Η πρώτη γραπτή αναφορά θεραπείας που εφαρμόστηκε με την Ομοιοπαθητική, αφορά τον Μελάμπους (1400 π.Χ.). Θεωρείται ο πρώτος θνητός στον οποίο οι θεοί εδώρησαν την ικανότητα του «θεραπεύειν και προβλέπειν τα μέλλοντα». Ο Μελάμπους θεράπευσε την ανικανότητα του Ιφίκλου που είχε προκληθεί από μαχαίρι με την σκουριά του ίδιου μαχαιριού. Η Ομοιοπαθητική αναφέρεται στο έργο του Αριστοτέλη “Ηθικά Μεγάλα” ότι η καταγωγή της είναι τόσο παλιά, ώστε κανείς να μην μπορεί να την προσδιορίσει.
Αναφορά γίνεται και στην Ιλιάδα του Ομήρου, τον Ξενοφώντα, τον Αριστοτέλη και από πολλούς ακόμη αρχαίους προγόνους μας. Οι άνθρωποι του δυτικού πολιτισμού που διαδραμάτισαν έναν σημαντικό ρόλο στην ιστορία τις ιατρικής:
Ιπποκράτης (460 π.Χ.) ο οποίος διδάχθηκε την Θεραπευτική απο τους Πυθαγόρειους που θεωρούσαν τον άνθρωπο σαν μία ολότητα (Νους, Ψυχή, Σώμα) και την ασθένεια σαν μια κατάσταση ανισορροπίας του εσωτερικού επιπέδου που εκφραζόταν με την μορφή μιας ασθένειας.
Θεωρούσαν ότι για να υπάρξει θεραπεία έπρεπε να θεραπευτεί το αίτιο το οποίο βρισκόταν στο εσωτερικό του ανθρώπου. Ο Ιπποκράτης εξέλιξε συστηματοποιώντας την μέθοδο, θεωρούσε δε ότι η θεραπεία θα μπορούσε να επιτευχθεί μόνον αν χορηγούσαν μία ουσία η οποία θα είχε την δυνατότητα να προκαλέσει ΟΜΟΙΑ συμπτώματα με αυτά που εκφράζει η ασθένεια. Αυτή η Ομοίου – πάθους μέθοδος, εκφράζεται στο ρητό του “” τα όμοια ομοίοις εισίν ιάματα” καθώς επίσης και στο “”Δια τα όμοια νόσος γίγνεται και δια τα όμοια προσφερόμενα εκνοσούντων υγιαίνονται”.
Γαληνός ο ένδοξος ή Κλαύδιος (200μ.χ.) ιατρός με πολύ μεγάλη φήμη στην εποχή του που φτάνει μέχρι τις μέρες μας. Η βασική μέθοδος που εφάρμοζε ήταν τα “ενάντια εναντίοις” που εφαρμόζει μέχρι σήμερα η συμβατική ιατρική.
Σαμουήλ Χάνεμαν (1755 μ.χ. 1843μ.χ.) από την πόλη Μάισεν της Γερμανίας. Από 12 ετών δίδασκε Ελληνικά , γνώριζε επίσης Αγγλικά , Γαλλικά, Ιταλικά , Λατινικά, Εβραϊκά, και Αραβικά. Σπούδασε ιατρική στην Λειψία και στην Βιέννη και ήταν πολύ γνωστός στους επιστημονικούς κύκλους. Εγκατέλειψε την ιατρική για να μην διατρέχει τον κίνδυνο να βλάψει κανέναν και δήλωνε δημόσια ότι ϋη ιατρική σαν τέχνη να σώζει την ζωή και να αποκαθιστά την υγεία, στην Παρούσα της κατάσταση, είναι πλήρως ανεπαρκής. Ακόμα και στα πιο ικανά χέρια είναι στείρα και ανίκανη να κρατήσει τις υποσχέσεις των θεωριών της. Δεν μπορώ παρά να δω μόνον τις ανάγκες της σαν σταθερές αρχές. Φαντάζομαι, ότι η ιατρική, αν και είναι προφανώς εξαιρετικά επιστημονική στις θεωρίες της, στην πράξη είναι μόνο λίγο παραπάνω από εμπειρική και στερεότυπη εφαρμογή θεραπευτικών μετρήσεων, από τις οποίες δεν γνωρίζουμε ούτε την βέβαιη επίδρασή τους , ούτε τους νόμους που θα έπρεπε να καθορίζουν την επιλογή τους. Δεν μπορώ λοιπόν να παραμείνω κ, άλλο συνδεδεμένος με μια τέχνη, την οποία καταδικάζουν η λογική και η συνείδησή μου σαν ανεπαρκή και επιζήμια”.
Στην συνέχεια ασχολήθηκε με την χημεία και με μεταφράσεις ιατρικών συγγραμμάτων. Μεταφράζοντας ένα σύγγραμμα φαρμακολογίας του διδάκτορα Cullen, δεν ικανοποιήθηκε απο την αναφορά του συγγραφέα που περιέγραφε την δράση ενός ευρέως διαδεδομένου φαρμάκου που προερχόταν από τον φλοιό του δένδρου “κιγχόνη”(^^) και προοριζόταν για την θεραπεία της ελονοσίας. Αποφάσισε να λάβει ο ίδιος το φάρμακο ώστε να διαπιστώσει τις αντιδράσεις του στον εαυτό του. Εκεί διαπίστωσε ότι το φάρμακο του δημιούργησε συμπτώματα όμοια με αυτά της ασθένειας για την οποία προοριζόταν. Όταν σταμάτησε να επαναλαμβάνει τη δόση, η υγεία του σε σύντομο χρόνο επανήλθε στην αρχική της κατάσταση.
Η συνειδητοποίηση του Χάνεμαν για τον τρόπο δράσης των φαρμάκων ήταν καθοριστική για την μετέπειτα πορεία του και την εκ’ νέου ανακάλυψη της Ομοιοπαθητικής θεραπευτικής τέχνης. Δημιούργησε μία ομάδα από συναδέλφους του και άρχισαν να πειραματίζονται με διάφορες ουσίες καταγράφοντας λεπτομερώς τα συμπτώματα που προκαλούσαν.
Με αυτόν τον τρόπο και για πρώτη φορά δημιουργείται μια φαρμακολογία (Materia Medica) που περιέχει όλα τα συμπτώματα (νοητικά ,ψυχικά και σωματικά) που προκαλούνται από το κάθε ένα φάρμακο σε έναν κατά συνθήκη υγιή οργανισμό.
Αφού απέδειξε τις παθολογικές εκφράσεις (παρενέργειες) που δημιουργούν οι ουσίες, παρατήρησε ότι η αντίδραση του οργανισμού στον συχνό βομβαρδισμό με τις επαναλαμβανόμενες δόσεις, μπορεί να είναι τόσο έντονη ώστε να καταλήξει επιβλαβή και ο φορέας να ασθενήσει. Η αντίδραση αυτή (συμπτώματα), συνειδητοποίησε, ότι ήταν η άμυνα που χρησιμοποιούσε ο οργανισμός για να αντεπεξέλθει στην βλαπτική για την ευαισθησία του ουσία. Μπορούμε να αντιληφθούμε από αυτήν την παρατήρηση, ότι οι ασθένειες δεν είναι κάτι άλλο πέραν από την ανάγκη του οργανισμού να αντιμετωπίζει την διαταραχή που έχει υποστεί.
Με τις γνώσεις που είχε από την χημεία ο Χάνεμαν και μετά την ανακάλυψη της ομοιοπαθητικής δράσης των ουσιών άρχισε να αραιώνει την πρωταρχική ουσία 1/10 σε αραιωμένη με νερό αλκοόλη προκειμένου να ελαχιστοποιήσει την δόση ώστε να αποφύγει την ένταση που είχαν τα αρχικά συμπτώματα. Γρήγορα παρατήρησε ότι ο ασθενής γινόταν καλά αλλά πάλι μετά από μία αρχική επιδείνωση χαμηλότερης έντασης. Συνέχισε να αραιώνει το μίγμα μέχρις ότου έφτασε στο σημείο που η δόση ήταν ανενεργός, η χημική σύσταση του φαρμάκου δεν ήταν τόσο δυνατή ώστε να επιδεινώσει αλλά και ούτε να θεραπεύσει τα συμπτώματα. Σε αυτό το σημείο ο Χάνεμαν δοκίμασε κάθε φορά που αραίωνε το μίγμα να το δονεί έντονα χτυπώντας πάνω σε ένα χοντρό βιβλίο το φιαλίδιο πετυχαίνοντας με αυτό τον τρόπο την αύξηση της ενέργειας που αποτέλεσε και την μεγάλη και εκ’ νέου ανακάλυψη της ομοιοπαθητικής.
Έφτιαξε με αυτή την διαδικασία την ελάχιστη δόση που είναι και ένας από τους 4 νόμους που διέπουν την Ομοιοπαθητική. Με την αραίωση και δυναμοποίηση τις ουσίας παρατήρησε ότι η αρχική επιδείνωση μειώθηκε, οι δυναμικές ή ενεργητικές ιδιότητες του φαρμάκου αποδεσμεύονταν, με αποτέλεσμα να διεγείρεται το ζωτικό επίπεδο του ασθενούς. Το γεγονός της επιρροής στον οργανισμό από την φαρμακευτική ποσότητα έχει επαληθευθεί και από τον νόμο του χημικού Arndt Schultz, που λέει ότι μικρές δόσεις διεγείρουν, μεσαίες δόσεις παραλύουν και μεγάλες δόσεις σκοτώνουν.