«Μέσα από δυσκολίες και εμπόδια να ξέρεις θα γίνεις σοφότερη».
«Πρέπει να μαθαίνεις από τα λάθη σου και να γίνεσαι καλύτερη».
«Μη στεναχωριέσαι γι’αυτά που δεν εχεις καταφέρει… Αυτά είναι που θα σε πεισμώσουν και θα πετύχεις στη ζωή σου».
Αυτά και άλλα πολλά ακούω από την παιδική μου ηλικία μέχρι και σήμερα. Από γονείς, συγγενείς, δασκάλους και πάντες ενδιαφερόμενους για το «καλό» μου.
Πέρασα πολλά χρόνια που θεωρούσα πως έχουν δίκιο. Μάλλον δικαίως. Θεωρούσα πως κάθε στεναχώρια και πίκρα που πήρα, ήτανε το κρυφό μου μονοπάτι που με οδήγησε στην ωριμότητα και στην εσωτερική ισορροπία.
Με έκαναν να νιώθω περήφανη για τα λάθη μου και τόσο «τυχερή» για όλα τα δυσάρεστα που έχω έρθει αντιμέτωπη. Κοίταζα υπεροπτικά ανθρώπους που δεν είχαν ανασφάλειες και έγνοιες. Τους είχα τοποθετήσει σε ένα κουτί στο μυαλό μου με μεγάλη επιγραφή απ’ έξω, που έγραφε με κόκκινο μαρκαδόρο «ανώριμοι». Και τόσο φούσκωνε η περηφάνια μου και άλλο τόσο πιο ψηλά είχα τοποθετήσει τον εαυτό μου σε επίχρυσο βάθρο, με τιμητικές κορδέλες και παράσημα, στο βωμό της σοφίας που πια έχω αποκτήσει.
Τα τελευταία χρόνια όμως, κάτι περίεργο συμβαίνει μέσα μου. Για έναν άγνωστο λόγο αρχίζω και κοιτώ με πλαγιαστές, κρυφές και συχνά ενοχικές ματιές, τους «ανώριμους». Ανοίγω κρυφά κάποιες νύχτες το κουτί με την κατακόκκινη επιγραφή και τους χαζεύω. Ζούνε πολύ ήρεμα μέσα στην αθωότητά τους και γελάνε πολύ συχνά. Σπάνια τους βλέπεις να μελαγχολούν και να χάνονται στις σκέψεις τους. Σχεδόν ποτέ. Μετά κλείνω κατευθείαν το κουτί και μου υπενθυμίζω πώς αυτοί δεν έχουν γευτεί τη ζωή όπως εγώ, με τα πάνω και τα κάτω της.
Αλλά να, είναι αυτή η αναθεματισμένη η ανεμελιά στο βλέμμα, που μου έχει λείψει τόσο πολύ. Είναι αυτή η ελαφρότητα του «είναι» που είχα άλλοτε και με έκανε να μοιάζω πιο νέα. Είναι αυτή η αθωότητα που είχα, πιστεύοντας πως οι περισσότεροι άνθρωποι είναι συνοδοιπόροι μου και όχι ανταγωνιστές. Είναι αυτό το χαζό χαμόγελο που μου έχει λείψει περισσότερο. Είναι, γαμώτο, που πια όλους τους φιλτράρω και τους φοβάμαι. Τους δε ομοίους μου, πολύ περισσότερο.
Αυτούς που φιλούν, που αγκαλιάζουν, που μου σφίγγουν το χέρι. Αυτούς έμαθα να φοβάμαι πιο πολύ. Όλα αυτά, βέβαια, τα έμαθα πάνω στο βάθρο μου. Μην ξεχνιόμαστε. Και θυμώνω που για ακόμη μια φορά καταλαβαίνω πως πάντα κάτι κερδίζεις, κάτι χάνεις. Συνήθως αυτό που χάνεις πονάει πολύ και αυτό που κερδίζεις αξίζει πολύ. Και τα δύο πολύ.
Έτσι είναι. Κερδίσαμε σε εμπειρίες και σοφία με τεράστιο κόστος σε ανεμελιά και αθωότητα.
Υπόσχεση.
Θα συνεχίσω να ανοίγω το κουτί μου με την κόκκινη επιγραφή και θα παίρνω μαθήματα από αυτούς που πεισματικά έκλεισα μέσα.
Θα μιμούμαι τα χαμογελά τους, ακόμα κι όταν τα παθήματα μου θα μου λένε να φοράω ασπίδες.