Η Έφη είναι κοντά στα σαράντα. Συναντιόμαστε συχνά στην παιδική χαρά, όπου παίζουν μέχρι τελικής πτώσης τα παιδάκια μας και εμείς καθόμαστε στο παγκάκι μας και λέμε τα δικά μας. Πάσχισε πολύ για να αποκτήσει τα παιδιά της. Κατέφυγε στην βοήθεια της επιστήμης, αφού η φύση της στέρησε αυτό που ήταν φυσιολογικό για τα υπόλοιπα ζευγάρια. Αλλά ακόμη και με την επιστήμη, τρεις φορές η φύση ξανάπηρε πίσω τα παιδιά της και παρέμενε η κοιλιά και η αγκαλιά της άδεια. Τελικά επέμενε, δικαιώθηκε και ευλογήθηκε με το δικό της θαύμα. Όταν μου εξιστόρησε την ιστορία της στο παγκάκι μας δεν μπόρεσα να μην της εκφράσω τον θαυμασμό μου για την επιμονή της και την νίκη της στο τέλος.
«Δεν έκανα τίποτα παραπάνω από ό,τι θα έκανε η κάθε γυναίκα που αναζητά το παιδί της. Στεκόμουν με πείσμα έξω από την παιδική χαρά και προσπαθούσα να φτάσω την ασημένια κλωστούλα που είχε περασμένη το παιδί μου στο χεράκι του και να το τραβήξω απαλά κοντά μου».
Τα πέτρινα χρόνια της υπογονιμότητας ήταν πολύ άγρια για την Έφη. Ο συνεχής αγώνας, οι αμέτρητοι γιατροί που επισκέφτηκε, οι ενέσεις, οι προσπάθειες, οι εξετάσεις, οι επεμβάσεις, οι αποβολές είχαν καταρρακώσει το σώμα της και την ψυχή της. Η θέλησή της όμως να φέρει ένα παιδί στον κόσμο παρέμενε αναλλοίωτη και δυνατή για να τη σηκώνει κάθε φορά που έπεφτε και να την σπρώχνει να προσπαθεί. Αυτή η θέληση είχε πλάσει στο μυαλό της μια εικόνα που την συντρόφευε τη μέρα και έδινε σχήμα στα όνειρα της τις νύχτες.
Η φαντασία της Έφης είχε χτίσει μια τεράστια, υπέροχη, πολύχρωμη, γεμάτη παιχνίδια παιδική χαρά. Μέσα έπαιζαν, έτρεχαν, γελούσαν αμέτρητα παιδάκια, αγόρια και κορίτσια μπλεγμένα σε ένα πολύβουο και χαρούμενο σμήνος. Και να το κυνηγητό και να το κρυφτό και να το φρενήρες κατέβασμα από τις τσουλήθρες… Προσωπάκια ευτυχισμένα με τεράστια χαμόγελα, στηθάκια να ανεβοκατεβαίνουν λαχανιασμένα…. Μια παιδική χαρά που όμοια της δεν υπήρχε επί γης, γιατί υπήρχε μόνο στην φαντασία της Έφης. Εκεί είχε βάλει όλα τα παιδάκια που έμελλε να έρθουν στον κόσμο, εκεί είχε φανταστεί και το δικό της παιδί, αυτό που θα κρατούσε κάποια στιγμή στην αγκαλιά της.
Ονειρευόταν τις νύχτες πως στεκόταν έξω από την παιδική χαρά, χωρίς να μπορεί να μπει μέσα. Παρατηρούσε και λαχταρούσε να ανοίξει την αγκαλιά της και αν ήταν τυχερή κάποιο παιδάκι να τρέξει να κρυφτεί μέσα της. Άπλωνε το χέρι της να αγγίξει, μάλλον να γραπώσει καλύτερα, μια από τις αμέτρητες ασημένιες κλωστούλες που αιωρούνταν από πάνω της και που η καθεμιά της ήταν δεμένη και σε ένα παιδικό, τρυφερό χεράκι. Αχ, να μπορούσε να πιάσει μια κλωστούλα, δεν ήθελε τίποτε άλλο. Να την τραβήξει απαλά και να φέρει κοντά της το δικό της παιδί, που δεν άκουγε τη φωνή της, γιατί έπαιζε και δεν την είχε προσέξει. Παιδιά είναι, σκεφτόταν η Έφη, είναι απορροφημένα στο προαιώνιο παιχνίδι τους και δεν τους αποσπά τίποτα την προσοχή.
Και έβαλε τα δυνατά της και έπιασε τρεις φορές την ασημένια κλωστούλα. Κατάφερε και την άγγιξε με τα ακροδάχτυλα της. Πετάρισε η καρδιά της από χαρά τρεις φορές, χαμογέλασαν τρεις φορές τα αγέλαστα χείλη της, πλημμύρισαν από δάκρυα χαράς τρεις φορές τα μάτια της. Και τις τρεις φορές όμως η ασημένια κλωστή ήταν λεπτή, τόσο λεπτή, τόσο εύθραυστη, που έσπασε καθώς την τράβηξε… και το παιδί της συνέχισε το παιχνίδι του αμέριμνο και αυτή συνέχισε να στέκεται αδειανή στην άκρη της παιδικής χαράς.
Ήξερε ότι η ίδια έπρεπε να ξαναβάλει τα δυνατά της, έπρεπε να επιμείνει, να μην εγκαταλείψει. Τις ημέρες έψαχνε να βρει τη λύση στο πρόβλημα της υπογονιμότητας και τις νύχτες έπαιρνε δύναμη από το όνειρο της στην παιδική χαρά, όπου κοιτούσε με λατρεία το παιδί της να παίζει σαν μέσα σε σύννεφο και έβλεπε και πάλι την ασημένια κλωστούλα του να χορεύει σαν τα μαλλιά της ανεμώνης στο βυθό, να μεγαλώνει, να την πλησιάζει και να την προκαλεί να την γραπώσει και πάλι. Και το έκανε! Για άλλη μια φορά! Και έβαλε όλη της τη δύναμη στα ακροδάχτυλα να τυλίξει καλά την ασημένια κλωστή στο χέρι της. Αυτή τη φορά η κλωστούλα ήταν δυνατή και η ίδια η Έφη ήταν δυνατή, την τράβηξε με αποφασιστικότητα και τρυφερότητα μαζί. Τεντώθηκε η ασημένια κλωστή στην αρχή και η Έφη την τύλιξε καλά γύρω από το καρπό της, ώσπου μέσα από το πολύβουο και χαρούμενο σμήνος πρόβαλλαν δύο παιδάκια δεμένα από τα χεράκια τους με την ασημένια κλωστούλα.
Τα δίδυμα παιδιά της Έφης έπαιζαν τώρα μπροστά μου και η μαμά τους καθόταν δίπλα μου και τα κοιτούσε με λατρεία. Τώρα μπορώ να εξηγήσω γιατί συχνά έβλεπα τα μάτια της Έφης υγρά και απορούσα. Είχε περάσει χρόνια έξω από «εκείνη» την παιδική χαρά και τώρα το όνειρο ήταν πια πραγματικότητα, όμως η ανάμνηση των πέτρινων χρόνων ήταν πάντα παρούσα.
Τα παιδιά της Έφης λατρεύουν την παιδική χαρά, ποιό παιδάκι άλλωστε δεν τη λατρεύει. Αν υπάρχει αυτή η ουράνια, φανταστική, υπερκόσμια και απόκοσμη παιδική χαρά ίσως γι’ αυτό όλα τα παιδιά λατρεύουν τις παιδικές χαρές και τις αναζητούν ως ανάμνηση «εκείνης» της παιδικής χαράς σε μια προηγούμενη, μυστηριακή ζωή. Ιδιαίτερα τα παιδιά της Έφης, αλλά κάθε παιδί που ήρθε στον κόσμο μετά από επίπονο αγώνα και πολύ πόνο μέχρι ένα χέρι να το τραβήξει απαλά από την ασημένια του κλωστή.
Σαν σήμερα, πριν 5 χρόνια, στις 2/2/2009 η Έφη έκανε την τελευταία της εμβρυομεταφορά που της χάρισε τα δύο της παιδάκια.
* Η ανάρτηση αυτή αφιερώνεται σε σένα που στέκεσαι έξω από την υπερκόσμια παιδική χαρά και προσπαθείς με επιμονή και υπομονή να τραβήξεις την δική σου ασημένια κλωστή μέχρι να φέρεις κοντά σου το παιδί σου. Μην εγκαταλείψεις…
Λένα Φίλη
H Λένα Φίλη γεννήθηκε στη χώρα του αμερικανικού ονείρου και επέστρεψε με τους γονείς της στη χώρα του ελληνικού μύθου. Από μικρή απέκτησε μια σχέση αγάπης με τις θετικές επιστήμες αλλά ερωτεύτηκε τις θεωρητικές. Αμφιταλαντεύτηκε ανάμεσα τους, ώσπου ακολουθώντας τις επιταγές της ελληνικής κοινωνίας κόσμησε τον τοίχο του σπιτιού της με ένα δίπλωμα αξιοζήλευτο, που σαν καλός σύζυγος της απέφερε μεν τα ως προς το ζην, αλλά δεν της πρόσφερε τον έρωτα που ελάχιστοι τυχεροί βιώνουν μέσα από τη δουλειά τους. Στα δεύτερα άντα της αποφάσισε να αναζητήσει ξανά το χαμένο πάθος και ας μην συνοδεύεται από κορνιζαρισμένο πτυχίο στον τοίχο.