Την αγαπώ τρελά. Όλο την σκέφτομαι. Θέλω να χαθώ μέσα της σαν τον ωκεανό και να μην βγω ποτέ. (Το γράμμα συνεχίζει έτσι δυο σελίδες, το κόβω εδώ, δεν αντέχω τέτοια σαχλά Άρλεκιν.)
Φίλε το έχεις χάσει το μπαλάκι. Μου θυμίζεις τον εαυτό μου όταν ήμουν μικρή. Ήταν μια λακούβα έξω από το σπίτι μας που την αγαπούσα πολύ. Όλο εκεί έπαιζα. Έβαζα τις κούκλες μου να κάνουν ηλιοθεραπεία σαν να είναι λίμνη και ένα σωρό τέτοια παιχνίδια. Ε, μια μέρα μου είπε ο πατέρας μου ότι θα ασφαλτόστρωναν τον δρόμο μας. Έκλαψα. Πήρα ένα κουβαδάκι και έβαλα μέσα το νερό της λακούβας. Είπα στον μπαμπά και με πήγε ως τον Σχοινιά. Πολύ προσεκτικά. Έχυσα το νερό στην θάλασσα και το άφησα ελεύθερο να φύγει. Το είδα διστακτικό.
“Φύγε! Φύγε! Είσαι ελεύθερο!” είπα με τρεμάμενη φωνή. Με κάθε κύμα ανακατευόταν λίγο παραπάνω και στο τέλος το νερό μου ταξίδεψε προς τον ωκεανό, σαν τον έρωτά μου τον παντοτεινό.
ΥΓ Το κουβαδάκι το έχω κρατήσει.
ΥΓ2 Λίγο νερό που είχε μείνει μέσα στο κουβαδάκι έβαλα την μαμά μου να το χρησιμοποιήσει για την μακαρονάδα μας το βράδυ.