κι αν τα γόνατα ματώνουν
τα παιχνίδια δεν τελειώνουν…
Άκουγα το μεσημέρι ένα τραγούδι και η σκέψη κόλλησε σ’αυτούς τους δύο στίχους…αμέσως έφερα στη μνήμη όμορφες παιδικές αναμνήσεις με ποδηλατάδες και σημαδεμένα γόνατα και μια λαχτάρα μόλις περιποιηθεί η μάνα την πληγή να ξανανέβουμε πάνω στο ποδήλατο να συνεχίσουμε τη βόλτα μας.
Μα τότε ήμασταν παιδιά, θα μου πεις. Τότε δεν είχαμε αίσθηση του κινδύνου, δε φοβόμασταν. Θέλαμε μόνο να παίζουμε, να γελάμε και να διασκεδάζουμε, να φτιάχνουμε ιστορίες και να πετάμε με τα φτερά της φαντασίας ψηλά, πολύ ψηλά κοντά στον ήλιο!
Και πού είναι αυτό το παιδί τώρα; Το ποδήλατο σκουριάζει κι απ’τα γόνατα σβήνουν και τα τελευταία σημάδια από εκείνες τις όμορφες στιγμές.
Και πού είναι αυτό το παιδί τώρα; Κάπου κρύβεται φοβισμένο. Πίσω από ένα γραφείο, σε μια ανιαρή δουλειά, μέσα σε μια τελειωμένη σχέση που, όμως δε λέει να της βάλει τέλος και παραμυθιάζει τον εαυτό του πως χωρίς αυτήν δε μπορεί, πίσω από έναν ανύπαρκτο γάμο που συντηρεί για… το ‘καλό’ των παιδιών, κρύβεται στο κλουβί της μοναξιάς του, πίσω από μια οθόνη, στην ασφάλεια της απόστασης να προσπαθεί να γνωρίσει και να γνωριστεί επιδερμικά.
Και πού είναι αυτό το παιδί τώρα; Που μόλις έπεφτε, ξανασηκωνόταν, σκουπίζοντας σκόνες και δάκρυα, αλλά δυνατό να προχωρήσει; Α…ίσα που φαίνεται, κρυμμένο ανάμεσα στο φόβο και τον εγωισμό. Στο φόβο, που το παραλύει κάθε φορά που πάει να δοκιμάσει, λέγοντάς του πως δε θα τα καταφέρει, πως θα πληγωθεί, πως οι άλλοι θα το κοροϊδέψουν και θα το εκμεταλλευτούν. Και στον εγωισμό, που του λέει πως δεν αξίζει να δίνεται σε κανέναν και για τίποτα, πως μόνο τον εαυτό του χρειάζεται να κοιτάει και κανέναν άλλον, κι αν κάποιος πάει να το πληγώσει, να του ανταποδώσει τα ίσα. Που και που αν ξεμακρύνουν λίγο ο φόβος με τον εγωισμό, σπεύδει η συνήθεια, για να το καθηλώσει, να του υπενθυμίσει πως σε αυτή τη βαλτωμένη κατάσταση έχει μάθει να ζει, όσο κι αν το πνίγει, όσο κι αν το κάνει να πλήττει αφόρητα, πού να πηγαίνει τώρα να μάθει κάτι καινούργιο, πού να γνωρίσει και να γνωριστεί;
Και τι κάνει το παιδί όταν φοβάται και πλήττει αφόρητα; Προσπαθεί να βρει ένα καινούργιο παιχνίδι για να ικανοποιήσει τον εγωισμό του, για λίγο, τόσο μέχρι να το βαρεθεί κι αυτό… γιατί, θυμάστε, μένει στην επιφάνεια, δε μπορεί να προχωρήσει στο εσωτερικό.
Αυτοί οι φοβισμένοι-εγωιστές ενήλικες με τα γυαλιά της συνήθειας, δεν είναι ξένοι προς εμάς, είμαστε εγώ, εσύ, ο διπλανός μου, η κοπέλα του τρίτου ορόφου, ο οικογενειάρχης της διπλανής πόρτας, εκείνος ο γοητευτικός 45άρης που σου έκανε αίτημα φιλίας στο facebook, η 18χρονη που σε προσέγγισε μέσω της πλατφόρμας γνωριμιών- και το κακό δεν είναι το νεαρό της ηλικίας της, το θλιβερό είναι ότι φοράει ήδη τα γυαλιά του φόβου με τις επιστρώσεις εγωισμού και συνήθειας.
‘Σιγά μην κάνω σοβαρή σχέση ξανά, aρκετά πληγώθηκα από το γάμο μου. Θα περνάω μόνο καλά.’
‘Έλα ρε συ, το χτυπάω το γκομενάκι με τη μία. Του πουλάω το παραμύθι περί διαλυμένης οικογένειας και διαζυγίου στα σκαριά, γλεντάμε κι αν το πράγμα σοβαρέψει, της κόβω τον αέρα με ένα: ξέρεις είπαμε να τα ξαναβρούμε με τη γυναίκα μου’
‘Θέλω να βρω κάτι άλλο, αλλά δεν κυκλοφορεί και τίποτα αξιόλογο εκεί έξω, οπότε θα μείνω μαζί του. Πού να ψάχνω τώρα απ’την αρχή;’
‘Καλύτερα μόνη μου, να μην έχω κανέναν πάνω από το κεφάλι μου.’
Αυτές είναι λίγες μόνο σκέψεις πολλών από εμας σήμερα. Που ναι μεν θέλουμε, αλλά δεν το τολμάμε. Που βαλτώνουμε σε σχέσεις που μας δίνουν λιγότερα από αυτά που αξίζουμε και ψάχνουμε να συμπληρώσουμε ό,τι λείπει σε εξτραδάκια. Που φοράμε τη στολή του ατσαλάκωτου και παγωμένου, για να απωθούμε την αγάπη που θα έρθει κοντά μας, γιατί η αγάπη έρχεται κοντά μας αρκεί να ξέρουμε να την αναγνωρίσουμε.
Δεν μας αξίζει η μοναξιά και η απομόνωση, δε μας αξίζουν τα μισά και τα δήθεν, δεν μας αξίζει η σιωπή και η μουντίλα, ούτε και το κρυφτό πίσω από συναισθήματα που δεν ταυτοποιήθηκαν και λέξεις που δεν ειπώθηκαν ή έμειναν μετέωρες.
Ας ψάξει ο καθένας μας τι είναι αυτό που του δίνει πραγματική χαρά στη ζωή του, ας το αναζητήσει βαθιά μέσα του, μακριά από πλατφόρμες, κοινωνικές δικτυώσεις και παραμύθια, κι ας βγάλει πάλι έξω το ποδήλατο, ας το σώσει από τη σκουριά της απραξίας κι ας κάνει ορθοπεταλιά κι όπου τον βγάλει.