναι ότι κατέληξα δεμένος, σηκωμένος και ολόρθος να την κοιτάω από πάνω μου όταν είπε:
“Και τώρα που με προσέχεις καλά, θέλω να συζητήσουμε τι χρώμα χαλί θα βάλουμε στο σαλόνι.”