Η Πολυάννα φώναξε, σαστισμένη:
– Μα, θεία Πόλυ, θεία Πόλυ, δεν μου αφήνετε καμιά στιγμή για να ζήσω!
– Για να ζήσεις, παιδί; Τι θέλεις να πεις; Μήπως δεν ζεις όλο τον καιρό;
– Ω! Ασφαλώς, θ’ ανασαίνω όλο τον καιρό, ακόμα κι όταν κάνω όλες τις δουλειές, Θεία Πόλυ, αλλά αυτό δεν το λέω ζωή. Ανασαίνει κανείς κι όταν κοιμάται, αλλά δεν ζει. Εγώ λέω ζωή το να κάνει κανείς πράγματα που του αρέσουν: να τρέχει στην εξοχή, να διαβάζει (από μέσα του, φυσικά), να σκαρφαλώνει σ’ ένα λόφο, να συζητάει με τον μπαρμπα-Τομ στον κήπο, και με τη Νάνσι, να μαθαίνει να ξεχωρίζει τα σπίτια και τους ανθρώπους, κι όλα όσα μπορεί να δει σ’ εκείνους τους όμορφους δρόμους, που πέρασα χτες. Αυτό λέω εγώ ζωή, θεία Πόλυ. Με το ν’ ανασαίνει κανείς απλώς, δεν θα πει κι ότι ζει.
Η μις Πόλυ γέλασε πειραγμένη.
– Πολυάννα, είσαι το πιο παράξενο παιδί που έχω δει ως τώρα. Φυσικά, θα χεις αρκετές ώρες στη διάθεσή σου για να διασκεδάσεις. Μου φαίνεται, όμως, πως αν επιθυμώ να κάνω το καθήκον μου, βοηθώντας σε να μορφωθείς, πρέπει κι εσύ να κάνεις το καθήκον σου, φροντίζοντας να μην πάνε όλοι αυτοί οι κόποι κι όλες οι φροντίδες μου σε μια αχάριστη.
Η Πολυάννα έδειξε πως πειράχτηκε.
– Πώς θα μπορούσα ποτέ, θεία Πόλυ, να είμαι αχάριστη απέναντί σας; Σας αγαπώ, και δεν είσαστε καμιά από τις κυρίες του Συνδέσμου, είσαστε η θεία μου!
– Πολύ καλά. Φρόντισε, λοιπόν, να μη δείχνεσαι αχάριστη, πρόσθεσε η μις Πόλυ, γυρνώντας προς την πόρτα.
Είχε κατεβεί τα μισά σκαλιά, όταν άκουσε μια τρεμουλιαστή φωνή να την καλεί.
– Συγγνώμη, θεία Πόλυ, αλλά δεν μου είπατε ποια από τα φορέματά μου θα θέλατε να δώσετε».
Η θεία Πόλυ αναστέναξε κουρασμένη.
– Α! Ξέχασα να σου πω, Πολυάννα, πως ο Τιμόθεος θα ρθει να σε πάρει με τ’ αμάξι σήμερα τ’ απόγευμα, στη μιάμιση. Κανένα απ’ τα φορέματα σου δεν ταιριάζει στην ανιψιά μου. Ασφαλώς, δεν θα ‘κανα το καθήκον μου, αν σ’ άφηνα να φορέσεις έστω κι ένα απ’ αυτά.
Η Πολυάννα αναστέναξε με τη σειρά της. Της φαινόταν πως άρχιζε να σιχαίνεται αυτή τη λέξη, «καθήκον».
– Συγγνώμη, θεία Πόλυ, της είπε ντροπαλά, αλλά δεν υπάρχει κανένας τρόπος για να νιώθει κανείς ευχαριστημένος, όταν κάνει όλα αυτά τα καθήκοντα;
-Τι;
Η μις Πόλυ είχε σαστίσει. Έπειτα, ξαφνικά, τα μάγουλά της έγιναν κατακόκκινα και φώναξε, κατεβαίνοντας γρήγορα τη σκάλα:
– Να μην είσαι αναιδής, Πολυάννα!
Στο μικρό δωματιάκι, που το ‘ψήνε ο ήλιος, η Πολυάννα κάθισε σ’ ένα κάθισμα κι άρχισε να σκέφτεται πως η ζωή ήταν μια ατέλειωτη αλυσίδα από καθήκοντα.«Δεν βλέπω σε τι ήμουν αναιδής», έλεγε μέσα της. «Ήθελα μόνο να της ζητήσω να μου υποδείξει έναν τρόπο για να νιώθω ευτυχισμένη, όταν κάνω όλα αυτά τα καθήκοντα».Για λίγη ώρα, η Πολυάννα έμεινε καθισμένη, σιωπηλή, καρφώνοντας τη ματιά της στο σωρό τα φορέματα, που ήταν πάνω στο κρεβάτι. Έπειτα, σηκώθηκε αργά κι άρχισε να τα τακτοποιεί.
– Δεν μπορώ να βρω κάτι για να ‘μαι ευχαριστημένη, είπε δυνατά. Εκτός αν πρέπει να είμαι ευχαριστημένη που έκανα το καθήκον μου.Και, στη σκέψη αυτή, άρχισε να γελάει χαρούμενα.