Η Σταχτοπούτα λοιπόν, τον παντρεύτηκε τελικά τον πρίγκιπα.
Το πρώτο βράδυ του γάμου, έφαγε το πρώτο χαστούκι.
Έσκασε στο πρόσωπό της σαν φούσκα γεμάτη τσιμέντο.
Τίναξε περήφανα το κεφάλι, σκούπισε τα δάκρυα και έκανε να φύγει.
Καθώς κατέβαινε τη σκάλα του παλατιού, ο πρίγκιπας έτρεξε ξοπίσω της να την προφτάσει.
Δεν θα το ξανακάνει, είπε, συγνώμη, έσφαλε, τα νεύρα του ήταν ταραγμένα.
Έπεσε στα πόδια της, θερμοπαρακάλεσε.
Εκείνη έπιασε το χερούλι της πόρτας. Έκανε να ανοίξει.
Στην κορυφής της σκάλας εμφανίστηκε η βασίλισσα.
Η Σταχτοπούτα δίστασε. Άφησε το χερούλι.
Να ακούσει τη βασίλισσα, τι είχε να πει;
«Συγχώρεσέ τον κόρη μου. Δεν βλέπεις πώς κλαίει; Σίγουρα δεν το ήθελε. Έχει πολλές ευθύνες, ολόκληρο το βασίλειο κρέμεται από τα χείλη του».
Έριξε τα μάτια της στον πρίγκιπα που παντρεύτηκε. Πόσο τον λυπήθηκε, έκλαιγε σαν μωρό παιδί.
Σκέφτηκε πως μάλλον είχε δίκιο η βασίλισσα, ήταν μια κακιά στιγμή και δεν έχει σκοπό να το ξανακάνει.
Ακολούθησαν πολλά χαστούκια. Κλωτσιές, μπουνιές, μαχαίρι στο λαιμό.
Η Σταχτοπούτα βούλιαζε μέσα στον οίκτο της για τον πρίγκιπα.
Κάθε φορά της ζητούσε συγγνώμη και συνέχιζε να κλαίει σαν παιδί.
Τι θα γινόταν χωρίς αυτήν; Μήπως κι εκείνη έφταιγε λιγάκι; Μήπως του τάραζε τα νεύρα;
Η βασίλισσα, δεν άφηνε περιθώρια: «Κι αν θα φύγεις από εδώ, να ξέρεις, θα σε κυνηγήσουμε παντού, μη σου περάσει από το μυαλό πως μπορείς να εγκαταλείψεις έτσι απλά έναν πρίγκιπα».
Κάποιο απόγευμα, η Σταχτοπούτα απελπισμένη καθώς περιπλανιόταν στους κήπους του παλατιού, γονάτισε στα πόδια και φώναξε τη νονά της, την καλή Νεράιδα που εμφανίστηκε αμέσως μπροστά της.
«Νονά μου, ο πρίγκιπας είναι βάναυσος και η βασίλισσα μοχθηρή, βασανίζομαι, βοήθησέ με, τι να κάνω;».
Η Νεράιδα απάντησε εκνευρισμένη κουνώντας επίμονα το ραβδάκι της στο ένα χέρι.
«Κοίταξε Σταχτοπούτα, λύσσαξες να τον παντρευτείς, έφερα τον κόσμο άνω κάτω για σένα, έκανα μαγικά που καμιά άλλη νεράιδα δεν έχει κάνει. Μη μου τα γυρίζεις τώρα. Να κάνεις υπομονή, αυτό να κάνεις!».
Κι εξαφανίστηκε αμέσως.
Έτσι, πέρασε ο καιρός με υπομονή και χαστούκια.
Η Σταχτοπούτα είχε γίνει σκιά του εαυτού της. Έπαψε πια να σκέφτεται.
Μονάχα φρόντιζε να είναι σε όλα όσο το δυνατόν πιο τέλεια.
Με αυτόν τον τρόπο γλίτωνε πολλά χαστούκια.
Ένα πράγμα μόνο την παρηγορούσε. Το γλυκό χαμόγελο του γιου της.
Όποτε της επέτρεπαν να τον δει.
Δεν μπορούσε να φανταστεί ούτε μια μέρα μακριά του.
Κάθε φορά που το σκεφτόταν, ένας οξύς πόνος σαν πυρωμένο σίδερο έφτανε βαθιά μες την καρδιά της.
Ένα ηλιόλουστο πρωινό του Μάη που καθόταν στη βεράντα της, άκουσε μέσα στην ησυχία ένα δυνατό φτερούγισμα.
Ένας αετός στάθηκε πάνω στη μαρμάρινη κουπαστή του μπαλκονιού και έκλεισε αργά τα φτερά του.
Την κοίταξε κατάματα και της μίλησε με ανθρώπινη φωνή.
«Έλα, ανέβα, έχουμε ταξίδι να κάνουμε».
«Μα, ο μικρός μου πρίγκιπας, ο γιος μου…».
«Δεν υπάρχει τίποτα. Κλείσε τα μάτια σου κι όταν τα ανοίξεις πάλι, θα τα έχεις ξεχάσει όλα».
Άπλωσε τα μεγάλα φτερά του κι εκείνη ξάπλωσε με εμπιστοσύνη πάνω τους.
Πέταξαν πολύ ψηλά. Πολύ μακριά.
Από τότε πέρασαν είκοσι ολόκληρα χρόνια.
Μια μέρα χτύπησε η πόρτα της.
Ήταν ένας όμορφος νέος που στα χείλη κράταγε εκείνο το γλυκό χαμόγελο που θυμόταν η καρδιά της.
«Έλα μάνα» της είπε, «όλα τελείωσαν. Η βασίλισσα δεν υπάρχει πια και ο πρίγκιπας είναι πάντα τόσο μεθυσμένος, που δεν θυμάται ούτε το όνομά του».
Αγκαλιάστηκαν ώρα πολύ.
Κάπως έτσι πέθανε η Σταχτοπούτα και γεννήθηκε μια γυναίκα.
Και ζει αυτή καλά κι εμείς καλύτερα.
We’ve only just met
And I think you ought to know
I’m a murderer
Babies need blood