«Μα που είσαι επιτέλους;»
Η φωνή της μητέρας της ταίριαζε με την παγερή θερμοκρασία. Τα ακουστικά του κινητού της Φιόνα έμοιαζαν να τραβούν το κρύο σαν μαγνήτης. Τα αφτιά της είχαν μουδιάσει τόσο πολύ, ώστε μετά βίας ένιωθε τις πλαστικές τάπες.
«Έρχομαι σε λίγο, μαμά».
Το ποδήλατό της κλυδωνίστηκε λιγάκι καθώς έπεσε σε μια παγωμένη λακκούβα στο έδαφος. Χωρίς να γυρίσει έλεγξε αν η σχολική τσάντα της ήταν καλά στερεωμένη στο καλάθι του ποδηλάτου.
«Πότε είναι το σε λίγο, νεαρή μου;»
«Σε δέκα λεπτά».
Ο πίσω τροχός στριφογύρισε και η Φιόνα σκέφτηκε μήπως ήταν καλύτερα να κατέβει πριν πάρει τη στροφή. Το μπροστινό φως του ποδηλάτου τρεμόπαιζε και την προειδοποιούσε πάντα την τελευταία στιγμή για τα εμπόδια στο μονοπάτι που ήταν γεμάτο στροφές. Τουλάχιστον, όμως, το έδαφος εδώ δεν είχε τόσο χιόνι όσο στον ποδηλατόδρομο κατά μήκος της Κονιγκσαλέ.
«Σε δέκα λεπτά; Σε περίμενα πριν από μία ώρα για το βραδινό».
«Εξέταζα την Κάριν στο λεξιλόγιο», είπε ψέματα η Φιόνα. Στην πραγματικότητα είχε περάσει το απόγευμα στο σπίτι του Σάντρο. Αυτό, όμως, δεν είχε λόγο να το πει στη μητέρα της. Εκείνη ήταν έτσι κι αλλιώς πεπεισμένη ότι ο Σάντρο ήταν κακή επιρροή για
την κόρη της, μόνο και μόνο επειδή είχε κλείσει τα δεκαοκτώ κι είχε σκουλαρίκι στο φρύδι.
Και πού να ’ξερε.
«Μαμά, σφυρίζει η μπαταρία μου. Έχει μόνο δυο τα εκατό». Αυτή τη φορά έλεγε αλήθεια. Η μητέρα της αναστέναξε. «Βιάσου, αλλά μην κόψεις δρόμο, ακούς;»
«Εντάξει, μαμά», είπε η Φιόνα λαχανιάζοντας νευριασμένη και σήκωσε το τιμόνι του ποδηλάτου για να περάσει τον μπροστινό τροχό πάνω από μια ρίζα. Αν είναι δυνατόν, είμαι δεκατριών χρονών, δεν είμαι μωρό! Γιατί οι γονείς της της φέρονταν σαν να ήταν μικρό παιδί; Ο Σάντρο τής είχε εξηγήσει ότι δεν υπήρχε πιο ασφαλές μέρος στον κόσμο από το δάσος τη νύχτα.
Λογικό. Ποιος δολοφόνος χάβεται χαι ξεπαγιάζει ηεριμένοντας να περάσει τυχαία ένα θύμα;
Από στατιστικής πλευράς πολύ περισσότερα εγκλήματα συνέ- βαιναν στο φως της μέρας ή σε φωτισμένους εσωτερικούς χώρους απ’ ό,τι στο σκοτάδι, και παρ’ όλα αυτά όλοι πίστευαν ότι οι κίνδυνοι ελλοχεύουν προπάντων στα σκοτεινά. Ήταν τόσο ανόητο όσο και οι αιώνιες παρατηρήσεις σχετικά με τους ξένους. Οι περισσότεροι ένοχοι για σεξουαλικά εγκλήματα ήταν συγγενείς ή γνωστοί, συχνά ακόμα και οι ίδιοι οι γονείς. Φυσικά, όμως, κανείς δεν έλεγε σε ένα παιδί να μην μπει στο αυτοκίνητο του μπαμπά ή της μαμάς.
«Βιάσου, σαλιγκαράκι», ήταν τα τελευταία λόγια της μητέρας της. Ύστερα η μπαταρία την αποχαιρέτισε οριστικά με ένα τελευταίο, μακρόσυρτο σφύριγμα.
Σαλιγκαράκι. Πότε θα σταματούσε να την αποκαλεί με αυτό το ηλίθιο χαϊδευτικό;
Πόσο μισώ τη βλαμμένη οικογένειά μου. Μακάρι να μπορούσα να φύγω από το σπίτι τώρα κιόλας.
Συνέχισε να κάνει πεντάλ έξω φρενών.
Το μονοπάτι μπροστά της στένεψε κι άρχισε να φιδογυρίζει ανάμεσα στα πυκνά πεύκα για να καταλήξει σε ένα τεχνητό δάσος. Μόλις η Φιόνα βγήκε από την προστασία των δέντρων την τύλιξε ένας τσουχτερός άνεμος και τα μάτια της άρχισαν να δακρύζουν. Γι’ αυτό στην αρχή είδε τα πίσω φώτα του οχήματος θολά.
Το φορτηγάκι ήταν πράσινο, μαύρο ή μπλε. Κάτι σκούρο. Το μεγάλο όχημα, με τη μηχανή αναμμένη, βρισκόταν δίπλα σε μια στοίβα από κομμένους κορμούς. Η πίσω πόρτα ήταν ανοιχτή και η Φιόνα διέκρινε στο αδύναμο φως του πορτμπαγκάζ κάτι να κινείται στο χώρο φόρτωσης.
Η καρδιά της άρχισε να χτυπά σαν τρελή, όπως κάθε φορά που ήταν ανάστατη.
Έλα, δεν είσαι κανένα μαμόθρεψτο. Έχεις ξαναβρεθεί πολλές φορές σε επισφαλείς καταστάσεις. Γιατί σε φοβίζει πάλι κάτι τέτοιο;
Άρχισε να ποδηλατεί πιο γρήγορα στην εξωτερική πλευρά του δρόμου. Συνέβη όταν είχε φτάσει σε απόσταση μερικών μέτρων. Ένα χέρι έπεσε από το πορτμπαγκάζ.
Τουλάχιστον έτσι φάνηκε με μια πρώτη ματιά στο αφύσικο φως του αυτοκινήτου. Πράγματι, το χέρι αιωρουνταν πάνω από τη λερωμένη πινακίδα, ενώ το υπόλοιπο σώμα κειτόταν ακόμα στο χώρο φόρτωσης.
«Βοήθησέ με!» άκουσε η Φιόνα τη βραχνή φωνή του άντρα στο πορτμπαγκάζ. Ήταν μεγάλος, τουλάχιστον για τα μέτρα της Φιόνα, για την οποία οποιοσδήποτε πάνω από τα τριάντα έμπαινε στην κατηγορία των νεκροφανών. Μίλησε τόσο σιγανά, ώστε ο θόρυβος της μηχανής ντίζελ κατάπινε σχεδόν τη φωνή του.
«Βοήθεια».
Η πρώτη παρόρμηση της Φιόνα ήταν απλώς να προσπεράσει. Μα υστέρα ο άντρας σήκωσε το κεφάλι, το αιμόφνρτο κεφάλι, και άπλωσε το χέρι του προς το μέρος της. Η Φιόνα θυμήθηκε μια αφίσα στο δωμάτιο του Σάντρο που έδειχνε τα γαμψά νύχια ενός ζόμπι να βγαίνουν από έναν τάφο.
«Σε παρακαλώ, μη φύγεις», φώναξε βραχνά ο άγνωστος, λίγο πιο δυνατά τώρα.
Η Φιόνα σταμάτησε, κατέβηκε από το ποδήλατο και τον παρατήρησε διατακτικά από κάποια απόσταση.
Τα μάτια του ήταν κλειστά από το πρήξιμο, από το στόμα του έσταζε αίμα και το δεξί του πόδι έδειχνε αφύσικα στραβό.
«Τι συνέβη;» ρώτησε η Φιόνα. Η φωνή και ο σφυγμός της έτρεμαν με τον ίδιο ρυθμό.
«Μου επιτέθηκαν».
Η Φιόνα πλησίασε περισσότερο. Στο φως του πορτμπαγκάζ δεν μπορούσε να διακρίνει πολλά, μόνο ότι ο άγνωστος φορούσε φόρμα και αθλητικά παπούτσια.
Και τότε η ματιά της έπεσε στο παιδικό κάθισμα μέσα στο πορτμπαγκάζ. Ήταν ο καθοριστικός παράγοντας. «Μην ξεγελιέσαι. Οι πραγματικοί ψυχοπαθείς μοιάζουν πάντα με θύματα. Εκμεταλλεύονται τη συμπόνια». Της το είχε τονίσει ο Σάντρο. Κι εκείνος ήξερε περισσότερα για τη ζωή απ’ ό,τι η μητέρα της. Μήπως αυτός ο τύπος ήταν πραγματικά κακός; Σίγουρα του άξιζε να ξυλοκοπηθεί έτσι.
‘Οπως και να ’χει, δεν είναι δίκη μου υπόθεση. Ας το αναλάβει κάποιος άλλος.
Η Φιόνα κάθισε ξανά στη σέλα και τότε ο άντρας άρχισε να κλαίει. «Μη φεύγεις, σε παρακαλώ. Δε θα σου κάνω τίποτα».
«Όλοι αυτό λένε».
«Μα δες σε τι κατάσταση βρίσκομαι! Δε βλέπεις ότι χρειάζομαι βοήθεια; Σε ικετεύω, κάλεσε ασθενοφόρο».
«Το κινητό μου δεν έχει μπαταρία», αποκρίθηκε η Φιόνα. Έβγαλε τα ακουστικά από τ’ αφτιά. Από την ταραχή της τα είχε ξεχάσει τελείως.
Ο άντρας έγνεψε εξαντλημένος. «Έχω εγώ κινητό».
Η Φιόνα έκανε νόημα ότι ήταν τρελός. «Δεν υπάρχει περίπτωση να σε αγγίξω».
«Δε χρειάζεται. Είναι μπροστά».
Ο άντρας κουλουριάστηκε σαν να είχε κράμπα στο στομάχι. Έδειχνε να τρέμει από τον πόνο.
Να πάρει, τι να κάνω;
Έσφιξε τα δάχτυλά της γύρω από το τιμόνι. Φορούσε χοντρά δερμάτινα γάντια, μα τα δάχτυλά της ήταν παγωμένα.
Να το κάνω; Ή να μψ το κάνω;
Η ανάσα της έβγαινε σε αχνιστές τολύπες.
Ο βαριά τραυματισμένος άντρας προσπάθησε να ανακαθίσει, μα βουλίαξε ανήμπορος στο χώρο του πορτμπαγκάζ.
«Σε παρακαλώ», είπε ξανά. Η Φιόνα το πήρε απόφαση. Τέλος πάντων. Έτσι κι αλλιώς θα πάει στραβά.
Το σταντ του ποδηλάτου δε στεκόταν στον ανώμαλο δρόμο, γι’ αυτό άφησε το ποδήλατο διαγώνια στο έδαφος. Καθώς πέρασε μπροστά από το αυτοκίνητο του άντρα φρόντισε να μην τον πλησιάσει πολύ.
«Που είναι;» ρώτησε όταν άνοιξε την πόρτα του οδηγού.
Πρόσεξε την υποδοχή για το hands free, αλλά κινητό δεν έβλεπε.
«Στο πορτάκι του συνοδηγου», άκουσε τη βραχνή φωνή του.
Σκέφτηκε για μια στιγμή αν έπρεπε να κάνει το γύρο του οχήματος, μα στο τέλος αποφάσισε να απλώσει το χέρι πάνω από το κάθισμα μέχρι τη θέση του συνοδηγου.
Έσκυψε βαθιά μέσα στο αυτοκίνητο και άνοιξε το πορτάκι.
Το κινψό δεν ήταν εκεί.
Φυσικά.
Αντί για το κινητό είδε μια ανοιχτή συσκευασία με γάντια από λάτεξ κι ένα ρολό κολλητική ταινία. Ο σφυγμός της άρχισε να χοροπηδά.
«Το βρήκες;» Ξαφνικά η φωνή του άντρα ακουγόταν πολύ πιο κοντά. Η Φιόνα γύρισε και είδε ότι είχε αλλάξει πλευρό. Τώρα ήταν γονατισμένος στο πορτμπαγκάζ κοιτώντας προς το μέρος της. Μ’ ένα σάλτο θα την έφτανε.
Έπειτα έγιναν όλα πολύ γρήγορα.
Η Φιόνα αγνόησε τα γάντια από λάτεξ· αρκουσαν τα δικά της. ‘Υστερα έβαλε το χέρι κάτω από το κάθισμα. Το όπλο ήταν εκεί όπου είχε πει ο Σάντρο. Γεμάτο και με την αοφάλεια κατε- βασμένη.
Σήκωσε την κάννη, έκλεισε το δεξί μάτι και πυροβόλησε τον άντρα στο πρόσωπο.
Χάρη στο σιγαστήρα ο πυροβολισμός ακούστηκε σαν να είχε τραβήξει το φελλό από ένα μπουκάλι κρασί. Ο άντρας έπεσε πίσω, μέσα στο πορτμπαγκάζ. Η Φιόνα πέταξε το όπλο, όπως είχε συμφωνήσει, κι αυτό διέγραψε μια μεγάλη καμπύλη μέσα στο δάσος. Ύστερα σήκωσε ξανά το ποδήλατό της.
Κρίμα που είχε μείνει από μπαταρία, αλλιώς θα είχε στείλει στα γρήγορα ένα μήνυμα στον Σάντρο ότι όλα είχαν πάει καλά. Παρά τρίχα δε θα τα είχε καταφέρει, μόνο και μόνο επειδή ξαφνικά είχε νιώσει συμπόνια για εκείνο τον ηλίθιο. Αλλά οι υποσχέσεις είναι υποσχέσεις. Άλλωστε χρειαζόταν τα χρήματα αν ήθελε να φύγει επιτέλους από το σπίτι. «Το άξιζε το κάθαρμα», της είχε πει στο δρόμο ο Σάντρο. Και ήταν η τελευταία φορά που θα χρειαζόταν να κάνει κάτι τέτοιο για εκείνον. Ήταν λογικό, άλλωστε. Εξάλλου την επόμενη βδομάδα κλείνω τα δεκατέσσερα. Θα είμαι πια σε ηλικία ποινικής ευθύνης και μπορεί να βρεθώ στη στενή για κάτι τέτοιο. Αν με πιάσουν σήμερα, το πολύ πολύ να με πρήξει κανένας κοινωνικός λειτουργός.
Ωραίο ποινικό σύστημα. Ο Σάντρο ήξερε καλά από νόμους, νομικά και τέτοιες βλακείες. Πολύ απλά, ήξερε περισσότερα για τη ζωή απ’ ό,τι η μητέρα της.
Η Φιόνα χαμογέλασε στη σκέψη ότι θα του τα έλεγε όλα με λεπτομέρειες την επόμενη μέρα, όταν τον ξανάβλεπε. Δε χρειάστηκε το πακέτο με την κολλητική ταινία για να δέσει πρώτα το βλάκα. Μα τώρα έπρεπε να βιαστεί. Το βραδινό την περίμενε στο τραπέζι.
Fitzek Tsokos