Καταφθάνουμε λοιπόν, ό πατέρας μου κι εγώ, στις θειες μου* είναι σούρουπο. ‘Έχουμε βαρύ πένθος. Ή μητέρα μου έχει μόλις πεθάνει. Οί δύο άδερφές μου έχουν σταλεί σε μοναστήρι. Εμένα, τήν πιο λογική, με εμπιστεύονται σ’ εκείνες τις θειες μου -πρώτες ξαδέλφες της μητέρας μου- σύμφωνα με τά έθιμα της Βρετάνης. Φτάνοντας, μας υποδέχονται χωρίς ενθουσιασμό* κόβουν τό φιτίλι της λάμπας γιά νά δουν καλύτερα τό πρόσωπο μου. Οί θειες μου έχουν δειπνήσει* εμείς, όχι* τις εκπλήσσει ότι άνθρωποι πού έχουν ταξιδέψει όλη μέρα δεν έχουν φάει. Είναι κάτι πού άναστατώνει τό ωράριο τους άλλά και την οικιακή τους οικονομία, καταλήγουν ωστόσο νά ξεπεράσουν τη στυφή, επαρχιώτικη αύστηρότητά τους και δηλώνουν άπρόθυμα: “Θά σας βράσουμε δύο αύγά μελάτα ». Ή μικρή Κοκό μαντεύει την άπροθυμία τους κι αυτό τήν πληγώνει* πεθαίνει της πείνας, άλλά στή θέα τών αύγών γνέφει όχι με τό κεφάλι, άρνεΐται νά φάει τά αύγά, τά κοιτάζει απορριπτικά, τα άποποιείται, δηλώνει κατηγορηματικά πώς δεν της άρέσουν τ αύγά, πώς τά απεχθάνεται* στήν πραγματικότητα τά λατρεύει, άλλά μετά τήν πρώτη αύτή επαφή, μέσα στή ζοφερή εκείνη νύχτα,
Έχει ανάγκη νά πει όχι σε κάτι, νά πει απερίφραστα οχι σέ δλα δσα της προσφέρονται, στις θειες, σε δ,τι την περιβάλλει, στην καινούργια ζωή της. Στα δέκα χρόνια πού θα περάσει στο Μον-Ντόρ, ή μικρή Κοκό θα επιμείνει σταθερά στο πρώτο της αυτό ψέμα, στήν πεισματάρικη άρνησή της, εωσότου νά βγάλει τήν άδιάψευστη φήμη τήν πρώτη αύτή φήμη θά ακολουθήσουν πολλές άλλες !- ότι « στη μικρή Κοκό δεν αρέσουν τα αυγά ». ‘Έκτοτε, κάθε φορά πού θά πηγαίνω νά βάλω στο στόμα μου ενα λαχταριστό κομμάτι ομελέτα φλα-μπέ, ελπίζοντας πώς έχει ξεχαστεί αύτή ή φήμη μου, θά ακούω τήν τσιριχτή φωνή μιας από τις θειες μου νά μου λέει: “Ξέρεις καλά ότι είναι αύγά ». Ό μύθος πού σκοτώνει τον ήρωα.
Λέω οχι σε όλα, από αγάπη, από ύπερβολική, παθιασμένη αγάπη γιά τη ζωή, άπδ άνάγκη νά μ’ άγαποΰν, γιατί τά πάντα με εκνευρίζουν και με πληγώνουν στις θείες μου. Μισητές θειες! ‘Αξιολάτρευτες θειες! Άνηκαν σ’ εκείνη τήν άγροτική άστική τάξη πού δεν γυρνάει στήν πόλη ή στήν κωμόπολή της παρά μόνο δταν πιάσει κακοκαιρία, γιά νά βγάλει το χειμώνα, άλλά χωρίς ποτέ νά χάσει τήν επαφή της με τή γη πού τή θρέφει. Μισητές θειες γιά τις οποίες ή άγάπη είναι πολυτέλεια και ή παιδική ήλικία αμάρτημα. ‘Αξιολάτρευτες θειες πού το τζάκι τους ξεχειλίζει από παστά κάθε είδους και καπνιστά κρέατα, οι μπουφέδες τους άπδ αλατισμένο βούτυρο και μαρμελάδες, οι ντουλάπες τους άπό ώραΐα λινά σεντόνια του Ίσουάρ, αύτά πού οί πλανόδιοι έμποροι άπό τό Ώβερνιά τά πουλάνε στά πέρατα της γης. ‘Υπάρχουν τόσα άσπρόρουχα στο σπίτι τους ώστε δεν βάζουν μπουγάδα παρά δύο φορές τό χρόνο. Ξέρω πώς οί κάτοικοι αύτης της περιοχής δεν φημίζονται γιά τήν καθαριότητά τους, άλλά, συγκρίνοντας με τις πολυχρησιμοποιημένες σημερινές λινοθήκες μας, επρόκειτο όντως γιά πολλά άσπρόρουχα. Οί ύπηρέτριές μας φορούν τό σκουφάκι με τις πιέτες, γιατί απ’ τά δεκαπέντε τους χρόνια έχουν κόψει τά μαλλιά τους και τά έχουν πουλήσει* είναι ένα έθιμο πού πάει πίσω στους γαλατικούς χρόνους* οί Ρωμαίες άρι- στοκράτισσες φορούσαν ήδη στο κεφάλι τους τά μαλλιά των κοριτσιών μας. Με στέλνουν σχολείο και κα- τηχητικό. Δεν μαθαίνω τίποτε. Οί γνώσεις μου δεν θά έχουν ποτέ καμία σχέση μέ αύτά πού διδάσκουν οί καθηγητές* ό Θεός στον όποιο πιστεύω δεν θά είναι ό καλός Θεός τών ιερέων. Ή θεία μου μέ βάζει νά πώ τό μάθημά μου κι επειδή έχει ξεχάσει τή δική της κατήχηση, παίρνει τις έρωτήσεις της άπό τό βιβλίο μου* άπαντώ άψογα* κι είναι άπολύτως φυσικό, εφόσον έχω βρει στή σοφίτα ένα άλλο βιβλίο κατήχησης κι έχοντας σκίσει τις σελίδες του μία μία, μπορώ νά κρατώ στήν παλάμη μου τά άποσπάσματα γιά τά όποια μέ ρωτάει.