Η ταμίας σε αυτό το υποκατάστημα είναι όμορφη. Όχι απλά όμορφη, είναι μαγνητικά όμορφη. Καθόμαστε όλοι στην ουρά χωρίς λόγο, σκαρφιζόμαστε συναλλαγές χωρίς νόημα και κάνουμε ότι μπορούμε να μην τύχει και πάμε σε άλλο ταμείο όταν έρθει η σειρά μας. Της έχω ζητήσει άπειρες φορές το τηλέφωνό της αλλά δεν μου το δίνει. Αντ’αυτού φυλλάδια με νέα προϊόντα της τράπεζας και λέει να καλέσω το 0800κάτι για να με ενημερώσουν.
“Μα, παρακαλώ περάστε! Κάτι ψάχνω εδώ στα χαρτιά μου…” λέω στον γεράκο από πίσω μου γιατί ελευθερώθηκε πρώτα το άλλο ταμείο. Και η άλλη κοπέλα μια χαρά είναι αλλά δεν είναι το ίδιο. Η δικιά μου αστράπτει, δεν χορταίνεις να την βλέπεις και αυτό το χαμόγελο σου φωτίζει την ψυχή.
-“Όχι, δεν είναι σωστό”, επιμένει ο γεράκος και με σπρώχνει. Πάω διστακτικά στο λάθος ταμείο και με χαμόγελο περιμένει τώρα αυτός. Αμ όχι! Δεν θα του περάσει. Κάνω ότι ξέχασα κάτι στο αμάξι και φεύγω. Αναγκάζεται από τον επόμενο πελάτη να πάει αυτός στην δευτεροκλασάτη ταμία και άλλος λυγούρης με χαμόγελο ετοιμάζεται για την καλή.
Καθώς βγαίνω από την τράπεζα και κατευθύνομαι προς το αμάξι όμως αντιλαμβάνομαι κάποια φασαρία από μέσα. Γυρνάω και τι να δω; Όλοι οι πελάτες όρθιοι στο τζάμι με τα χέρια ψηλά. Μαζί τους και η ταμίας – έρωτάς μου. Το ταγεράκι της όπως πάντα άψογο. Όχι προκλητικό αλλά θεσπέσια σαγηνευτικό. Έχει και αυτή ψηλά τα χέρια. Τι καλίγραμμα θεέ μου, θέλω να τα γλείψω ως τις μασχάλες, όχι, και τις μασχάλες, θέλω να την γλείψω ολόκληρη σαν γρανίτα…
Κάτι έχει όμως ψηλά στην πλάτη της που δεν ταιριάζει. Είναι ένα χαρτόνι; Νομίζω κομμάτι από διαφημιστική αφίσα της τράπεζας. Με μαρκαδόρο γράφει κάτι. Προσπαθώ να το διαβάσω, πλησιάζω λίγο και διαβάζω:
“Καλέστε το 100!!”
Είχε βάλει και δυο θαυμαστικά αλλά εγώ τσαντίστηκα. Όχι μόνο δεν κατάφερα να την δω και να της μιλήσω σήμερα αλλά πάλι σε κάποιο ανόητο τηλέφωνο με νέα τραπεζικά προϊόντα με στέλνει.
Γυναίκες…
(Από την σειρά “αστυνομικές ιστορίες” – οι υπόλοιπες είναι εδώ.)