Τον Γιάννη τον ξέρω καιρό. Εξ’αποστάσεως κάτι χαρντ ροκ γενικά τάσεις αν και προφανώς με γενικές γνώσεις μουσικές και ανοιχτόμυαλος. Δηλαδή όταν τον διαβάζω πρέπει να γκουγκλάρω τα μισά συγκροτήματα που αναφέρει. Τρελαίνομαι να διαβάζω γραπτά του, κάτι σαν ταινίες του Γούντι Άλεν, όταν έχω καιρό να διαβάσω μου λείπει. Αρχίσαμε με πολεμικές διαθέσεις. Radiohead head 2 head. Συνέχισα με κάτι που σίγουρα δεν θα του έκανε κούκου. Coldplay. Γράφουμε ο καθένας στο σήμα του. Είναι σαν κάμακι, μια μουσική γνωριμία. Δεν ξέρω αν έχει πλάκα για τους τρίτους που μας διαβάζουν, εγώ καλά περνάω.
Όση ώρα έλουζαν τα μαλλιά τους οι χεβιμεταλάδες, ο Jeff Beck έπαιζε. Και τζαζ και μπλουζ και ροκ και ότι έβρισκε μπροστά του. Και όση ώρα έπαιζαν αυτοί τις ίδιες κλίμακες όσο πιο γρήγορα μπορούσαν, ο Beck έκανε την κιθάρα να μιλάει. Παραπαιγμένη έκφραση αυτή. Την έλεγαν και για τον BB King και κάτι άλλους άκυρους γέρους άχρηστους, αντίστοιχους του Γιώργου Κατσαρού σε βαριεστημάρα και έλλειψη πρωτοτυπίας. Σαν να πεις ότι είναι το “καλύτερο” το εκμέκ στον Βάρσο επειδή το σερβίρει το ίδιο γκαρσόνι που σέρβιρε την βασίλισσα Φρειδερίκη με την ίδια αγένεια που είχε και τότε.
Όχι ο Jeff Beck είναι πολύ, πολύ πιο μπροστά από όλους σας παρδαλά γατάκια με τα κολάν ή ότι σκατά φοράτε αυτόν τον καιρό όσοι το παίζετε κιθαρίστες. Δε πα να χτυπιέστε τέλεια συγχρονισμένοι με την μπότα ή το μπάσο, δεν πα να κάνετε σταματήματα με ακρίβεια βλακοκουρδισμένου Ελβετικού συγκροτήματας ο Beck είναι μπροστά, πιο Killer πάντα. Διάλεξα αυτό το κομμάτι γιατί είναι ο Παβαρότι της κιθάρας. Δεν είναι κόλπα στην παραγωγή αν και φαντάζομαι έκανε διακόσιες ώρες στο στούντιο και τριάντα tracks για να πετύχει όλο αυτό έτσι. Είμαι σίγουρος όμως ότι μπορεί να το παίξει εξίσου καλά και με μπαγλαμαδάκι από τα Τζάμπο που θα βρει πεταμένο σε κάδο. Έτσι με τη μια, άνετος.
Δεν μπορείς να κάνεις air guitar με δαύτον. Μόνο να σκύψεις το κεφάλι και να προσευχηθείς. Δεν πα να είσαι αντίχριστος, άθεος ή χεβιμεταλάς που θυσιάζει κότες στον Σατανά. Και μόνο που σκέφτηκε να κάνει τέτοιο κομμάτι με ηλεκτρική κιθάρα είναι σημάδι από τον ουρανό ότι είναι από άλλον κόσμο.
Έτσι τα έγραψα εγώ. Ο Γιάννης ακολουθεί, όπως και η δικιά του αντιπρόταση σε κομμάτι.
Είμαστε μια γενιά rockers (όπως και οι 3-4 προηγούμενες) μεγαλωμένες από κιθαρίστες. Πάντα, όλα κρέμονταν από αυτούς. Ναι, προφανώς οι τραγουδιστές, και σίγουρα οι drummers, μα οπωσδήποτε αγαπάμε και τους μπασίστες, όμως μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας, όλοι ξέρουμε σε ποιο όργανο είναι κρυμμένο το βαρόμετρο αυτής της μουσικής.
Το θέμα πλέον είναι, πως μετράς τον κάθε καινούριο κιθαρίστα; Πως μετά από όλα αυτά, κάθεται η μπίλια της αγάπης σου σε κάποιον από τους πιτσιρικάδες; Από τους πρωτοπόρους των 60ς, στους αρτίστες των 70ς, στους γητευτές των πληθών των 80ς και στους low profile αντι ήρωες των 90ς, με το γύρισμα του αιώνα, τα είχαμε δει όλα. Κι αν οι ακροατές γκρινιάζαμε ότι “χάθηκαν οι ήρωες”, το βάρος στους ώμους των χειριστών της εξάχορδης ήταν ασήκωτο.
Αν ρωτάς εμένα, καλύτερα. Καλύτερα χωρίς δημιουργικό χώρο, χωρίς εταιρική υποστήριξη, χωρίς άνεση και κλίμα αποδοχής. Όποιου κόβουν τα δόντια του, ας βρει τη λύση. Και λίγων τα δόντια κόβουν όσο του Reignwolf.
Ο Jordan Cook, σηκώθηκε από το χωριό του στον Καναδά, ζώστηκε την κιθάρα του και έβαλε το ένα πόδι μπροστά από το άλλο. Πήρε το μοναχικό του δρόμο και βάλθηκε να αποδείξει ότι το μόνο που χρειάζεται για να βγάλει έξω την ψυχη του, ήταν λίγη υποστήριξη από τον εξοπλισμό του. Χρειάστηκε να γίνει χταπόδι για μάθει να χτυπάει τη μπότα με το πόδι, ή να παίζει κιθάρα με το ένα χέρι και τύμπανο με το άλλο, ενώ ταυτόχρονα η παθιάρικη φωνή του έδινε το στίγμα για να φέρει εις πέρας το όραμά του, όμως τα post millennial blues υπηρετούνται με μοναδικό τρόπο από αυτόν τον τύπο που φαίνεται να ιδρώνει τόσο άνετα μέσα στο δερμάτινο τζάκετ του.
Τέχνη; Μας έχουν καλύψει κι άλλοι. Βιρτουοζιτέ; Ακόμα περισσότεροι. Σύνθεση; Ας πούμε την αλήθεια, από τον καιρό του Μπαχ έχει κλείσει αυτό το θέμα. Τι είναι αυτό που θέλουμε σε μια εποχή χορτασμένη και άπληστη ταυτόχρονα; Κάποιον σαν κι αυτόν, που σου δίνει την καραμπινάτη πεποίθηση ότι ο μόνος λόγος να ζει και να αναπνέει είναι για να κρατάει αυτό το ρημάδι με τις χορδές και να φωνάζει μπροστά από ένα μικρόφωνο. Τίποτα άλλο.
Και κάπως έτσι, ένας Jeff Beck μας ένωσε. Τα φτιάξαμε κυβερνοχωριακά μιλώντας. Βρήκαμε έναν κοινό τόπο. Άλληλοσυμπληρωνόμαστε νομίζω στις οπτικές μας. Άντε να βρω κάτι πιο προκλητικό τώρα πάλι να χυθεί αίμα και να γελάσουμε πάλι.