Τις ελάχιστες στιγμές που δεν ζαλιζόμουν, χάιδευα απαλά το κεφάλι σου, σα λαβωμένη σκύλα που προσπαθεί, παρά τα βαριά της τραύματα, ν’ αναστήσει το νεκρό κουτάβι της με τη μισή ανάσα της.
Απ’ τα μαύρα σου μαλλιά ανάβλυζαν μικρές σταγόνες αίμα, ανακατεύονταν με τα δάκρυά μου κι έσταζαν στα πλακάκια, λαμπερά συντρίμμια μιας ανεπανάληπτα θαμπής πραγματικότητας.
Εσύ κι εγώ, δυο ματωμένα, ανίσχυρα κουφάρια σε μια παγωμένη γωνιά του διαλυμένου σπιτιού, που στέγασε τόσες ζεστές νύχτες, τόσα γέλια, τόση αγάπη…
Κοιτάζω το μελανιασμένο πρόσωπό μου στον καθρέφτη, τα μάτια που μιλούν δε φαίνονται, κρατάνε το ντροπιαστικό μυστικό τα μουσκεμένα βλέφαρα, πώς να πεις πως η αγάπη σκοτώνει, δε μίλησα ποτέ σε κανέναν γι’ αυτό.
Σώπαινα, απόλυτα βέβαιη, πως πρόκειται για κάτι περαστικό, μπορούσα να καταλάβω πόσο σε βάρυναν τα άγχη που φορτώθηκες στη δουλειά και στην οικογένεια, η κατάσταση χειροτερεύει, οι ελπίδες να προχωρήσεις δυο βήματα λιγοστεύουν πια, το όχημα τρέχει με καρφωμένη όπισθεν και αυτό που αξίζεις φοβάσαι πως δεν θα το πάρεις ποτέ.
Προσπαθούσα να σου δείξω πως είμαι δίπλα σου, πως όλα θα πάνε καλά, σου έλεγα είμαι σίγουρη πως θα τα καταφέρεις, τα αισιόδοξα λόγια μου σ’ εξαγρίωναν, πάντα καταλήγαμε στον ίδιο σπαραγμό, πέρασαν έξι χρόνια.
Κάποιες φορές με κυρίευαν ενοχές, πίστευα πως εγώ σε προκαλώ, άλλες αισθανόμουν πως ήμουν ανεπαρκώς συμμετέχουσα κι έπρεπε να πληρώσω, σπάνια υπήρχαν και στιγμές που σκεφτόμουν πως είσαι άρρωστος ψυχικά, πως χρειάζεσαι βοήθεια, ποτέ δεν στο είπα, φοβόμουν…
Ακουμπάω το χέρι μου στην καρδιά σου, χτυπάει, σ’ αγκαλιάζω, σε σφίγγω πάνω μου, συγχώρεσέ με, δεν το ‘θελα, μα εκείνο το χτύπημα στο μάτι, με την ανάποδη του χεριού σου, έκανε τέτοιο κρότο, λες κι έσπασε κάτι μες στο κεφάλι μου κι αυτόματα τινάχτηκε το χέρι μου με το σίδερο, δεν το ‘θελα.
Ακούω τη σειρήνα του ασθενοφόρου, επιτέλους, θα σε παραδώσω σε ικανά χέρια να φροντίσουν το τραύμα σου, ύστερα θα μιλήσω στον αδελφό σου και μόλις πέσει το βράδυ θα φύγω.
Συγνώμη που θ’ αφήσω τα ρούχα σου ασιδέρωτα, αλλά για πρώτη φορά στη ζωή μου νιώθω πως, αν μείνω, θα μου συμβεί το χειρότερο.
Όχι, δεν φοβάμαι μη με σκοτώσεις.
Φοβάμαι μόνο μη γίνω σαν εσένα.