Η κοπέλα με τον σκύλο δίστασε, με κοίταξε υποτιμητικά.
“ΟOOOΚ” είπε σαν να έβγαζε μια δύσκολη κουράδα. Το κάνω αυτό μερικές φορές με τις όμορφες κοπέλες, να τις φαντάζομαι να χέζουν για να παίρνω θάρρος όταν θέλω να μιλήσω μαζί τους. Αλλά εδώ ήταν άλλη περίπτωση.
-Όχι εσένα, στον σκύλο σου θέλω να μιλήσω.
“Α, εντάξει” είπε κάπως μπερδεμένη. Δεν της είχε ξανατύχει προφανώς αυτό το σενάριο. Πήρα τον σκύλο λίγο παραπέρα, στο όριο του λουριού του. Ευτυχώς ήταν από αυτά που ξεδιπλώνουν και φτάσαμε 2-3 μέτρα πιο κει.
-Να σου πω ρε σκύλε, θα πεις και για εμένα μια καλή κουβέντα στο κορίτσι;
Ο σκύλος με κοίταξε λίγο και μετά κατούρησε. Μου είχε ξανατύχει τέτοια περίπτωση όταν δούλευα σε αρχαιολογική ανασκαφή. Προσπαθούσα να καθαρίσω προσεκτικά τα κόκαλα και ο άτιμος διαρκώς προσπαθούσε να τα πάρει όταν δεν κοιτούσα. Έλεγα στους εκπαιδευόμενους πόσο πρέπει να προσέχουν και ο σκύλος είχε μια ματιά σε στυλ “ε, τώρα τα λέει στην πεθερά για να τα ακούσει η νύφη, έτσι;” Μετά χτύπησε το κεφάλι του σε μια χαμηλή μάντρα σαν να ήθελε να κατεβάσει ιδέες. Μετά πετάχτηκε ξαφνικά σαν να φώναζε ο υπόλοιπος εγκέφαλός του σε αυτόν που είπε να βαράνε τον τοίχο “ε, προσπαθούμε να κοιμηθούμε εδώ κάτω!” Ξαφνικά γαύγισε. Έπεσα πίσω από την τρομάρα μου. Πάνω σε μια κουράδα άλλου σκύλου. Και πριν προλάβω να σκεφτώ πως να το διαχειριστώ, άφησε κι αυτός μια φρέσκια κουράδα ακριβώς μπροστά μου.
Δεν είχα εναλλακτική. Έβγαλα μια σακούλα και την μάζεψα. Δεν είναι αυτό που είχα υπόψη αλλά δούλεψε. Η κοπέλα αισθάνθηκε άσχημα και ήρθε με απολογητικό ύφος. Ή αυτό ή προσπαθούσε να με γδύσει στο μυαλό της αλλά ζοριζόταν να ξεκουμπώσει αυτό το ασυνήθιστο παλτό μου με τα μάτια της, σχεδόν αλληθώρισε και πάλι δεν το άνοιγε. Εγώ είμαι 50 χρονών αλλά δείχνω τριαντάρης. Μέχρι να κάνω παρέα με τριαντάρηδες. Τότε νιώθω 80 τουλάχιστον. Στα 30 ήθελα να κατακτήσω κάθε γωνιά του κόσμου. Στα 50 θέλω να βολευτώ στην πιο βολική γωνιά στον καναπέ μου για να μην χρειαστεί να σηκωθώ μέχρι να τελειώσει και το δωδέκατο επεισόδιο της αγαπημένης μου σειράς.
-Αλέκο εσύ είσαι;
Με κοίταζε με μισό χαμόγελο. Σαν να με ήξερε.
-Η Ανθούλα είμαι βρε! Καθόμουν τρία θρανία πίσω σου στο Γυμνάσιο! Εσύ δεν είσαι, ο Αλέκος που πάντα κρατούσε μανιάτικα για το παραμικρό;
Την επιθεώρησα από πάνω ως κάτω με έμφαση στο κάπως ασύμμετρο πρόσωπό της.
“Ανθούλα;”
-Ναι, ναι, με θυμήθηκες!
“Ανθούλα….”. Δεν την είχα θυμηθεί ακόμα.
-Δευτέρα Γυμνασίου…μετά στην Τρίτη μετακομίσαμε και άλλαξα σχολείο.
“Ανθούλα!” φώναξα θριαμβευτικά, δίνοντάς της και την σακούλα με την κουράδα στο χέρι. “Εσύ βρε μου είχες δανειστεί το μηχανικό μολύβι μου και δεν το επέστρεψες ποτέ!”