ομοφυλόφιλος, ομοσεξουαλικός, ομοερωτικός…
Περνώντας στους δυσφημισμούς, ιδιαίτερα δημοφιλής είναι ο όρος πούστης , εκ του τουρκικού pust (μέσω της περσικής), με πλήθος υποκορ. (πουστράκι, πουστρίτσα, πουστράκος), μεγεθυντικών {πουστάρα, πούστα-ρος, πουσταράς), συμφυρμών (πουστάρδα < πούστ(ης) (μουστάρδα, που ξεκίνησε από το ανέκδοτο «Τι είναι gay και καίει;» και πέρασε στη νεανική αργκό . παραγώγων (πουστρόνι), συνθέτων (σκατόπουστας, παλιόπουστας, γερόπουστας. πουστοφέρνω ‘συμπεριφέρομαι, κινούμαι ή μιλάω σαν πούστης’) κ.λπ.
Γενικότερα, η λέξη χρησιμοποιείται και αποσυνδεδεμένη από σεξουαλικά συμφραζόμενα. για να δηλώσει τον ανέντιμο άνθρωπο, αποδίδοντας στους ομοφυλόφιλους, στερεοτυπικά, αρνητικές ιδιότητες, όπως η πονηριά, η ανειλικρίνεια και η έλλειψη ακεραιότητας: «Μην τον εμπιστεύεσαι! Είναι μεγάλος πούστης.!». Σε οικείο πλαίσιο, ο όρος χρησιμοποιείται χιουμοριστικά, για να δηλώσει θαυμασμό ή έκπληξη («Βρε τον πού’στη, πάλι κατάφερε να τη σκαπουλάρει!»). Επίσης, η στερεότυπη προσφώνηση ρε πούστη μοιλ συχνά χρησιμεύει επιφωνηματικά («Ρε πούστ η μου, έχω προσπαθήσει τόσες φορές κι όλο τρώω τα μούτρα μου»), ενώ η προφορική έκφραση τον πούστη σημαίνει κάτι το προφανές, αυτονόητο ή απλό και εύκολο. Ακόμη, επίταση εκφράζουν φράσεις του τύπου τρέχει σαν πούστης, τρώει σαν πούστης, κοιμήθηκα σαν πούστης κ.λπ., οι οποίες προφανώς απορρέουν από το γεγονός ότι στους ομοφυλόφιλους στερεοτυπικά αποδίδεται η τάση προς υπερβολή, η «προκλητική παραβίαση» κάθε μέτρου ή νόρμας και η «ακόρεστη υποταγή» στις σεξουαλικές τους ορέξεις. Τέλος, ο ευφημιστικός δυσφημισμός φούστης «εισήχθη» πρώτη φορά από τον Ν. Καρβέλα στην εκπομπή του Μ. Τριανταφυλλόπουλου Ζούγκλά, για να δηλώσει τον παθητικό ομοφυλόφιλο.
Μια σειρά μειωτικών όρων σχετίζονται με ομοφυλοφιλικές σεξουαλικές πρακτικές, όπως:
• η πρωκτική διείσδυση, π.χ. πισωγλέντης, πισωκίνητος, οπισθογαμικός, γιουσουφ άκι (από τα νεαρά αγόρια-σκλάβους σε Οθωμανό αξιωματούχο), αλλαξο-κώλης, ξεκωλιάρης, Χάρυ Πρώκτερ, με διακειμενική αναφορά στον Χάρρυ Πότερ, σοδομίτης (< γαλλ· sodomite), από τη βιβλική πόλη Σόδομα, που, σύμφωνα με το κείμενο της Π.Δ., καταστράφηκε μαζί με τα Γόμορα από τον Θεό λόγω του έκλυτου βίου των κατοίκων της. Όπως σχολιάζει ο Foucault στην Ιστορία της Σεξουαλικότητας, ο όρος σοδομισμός, που παλιά δήλωνε κυρίως το πρωκτικό σεξ, αλλά και ένα ευρύτερο φάσμα απαγορευμένων σεξουαλικών συμπεριφορών, μετασχηματίστηκε μέχρι το τέλος του 19ου αι. στην ταυτοτική κατηγορία της ομοφυλοφιλίας, αφού οι βιολόγοι, φυσιολόγοι και ψυχίατροι συμφώνησαν στην αντιμετώπιση των ομοφυλόφιλων ως ασθενών και της «παθολογικής» πλέον ομοφυλοφιλίας ως διαστροφής, που χαρακτηρίζει συνολικά το άτομο: «Ο ομοφυλόφιλος του 19°” αιώνα έγινε μια προσωπικότητα, ένα παρελθόν, ένα ατομικό ιστορικό, και μια παιδική ηλικία, καθώς και ένας τύπος ζωής, μια μορφή ζωής, και μια μορφολογία, με μια αδιαφοροποίητη ανατομία και μια πιθανώς μυστηριώδη φυσιολογία» (Foucault 1981: 43).
• η (εικαζόμενη/υποτιθέμενη) επιλογή της παθητικής ομοφυλοφιλίας, π.χ. κίναιδος (αρχ.), τοιουτος (ευφημιστικά, κατά την προσφιλή συνήθεια αποσιώπησης μέσω της χρήσης αντωνυμιών), λουμπίνα (πβ. τουρκ. labunya – lubinya -lubun(ya) – lubinya < τσιγγάνικα lubni πόρνη, βλ. Theodoridis 1966: 134 και Laut 2005: 92). Αντιθέτως, ο κολομπαράς(εξού και το συντετμημένο παρώνυμο κολόμπος) δηλώνει τον ενεργητικό ομοφυλόφιλο ή τον παιδεραστή αγοριών (< τουρκ. kulambara, το οποίο και στην τουρκ. έχει τη σημασία του παιδεραστή, βλ. Laut 2005: 100′ με παρετυμολογ. επίδραση της λ. κώλος συχνά απαντά και η ορθογραφική εκδοχή κωλομπαράς [ΛΝΕΓ]), και ο μπινές, από το τουρκ. ibne (‘πούστης’ εκ της αραβ., με μετάθ. του [b] για διευκόλυνση της άρθρωσης), εμπερικλείει τόσο την παθητική, όσο και την ενεργητική ομοφυλοφιλία. Αξίζει να σημειωθεί ότι η σημασία της διάκρισης ενεργητικός/παθητικός, σε ό,τι αφορά τη σεξουαλικότητα, πάει πολύ πίσω, καθώς συνιστούσε κεντρική κατηγοριο-ποίηση στην αρχαία Ρώμη (Parker 1997), όπου η διάζευξη ομοφνλοφιλικός/ ετεροφυλοψιλικός δεν είχε καμιά ιδιαίτερη σημασία. «Ενεργητική» σεξουαλικότητα στο ρωμαϊκό σύστημα σήμαινε χρήση του πέους, με στόχο τη διείσδυση σε μία από τις τρεις σωματικές διόδους (orifices), τον κόλπο, τον πρωκτό ή το στόμα. Αντίστοιχος, το πρόσωπο που υφίστατο τη διείσδυση ήταν το «παθητικό”.
Όροι που δηλώνουν ενεργητική θέση (fututor, pedicator, irrumator, δηλαδή αυτός που διεισδύει στον κόλπο, τον πρωκτό ή το στόμα, αντιστοίχως) μπορούν να εφαρμοστούν εκ των πραγμάτων μόνο σε άνδρες, εφόσον μόνο αυτοί διαθέτουν πέος. Οι γυναίκες, επομένως, είναι εκ των πραγμάτων παθητικές. Κι ενώ ο πρώτος όρος (fututor) υπονοεί ότι το άτομο που υφίσταται τη διείσδυση είναι γυναίκα, εφόσον μόνο αυτή διαθέτει κόλπο, οι άλλοι δύο αφήνουν αδιευκρίνιστο το φύλο του διεισδυομένου. Συνεπώς, όλες οι ενεργητικές θέσεις θεωρούντο «φυσιολογικές» ανδρικές μορφές σεξουαλικότητας, ανεξαρτήτως του αν τα στόματα ή οι πρωκτοί ανήκαν σε άνδρες ή γυναίκες.
Η διχοτομία ενεργητικός/παθητικός αναπαράγεται γλωσσικά μέχρι σήμερα, καθώς, αίσθησή μας είναι ότι, στην κοινή γνώμη είναι πιο ανεκτή η ενεργητική ομοφυλοφιλία απ’ ό,τι η παθητική, καθώς στην πρώτη ο «πα-ρεκκλίνων» ομοφυλόφιλος «διασώζει» κάτι από τον «απολεσθέντα» ανδρισμό του. Μάλιστα, χαρακτηριστικό είναι ότι ακόμη και σε έγκριτα λεξικά , η έννοια της παθητικότηταςσε αντιδιαστολή προς την ενεργητικότητα παρατίθεται ως λεξικογραφική πληροφορία στα σχετικά λήμματα, χωρίς κάποια μεταγλωσσική επισήμανση, του τύπου «ο (θεωρούμενος/εικαζόμενος ως) παθητικός ομοφυλόφιλος». Έτσι, π.χ. σε ερμηνεύματα του ΛΚΝ διαβάζουμε τα εξής: πούστης. (λαίκ., μειωτ.) ‘ο παθητικός ομοφυλόφιλος άντρας’ αδερφή’, κίναιδος, (μειωτ.) ‘ο παθητικός ομοφυλόφιλος’ (το ίδιο και στο ΛΝΕΓ, ενώ αντίθετα στο ΧΑΝΓ το επίθ. «παθητικός» προσδιορίζει μόνο τον κίναιδο)’ αντιστοίχως, τοιούτος. «(οικ.) παθητικός ομοφυλόφιλος’ τέτοιος» στο ΛΚΝ και «ο ομοφυλόφιλος, ο κίναιδος» στο ΛΝΕΓ (αντίθετα, στο ΧΛΝΓ απλώς «ομοφυλόφιλος», χωρίς την προσθήκη της «παθητικότητας») Αναρωτιόμαστε αν η βεβαιότητα ότι, για τον μέσο φυσικό ομιλητή της Ν.Ε., που χρησιμοποιεί τις συγκεκριμένες λέξεις, υπονοείται αναγκαστικά ο παθητικός ομοφυλόφιλος στα παραπάνω λεξήματα, απορρέει από την εγκειμενοποιημένη ερμηνεία τους σε συγκεκριμένο σώμα δεδομένων ή τη σχετική διερεύνηση των μεταγλωσσι-κών στάσεων της γλωσσικής κοινότητας ή αν απλώς πρόκειται για διαίσθηση του εκάστοτε λεξικογράφου. Αξίζει να σημειωθεί ότι, αν εξετάσουμε την άλλη όψη του νομίσματος, τις στρατηγικές αυτοπαρουσίασης των ομοφυλοφίλων, όπως προκύπτει από ανάλυση των σύντομων κειμένων που συνοδεύουν το προφίλ στην ειδική κατηγορία escort & commercial δικτυακών τόπων (βλ. Κανάκης 2007, 2009), η πλειονότητα αυτών δεν αισθάνεται καμιά ανάγκη να διευκρινίσει αν είναι ενεργητικοί ή παθητικοί, δεδομένου μάλιστα ότι στον κυρίαρχο έμφυλο λόγο η παθητικότητα σχετίζεται με τη θηλυκότητα’ τουναντίον μάλιστα: αυτοπαρουσιάζονται ως bi-sexual ‘αμφισεξουαλικοί’ και οι υπόλοιποι μοιράζονται ανάμεσα σε gay και open-minded ‘ανοιχτόμυαλους’ — με άλλα λόγια, η ερωτικοποίηση της αρσενικότητας φαίνεται να προϋποθέτει την αποσιώπηση του ενδεχόμενου παθητικού ρόλου των escorts. Όπως σχολιάζει σχετικά ο Κανάκης (2007),
«Μπορεί κανείς να μη δηλώνει απερίφραστα ετεροφυλόφιλος, αλλά από την άλλη μεριά κανείς δεν δηλώνει ‘παθητικός’ στον σεξουαλικό ρόλο. Όλοι δηλώνουν είτε active ‘ενεργητικοί’, είτε active/versatile. Το δεύτερο σκέλος, που κυριολεκτικά σημαίνει ‘πολύπλευρος’, αποδίδεται συχνά στα ελληνικά με τον όρο ‘ενεργοπαθητικός’. Στον πρωτότυπο όρο, όμως, η έννοια του παθητικού είναι απούσα. Υπονοείται αλλά δεν δηλώνεται ρητά. Αντίθετα, ενώ το versatile υπονοεί σαφώς το active, αυτό δηλώνεται επίσης ρητά και δεν επαφίεται στην υπονόηση. Ανοιχτόμυαλοι, λοιπόν, ναι — αλλά όχι και παθητικοί».
Μια άλλη ευρεία κατηγορία χαρακτηρισμών χλευάζουν τη θηλυπρεπή συμπεριφορά, ίσως σε μια προσπάθεια να «στριμωχθεί» η ομοφυλοφιλία στο προϋπάρχον διπολικό σχήμα κατανομής των φύλων του ετεροκανονικού λόγου: π.χ. αδελφή, πβ. και το υποκορ. αδελφονλα, το μεγεθυντ. αδερφάρα και το περιεκτικό ουσ. αδελφάτο, από την ειρωνικώς πορηλλαγμένη ως προς το γένος προσφώνηση «αδελφοί», η οποία απευθύνεται σε μοναχούς ή αδελφές νοσοκόμες, που κατά τον Μεσαίωνα αναλάμβαναν στα καθολικά κυρίως μοναστήρια την περίθαλψη των ασθενών – εξού και αδελφή τον ελέονς (πβ. αγγλ· sister of charity/mercy, γαλλ. soeur de la charite), για τα μέλη της θρησκευτικής αδελφότητας γυναικών, «που χωρίς να ακολουθούν πλήρη ..οναστικό βίο, προσφέρουν φιλανθρωπικό κοινωνικό έργο, ιδιαίτερα στην εκπαίδευση και στη νοσοκομειακή περίθαλψη» [ΛΝΕΓ]. Το ενδιαφέρον, πάντως, είναι ότι και σε άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες τον ρόλο χλευαστικών ονομασιών για τους ομοφυλόφιλους αναλαμβάνουν λέξεις που δηλώνουν στην επίσημη γλώσσα τη συγγένεια, και μάλιστα προς θήλυ μέλος, πβ. αγγλ. sissy ‘αδελφόύλα’ (< sister), γαλλ. tante ‘θεία’, uintine ‘θείτσα’ κ.λπ., ενώ στην τουρκ. abla ‘αδερφή’ λέγεται η λεσβία (Laut 2005: 97). Απαντά και ο συμφυρμός αδελφίνι, ως απάντηση στο αίνιγμα: «Πώς λέγεται το gay δελφίνι;».
Τη θηλυπρέπεια στιγματίζουν και οι όροι γυναικωτός, κουνιστός/κουνίστρα, συκιά ήδη στην αρχαιότητα υπήρχαν οι όροι συκιδαφόρος και συκόπρωκτος (βλ. Ησνχ. Σ 2231): αυτός δηλ. που πάσχει από συκωσιν, δηλ. αιμορροΐδες, καθώς η λ. συκέα και το συκον απαντούν με αυτή τη σημασία σε κείμενα της αρχαιότητας, βλ. «συκάΐ περί την έδραν κονδυλώματα μεγάλα», Πολνδ. 4.203), χαριτωμένος, χαριτοδιπλωμένος (από το όνομα του γνωστού τραγουδιστή Κ. Χαριτοδιπλωμένου, επειδή υποτίθεται ότι οι gay «διπλώνονται» χαριτωμένα), πεταλουδίτσα, αρσακειάδα (από το γνωστό πάλαι ποτέ παρθεναγωγείο), λουλου, από τη γαλλ. νηπιακή λέξη loulou, για τα μικρόσωμα σκυλιά σαλονιού (πβ. και το κόμικ «Η μικρή Λουλού») κ.ά.’ από τα καλιαρντά προέρχονται οι όροι λούγκρα, λουκρητία/λουκία (ίσως γιατί το όνομα της νυμφομανούς Λουκρητίας Βοργία μοιάζει ηχητικά με τη λούγκρα), λονμηίνα, κραγμένη και ζεφωνημένη’ ακόμη, οι παρωχημένοι όροι ντιγκιντάγκας (ηχοποίητη λ., κατά τα ΛΚΝ και ΛΝΕΓ επειδή ο gay θεωρείται ότι κουνιέται, όπως το γλωσσίδι της καμπάνας, πιθ., όμως, η λ. να συνδέεται με την αργκοτική τουρκ. λ. digin ‘ομοφυλόφιλος’ (βλ. Laut 2005: 89), η οποία στην καθομιλουμένη τουρκική σημαίνει τον ‘άλλο’, ενώ ο τύπος diginden ‘από τους άλλους’· πβ. ν.ε. τοιούτος) και ντιντής ήταν ιδιαίτερα δημοφιλείς σε προηγούμενες δεκαετίες.
Ωστόσο, αν και τα στερεότυπα του ηγεμονικού λόγου συνδέουν την ομόφυλη σεξουαλική επιλογή με τη θηλυκότητα, σε επίπεδο εκπεφρασμένης ομοερω-τικής επιθυμίας (Bersani 1995′ Kulick 2000′ Cameron & Kulick 2003), όπως ακριβώς σχολιάστηκε προηγουμένως και σε ό,τι αφορά την παθητικότητα, οι ομοφυλόφιλοι άνδρες αντιδρούν στην ετεροαναπαράσταση που τους θέλει «θηλυπρεπείς». Αντιθέτως, υιοθετούν οι ίδιοι και ψάχνουν στους άλλους εκείνη την αρσενικότητα την οποία δεν τους αναγνωρίζει η ετεροκανονικότητα. Όπως παρατηρεί ο Κανάκης (2007), στη γλώσσα της μαρκέτας, οι γλωσσικοί ενδείκτες εστιάζουν κυρίως στο τρίπτυχο «αρρενωπότητα», «σωματική διάπλαση», «εχεμύθεια/σοβαρότητα». Με άλλα λόγια, η ανδρική ομόφυλη επιθυμία εξοβελίζει το θηλυκό στοιχείο, πραγματικό ή φαντασιακό, με στόχο τη δημιουργία ενός omo-ness (Bersani 1995), ως εκδοχή του macho ανδρισμού, αποσυνδέοντας την αρσενικότητα από τη σεξουαλικότητα ως ετεροφυλοφιλία, «σαν μια περίπτωση παραβατικής οικειοποίησης μιας ηγεμονικής αρσενικότητας, από την οποία οι ομοφυλόφιλοι άνδρες τυπικά αποκλείονται (δεδομένων επιλογών που συγκρούονται μετωπικά με την ετεροκανονικότητα)» (Κανάκης 2009). Ωστόσο, όπως επισημαίνει ο ίδιος (Κανάκης 2007), η επιρροή των στερεοτύπων του ηγεμονικού λόγου είναι τόσο έντονη, ώστε να υπάρχει η τάση ακόμη και μεταξύ ομοφυλόφιλων ανδρών για διάκριση ανάμεσα σε αντράκια και κουκλίτσες, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται δύο πόλοι ομοφυλόφιλης αρσενικότητας, που μοιάζουν με οικειοποίηση και μεταφορά της αντίστοιχης ηγεμονικής έμφυλης διάκρισης, παρ’ ότι δεν παραπέμπουν αναγκαστικά σε σταθερούς σεξουαλικούς ρόλους.
Ένας ακόμη όρος, παρωχημένος αυτή τη φορά, με ενδιαφέρουσα ωστόσο ιστορία, είναι η λ. φτερού, που αναφέρεται σε μια από τις πιο γνωστές, cult φυσιογνωμίες της παλιάς Αθήνας, τον Ανδρέα Νομικό, ο οποίος έπαιξε μικρούς ρόλους — κυρίως ομοφυλόφιλων – σε περισσότερες από είκοσι ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου. Όπως αναφέρεται στη Μηχανή τον Χρόνου, με σπορ φανελάκι, μαλλί επιμελώς ατημέλητο, ψιλή φωνή, βηματισμό ανάλαφρο και μπόλικα πολύχρωμα φτερά στα χέρια του, η Φτερού ξεσήκωνε καθημερινά τους Αθηναίους από το 1965, προσπαθώντας να πουλήσει την πραμάτεια του {«.Φτερού, φτεράααα, πάρτε καλά φτεράααα») ή απλώς για να τους κάνει πλάκα. Μάλιστα, δεν παρέλειπε να παίρνει θέση μέχρι και σε πολιτικά ζητήματα: έτσι, το 1973, βλέποντας τα τανκς που κυκλοφορούσαν στους δρόμους, η Φτερού δε δίστασε να πάει να πουλήσει φτερά στους φαντάρους των τεθωρακισμένων: «Καλέ παιδιά, τι παίζετε εδώ; τον Αγνωστο Πόλεμο;», ήταν το φαρμακερό σχόλιό του.
Τέλος, αναρίθμητες είναι οι περιπαικτικές εκφράσεις για την ομοφυλοφιλία συνδεθεί με τη γλωσσική παραγωγή και το επικοινωνιακό στυλ των γυναικών, η εχεμύθεια λειτουργεί επίσης ως έμφυλος ενδείκτης και ως ένα ακόμη συστατικό στη δόμηση της συγκεκριμένης φαντασιωτικής αρσενικότητας» οι οποίες εικονοποιουν, μεταφορικά, χαρακτηριστικά στερεότυπα ως ομοσεξουαλικά, λ.χ. οι θηλυπρεπείς κινήσεις (την κουνάει την γραβάτα, από το κράτημα του τσιγάρου ψηλά, με κίνδυνο να π-αρι τα ρούχα), πρακτικές όπως το στοματικό σεξ (το ρουφάει το κανελόνι, την ξεφλουδίζει την μπανάνα, το ξύνει το καρότο κ.ά.) και η πρωκτική διείσδυση (το σηκώνει το σακάκι, το μαζεύει το σαπούνι, τον βάζει τον σύρτη, τη χαλαρώνει τη βαλβίδα) κοκ.
Πιπέρι στο στόμα – Εκδόσεις Καλλιγραφος