Στο κρατητήριο σκεφτόταν το κομμάτι παζλ που είχε καταπιεί κι αν θα βγει ποτέ να δει άλλα μέρη στον κόσμο. Το πιο μακρινό μέρος που είχε πάει ποτέ ήταν η Θεσσαλονίκη, ήταν ένας που γνώρισε online και πήγε με το ΚΤΕΛ να τον δει και βέβαια πηδήχθηκαν σαν τα κουνέλια όλο το βράδυ και μετά και το πρωί, της έφερε μια μπουγάτσα και την έγλειψε σαν μπακλαβά, το μεσημέρι της έφερε κουλούρι και την πήρε από πίσω. “Καλύτερα να φύγω πριν μου τα κάνει τσουρέκια από τον Τερκενλή” σκέφτηκε κάποια στιγμή αλλά μετά τον είδε γυμνό και ξεχάστηκε, τους πήρε ο ύπνος απογευματιάτικα, ξύπνησε 2 το πρωί με τελείως μπερδεμένο βιολογικό ρολόι, βγήκε από το δωμάτιο να βρει κάτι να φάει μόνη της, άνοιγε πόρτες στο δαιδαλώδες σπίτι του, μπερδεύτηκε, άνοιξε μια πόρτα που ήταν ζωγραφισμένη με τον Όλυμπο και τον Κίσσαβο, βρήκε από πίσω της έναν στενό διάδρομο με πίνακες ζωγραφικής, μάλλον δικοί του ήταν, σε έναν μια γκιλοτίνα μόλις είχε κόψει το κεφάλι και έπεφτε, σε έναν άλλον ζευγάρωναν δυο γεράκια, καθώς θαύμαζε το σκηνικό αυτός ήρθε από πίσω της σαν αερικό, της χάιδεψε τον λαιμό, δυο γεράκια κι ένα το πουλί του που ένιωσε στην πλάτη ήδη σκληρό, έχωσε την τεράστια γλώσσα του στο στόμα της και την ξαναπήγε στο κρεβάτι.
Πριν την μπουγάτσα το πρωί κατάφερε να πει “άκου, νομίζω χρειάζομαι λίγη ξεκούραση.” Την πήγε στο ΚΤΕΛ, υποσχέθηκε να την πάρει τηλέφωνο το βράδυ, αυτή είπε θα τον πετύχει στο τσατ, κανείς τους δεν το έκανε βέβαια. Κάποτε υποκρινόταν ότι πίστευε στον θεό. Πιο πολύ για να έχει κάποιον στον οποίον να μιλάει όταν πέφτει το σκοτάδι, ένιωθε σαν να έχει υπερδύναμη που στέλνει τις λέξεις της πέρα από το Σύμπαν ως το ανώτατο Ον κάπως. Γινόταν δυνατή σα θεός. Κάπως έτσι. Μια φορά καλοκαίρι σε ξωκλήσι νησιού έπεσε δραματικά στα γόνατα. Γιατί έτσι δεν κάνουν όλοι σε ξωκλήσια; Καθώς έπεσε στο χώμα που πρόβαλλε ανάμεσα στις πέτρες του πατώματος όμως ένιωσε κάτι πολύ πιο δυνατό από τον κατά φαντασία Θεό των νυχτερινών προσευχών της. Ένιωσε τη Γη, της είπε να πατάει στη Γη, να παίζει στη Γη, να κάνει τρέλες σε αυτή την γαλαζοπράσινη μπάλα στο άπειρο διάστημα όσο περισσότερο μπορεί, όσο προλάβει πριν πεθάνει. Κατάλαβε ότι δεν υπάρχει λόγος να λατρεύεις κάτι που δεν υπάρχει, να ψάχνεις υπερδυνάμεις τα βράδια παραμιλώντας. Είναι η Γη μέσα μας που κινεί τον πλανήτη, που φτιάχνει θεούς.
Όσοι έχουμε ταξιδέψει απολαμβάνουμε πολύ την περιοχή που γίνονται όλα αυτά, είναι ένα τοπίο χορταστικό, με απαλές κλίσεις σε λοφάκια, φαρδιά ποτάμια άνετα διασχίζουν πλούσιες πρασινάδες, πολύτοξα γεφύρια σκιάζουν πέστροφες που χαίρονται την άνοιξη. Από πίσω τα μεγάλα βουνά με μαξιλάρια δάσους οξιάς από το οποίο σα σχισμές πιο ανοιχτόχρωμα ποτάμια άλλων πράσινων και κόκκινων φυτών συνοδεύουν τις ρεματιές. Σα να θέλουν να γοητεύσουν το μάτι σου, να σε τραβήξουν ψηλά, να φτάσεις στις κορφές, να δεις την θάλασσα βουνών από πίσω τους και το Ιόνιο στο βάθος.
Από τα βουνά προσγειώθηκε στο κρατητήριο με τους ήχους του Μπλε Δούναβη που έπαιζε από τα μεγάφωνα. Έβαζαν κλασική μουσική για να ηρεμούν τους εγκληματίες προφανώς αλλά αυτό το κομμάτι το είχε πρωτακούσει ενώ πηδούσε έναν τύπο με το μεγαλύτερο εργαλείο που είχε δει ποτέ. Ούτε σε τσόντα δεν υπήρχε τέτοια κρεατόβεργα, έμεινε απέξω σχεδόν όλο, είχε νιώσει καπάκι μπουκαλιού στην φάση. “Ο Μπλε Δούναβης σκοτώνει τον έρωτα” της είχε πει μια κυρία με τεράστια τσάντα που πιάσανε κουβέντα στη στάση. “Αυτή η μουσική είναι η χειρότερη” μια άλλη μέρα ένας χοντρός με ομπρέλα αν και δεν έβρεχε, “ο Μότσαρτ ήταν ο Βέρτης της εποχής του βέβαια” πρόσθεσε. Μετά άρχισε να βρέχει, έτρεξαν κι οι δυο να φτάσουν σε ένα μπαλκόνι από κάτω, ένα περιοδικό που είχε μόλις αγοράσει το έβαλε για προστασία και έγινε χάλια η κοπέλα που χαμογελούσε φαρδιά πλατιά στο εξώφυλλο. Μετά το είχε ακούσει αυτό το κομμάτι κατά λάθος επειδή κούνησε η κωλόγατα το ραδιόφωνο και έπιασε τρίτο πρόγραμμα μια μέρα που έγραφε γράμμα στον πατέρα της να του ζητήσει δανεικά. Έκλεισε τον φάκελο, έκλεισε το ραδιόφωνο, πήγε στο ταχυδρομείο και δυο εβδομάδες αργότερα ο πατέρας της απάντησε στον ίδιο φάκελο με τρία καπάκια μπύρας και ένα σημείωμα που έλεγε “δεν έχω, τα ήπια όλα.” Τελευταία φορά που τον άκουσε τον τρισκατάρατο Γαλάζιο Δούναβη ήταν σε μια δεξίωση, μόλις άρχισε να παίζει ξεφύσηξε εμφανώς εκνευρισμένη και μια ψηλή καλοστεκούμενη κυρία την κοίταξε με μίσος, τρέμοντας σχεδόν και είπε “πως μπορείς να μην εκτιμάς κάτι πιο σημαντικό από οτιδήποτε μπορεί να γίνεις εσύ ποτέ;”
-”Εύκολα” απάντησε η νεαρή χύνοντας το ποτό της στα καλώδια του ηχείου και προκαλώντας εντυπωσιακό βραχυκύκλωμα. “Είμαι ρομαντική.”
Ο Ρομαντισμός ήταν επανάσταση στην ιστορία των ιδεών, μετέτρεψε σε καταστροφές τόσο το μη συχνό σεξ όσο και την μοιχεία. Γιατί ως τότε μια χαρά μπορούσες να κάνεις σεξ με κάποιον που δεν αγαπούσες ή να αγαπάς κάποιον χωρίς σεξ. Ξαφνικά έπρεπε να έχεις και τα δυο μαζί. Ή τίποτα. Να ακούς Γαλάζιο Δούναβη και να χορεύεις βαλς. Αναγκαστικά. Σα ζευγάρι που ‘πρέπει’ να πηδιέται δυο φορές την εβδομάδα και να αγαπιέται. Χωρίς περιθώριο να είσαι διαφορετικός, να μη σου βγαίνει μια μέρα.
“Γιατί κατάπιες το κομμάτι;” Ένας νέος αστυνομικός ήταν ξαφνικά δίπλα της και διέκοψε το βαλς και τις αναμνήσεις της.
Ξαφνικά ένιωσε στεγνό το λαρύγγι της αλλά πέρασε στην αντεπίθεση χωρίς να το σκεφτεί, ενστικτωδώς.
-”Εσύ γιατί έγινες αστυνομικός;” Οι λέξεις βγήκαν σκληρές, ανεπεξέργαστα βαριές, σα να είχε σύρει με δυσκολία ένα ξύλινο σεντούκι σε ανηφόρα με χαλίκια. Μικρή είχε ανάλαφρη, παιχνιδιάρικη φωνή, τώρα μερικές φορές είναι σαν παραταγμένες οι αναπνοές της και να πρέπει να διαλέξει μια, σα να μην έχουν αρκετή δύναμη οι περισσότερες όταν πρέπει να την ακούσουν. Σα να είναι μερικές υπερβολικά βαριές για να τις σπρώξει καν με τα πνευμόνια της. O νεαρός αστυνομικός δεν είχε παρόμοιο πρόβλημα, απάντησε αμέσως, η φωνή του σαφώς πιο απαλή από την αρχή της κουβέντας.
“Ήμουν Γυμνάσιο ακόμα τη μέρα που διάλεξα αυτή τη δουλειά. Γυρνώντας από το σχολείο με τα πόδια όπως κάθε μεσημέρι, είδα μπροστά στα μάτια μου μια ληστεία. Σκότωσαν τους όμηρους και τους πέταγαν από το παράθυρο. Ένας αστυνόμος ανέβηκε μόνος του στην ταράτσα πριν καν έρθουν ενισχύσεις, μπήκε μόνος του ηρωικά αλλά τελικά είχαν βάλει εκρηκτικά. Πέθαναν όλοι εκεί μέσα, είκοσι άτομα, αυτός τη γλίτωσε, έμεινε νοσοκομείο τρεις μήνες βέβαια.”
Δεν είχε λόγια βέβαια να απαντήσει η κοπέλα.
“Α, κατάλαβα.”
Τίποτα δεν είχε καταλάβει. Δεν ήταν ο ηρωικός αστυνομικός εκείνος η έμπνευσή του. Αν δεν τον είχε διακόψει θα της είχε πει ότι δύο μήνες αργότερα στην ίδια τράπεζα ξαναμπήκαν ληστές. Πολύ πιο άγριοι, καλύτερα οργανωμένοι. Αλλά μια γυναίκα αστυνομικός , άοπλη, με την ντουντούκα και τον τρόπο της μόνο τους έπεισε να παραδοθούν.
Για αυτό έγινε αστυνομικός. Και ήταν ο καλύτερος άνθρωπος στον κόσμο για να την βοηθήσει. Απλά έπρεπε να βρει την κατάλληλη ντουντούκα.
Και να κλείσει τον κωλοΓαλάζιο Δούναβη.
Ο Αλέκος Γκονζαλεζίδης είναι έμπειρος χειριστής ντουντούκας, ποιητής, συγγραφέας, στοχαστής και αυνανιστής.