ΚΟΥΤΣΟΜΠΟΛΙΟ ΚΑΙ… ΦΕΣΙΑ
Απ’ το μαγαζάκι μου παρατηρώ τους πάντες. Ανέκαθεν ήμουν κουτσομπόλα αλλά… με άποψη. Στις δεκαπέντε περίπου ώρες που είμαι εδώ καθημερινά έχω πολλά να πω. Το Δημοτικό απέναντι είναι θησαυρός πληροφοριών. Στη φτωχογειτονιά που βρίσκεται το ψιλικατζίδικο έχω να κάνω με όλες τις φυλές.
Τα αγαπημένα μου είναι τα Αρμενάκια. ΤΑ μαγκάκια. Όταν πρωτοήρθα, με πλησίασαν συνωμοτικά σχεδόν όλοι οι ευυπόληπτοι γείτονες —Έλληνες— να με προειδοποιήσουν. Γιατί, λέει, με είχαν συμπαθήσει — καλή είμαι.
«Πρόσεχε τα βερεσέόια», «Οι Αλβανοί θα σε φεσώσουν»,
«όλα τα μαγαζιά τραβάνε τα μαλλιά τους» και άλλα χαριτωμένα. Μου είπαν και συγκεκριμένες οικογένειες να προσέχω. Ειδικά τους Πακιστανούς. Α, ρε, τα Πακιστανάκια με τις μπάρες τους, οι καλύτεροι πελάτες. Το τι φέσι έφαγα από τους Έλληνες δε λέγεται. Οι δε Αλβανοί, κύριοι. Οι Αρμένιοι αφήνουν πάντα φιλοδώρημα γιατί είμαι καινούργιο μαγαζί και θέλουν να πάω καλά.
Το πιο ανατριχιαστικό, όμως, είναι τα παιδάκια του Δημοτικού. Οταν όλα τα Ελληνάκια αλωνίζουν, πειράζουν και γενικώς μου πηδάνε το μαγαζί, τα άλλα, τα ξένα, ντε, φοβούνται ακόμη και να μου μιλήσουν. Μου δείχνουν τα χέρια τους πριν φύγουν γιατί ξέρουν τη στάμπα που τους κολλήσαμε και παλεύουν να κερδίσουν αξιοπρέπεια.
Για μένα, η αξιοπρέπεια κερδίζεται. Δεν είναι ούτε δεδομένη ούτε κληρονομική.
ΔΙΑΠΛΑΣΙΣ ΤΩΝ ΠΑΙΔΩΝ
Τα πελατάκια μου είναι πονηρά. Μόλις πάρω τα μάτια μου από πάνω τους χαϊδεύουν κρυφά τα βυζιά στα περιοδικά και νομίζουν ότι δε βλέπω. Και ξεθαρρεύουν και τ’ ανοίγουν κιόλας αγγίζοντας ό,τι βρούν. Πέντε-έξι μπόμπιρες από τεσσάρων έως εννιά χρόνων που πιασαν το νόημα νωρίς. Και γελάνε ασταμάτητα. Οι μικρότεροι δεν πολυενδιαφέρονται για το θέαμα αλλά γουστάρουν τη συνωμοσία.
Χθες τα αιφνιδιάσαμε μαζί με τον άντρα μου. Κλείσαμε την πόρτα και τα φυλακίσαμε μέσα. Κι ενώ περίμεναν χοντρή επίπληξη, τους την κάναμε: «μάγκες με το τρία, όποιος μάς βρει πρώτος κώλο έχει παγωτό». Έφαγαν όλοι παγωτό. Χαίρομαι που βάλαμε κι εμείς ένα λιθαράκι στη σεξουαλική τους διαπαιδαγώγηση. Τους δώσαμε το μήνυμα κώλος = παγωτό.
Σήμερα πριν το σχολείο όλοι με τις μαμάδες τους με κοιτούσαν κι εμένα συνωμοτικά.
Γουστάρω κάργα.
ΡΟΜΑΝΤΖΑΔΕΣ ΡΟΜΑΝΤΖΑΔΕΣ- Γεια σου, Κωνσταντίνα.- Γεια σας. Τι έγινε, μάγκες; Δεν έχετε σχολείο;- Μας πήγε ο δάσκαλος στην εκκλησία και σχολάσαμε νωρίς. Δες τι βρήκαμε (χαμηλόφωνα και συνωμοτικά).- Τι είναι αυτό, ρε Μιχάλη;- Προφυλαχτικά!Κρατάει ένα άδειο κουτί ταμπόν και ανοίγει το φυλλάδιο με τα σκίτσα για την τοποθέτησή του.- Κοίτα, να πώς μπαίνει!-Καλά, ρε, πάτε καλά; Τα προφυλακτικά τα φοράνε οι άντρες ή οι γυναίκες; (Όχι, κρατήθηκα, δε γέλασα.)Παναγιώτης: – Τα χουν οι άντρες στα πορτοφόλια τους, όπως ο μπαμπάς, και τα φοράνε στις γυναίκες!Άντζελο (μικρός αδελφός Μιχάλη): – Αφού έρχομαι και παίρνω και για τη μαμά, επειδή ο μπαμπάς ντρέπεται.Νίκος: – Εγώ όταν μεγαλώσω δε θα ντρέπομαι. Και θα παίρνω το μεγάλο κουτί, αυτό που έχει είκοσι τέσσερα μεγάλα. Θα χω είκοσι τέσσερις γκόμενες εγώ!Εδώ, γέλασα, δεν κρατήθηκα, αλλά τους πέταξα έξω με κλοτσιές. Κυρίες μου, πλέον γνωρίζω κάτι τυπάκια που είναι πρόθυμα να σας τοποθετήσουν το ταμπόν σας με τρόπο ερωτικό, αρκεί να μαζεύεστε κατά εικοσιτετράδες.
ΚΩΛΟΙ ΜΕ ΤΕΜΠΟ
Από σήμερα πουλάω και αδυνάτισμα. Έχουν βάλει μηχανήματα παθητικής γυμναστικής μέσα στα περιοδικά! Ναι, αυτό που ξαπλάρεις και σου γραμμώνει την μπάκα. Κάνει, λέει, και αδυνάτισμα και σύσφιξη, αποσυμφόρηση και διάλυση κυτταρίτιδας και πολλαπλούς οργασμούς — ω, ναι, μου το παν κι αυτό οι αθεόφοβες!
Βάζεις ένα απεριτίφ, κολλάς τα ηλεκτρόδια, διαλέγεις το ρευματάκι της αρεσκείας σου —συνεχές, εναλλασόμενο ή και τα δύο— και βλέπεις την μπάκα να κάνει πάνω-κάτω / τρεμούλιασμα / χούλα-χουπ / γκλου-γκλου και ξανά μανά. Το δίνουν δώρο με περιοδικά σε μέγεθος Walkman.
Έρχεται μια γιαγιά που το αγόρασε με το περιοδικό και ρωτάει: «Λες να μου κάνει ζημιά στο βηματοδότη»; Όχι, ρε γιαγιά, άραξε, το πολύ-πολύ να ανακαλύψεις το σημείο G. Μετά και να τα τινάξεις δεν τρέχει μία, θα τα χεις ζήσει όλα στον έρωτα. Το πιο αστείο είναι η διάταξη των ηλεκτροδίων. Μαζί με την πώληση του περιοδικού πρέπει να κάνω σεμινάριο στην καθεμιά για τις εκφύσεις και τις καταφύσεις των μυών. Κι άντε τώρα να τους εξηγήσεις κατά πού πέφτει ο ορθός κοιλιακός.
Αφού η χαλάρωση είναι στον αφαλό, χέστηκαν. Πάνε και βάζουν όλα τα ηλεκτρόδια, κόκκινα, μπλε —κοίτα τι χαριτωμένα χρωματάκια, μες στη μόδα είναι— γύρω από τον αφαλό σαν λουλουδάκι. Μερικές τα φοράνε το πρωί, γαντζώνουν το μηχάνημα μέσα απ’ το ρούχο και πάνε για ψώνια. Έρχονται όλο χαρά στο μαγαζί και μου σηκώνουν την μπλούζα για να δω τον αφαλό να μου γελάει. Αλλων, εκεί που ψάχνουν στα ράφια, βλέπεις τον κώλο τους να σε χαιρετάει με τέμπο. Δεξιά-αριστερά — πάνω-κάτω — τρέ-μουλο — παύση. Αν κρίνω απ’ τις φάτσες, μάλλον έχουν και πολλαπλούς οργασμούς. Χαλάλι.
Οι σταθεροί πελάτες μου δεν έχουν ονόματα. Ή… πρέπει να χουν αλλά δε με βολεύουν. Για να τους ξεχωρίζω, έχω δώσει κωδικούς.
Ο Δύο-γάλατα-τέσσερα-γιαούρτια-και-μία-φρυγανιά είναι πολύ καλός πελάτης αλλά πολύ πουρό για να συννενοηθείς. Αμα καμιά φορά ξεχαστώ και τον ρωτήσω τι κάνει, με αρχίζει σε ιστορίες για το έντερό του και παθαίνω αναγούλα. Ο Μάλμπουρο-μαλακό-και-δυο-μεγάλα-χαρτάκια είναι ο πιο ξεχασιάρης. Μονίμως στην κοσμάρα του. Όταν θυμηθεί να ξυπνήσει παίρνει και καμιά σοκολατίτσα. Όταν θέλω να ξεπουλήσω σοκολάτες, τον σκουντάω κατά λάθος —ήταν τυχαίο και τα τέτοια— και ξυπνάει αμέσως.
Αυτός που σιχαίνομαι περισσότερο είναι ο To-Playboy-κι-ένα-χαρτομάντιλο. Εχει μια περίεργη γλοιώδη φάτσα και κρύβει πάντα το περιοδικό κάτω από την μπλούζα του. Καμιά φορά λύνει τη ζώνη και το στηρίζει μέσα στο παντελόνι του. Αηδία. Φοράει πάντα μπλε σώβρακο. Μπορεί να είναι και το ίδιο. Ο Ιίλκατ-κίτρινο-καλημέρα-κούκλα είναι ο πιο ενοχλητικός. Όχι επειδή μιλάει, καθόλου θα έλεγα, αλλά γιατί κοιτάει επίμονα. Είναι ο λόγος που δε φοράω ποτέ ντεκολτέ στο μαγαζί.
Ο Ενα-προφιτερόλ-και-ένα-κουτάλι με έχει κάνει να σκυ-λομετανιώσω που έβαλα τέτοιες γλυκομαλακίες στο μαγαζί. Πρέπει κάθε φορά να περιμένω να ανοίξει το προφιτερόλ, να το φάει με δυο χαψιές χτυπώντας τις χειλάρες του —η γυναίκα του δεν τον αφήνει να τρώει γλυκά στο σπίτι— και να μου παρατήσει τα σκουπίδια πάνω στον πάγκο, ενώ έχει καταπασαλειφτεί. Αντίθετα, ο Πέντε-μπύρες έρχεται τρεις φορές τη μέρα και είναι πολύ συμπαθητικός γιατί ποτέ δεν ξεχνάει να μου φέρει τα άδεια μπουκάλια.
Μ’ αυτόν όμως που το καταευχαριστιέμαι μέχρι αηδίας είναι ο Μήπως-έχεις… Πλέον ξεκινάει με το «μήπως» γιατί πάντα του λέω όχι. Από τη μέρα που διασταύρωσα ότι αυτός ήταν που μου έκανε τηλεφωνικές φάρσες δεν έχει πατήσει πόδι στο μαγαζί. Ρωτάει απ’την πόρτα και τον στέλνω από κει που ρθε. Εχω ανώμαλους, δε θέλω άλλους. Ειδικά αυτοί που τους δίνω απόδειξη διαβάζουν το όνομα και το τηλέφωνό μου και με πήζουν στις φάρσες.
Άφησα τελευταίο τον Τι-φτάνει-να-πάρω. Ισα που μου φτάνει μέχρι τα μπούτια ενώ κάθε φορά αραδιάζει μερικά κέρματα και απαιτεί όλο το μαγαζί. Τώρα τελευταία, βέβαια, του χω αλλάξει όνομα. Τώρα πια λέγεται Να-σε-πληρώσω-με-ζωγραφιές; Ο μικρός Πικάσο είναι ο αγαπημένος μου κι αν το καλοσκεφτείς έχει πιάσει επακριβώς το νόημα της Υψηλής Τέχνης
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΔΕΛΗΜΗΤΡΟΥ