Από ομάδες όλοι κάτι λίγα ξέρουμε, κάτι ψιλά από ποδόσφαιρο, λίγο για αυτές του αίματος, άντε να σου βάλω και μερικούς που έχουν ακούσει για την ομάδα που οργανώνει “γυμνά πάρτι” που παλιά τα λέγαμε παρτούζα.
Βέβαια υπάρχουν και οι ομάδες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης όπου οι καρδούλες πάνε σύννεφο και οι αφιερώσεις με τραγουδάκια λες και ξαφνικά άνοιξε σκουλικότρυπα σε απευθείας σύνδεση με πειρατικό σταθμό των μεσαίων από τα 60’s και 70’s.
Oλα καλά κι όλα ωραία έως εδώ, μια χαρά χαζοξενυχτούσα μέχρι τη στιγμή που έγινα μέλος μιας κρυφής ομάδας από αυτές που ανακάλυψα πως δίνουν και παίρνουν στο Facebook. Η προσθήκη μου έγινε με το έτσι θέλω του διαχειριστή της. Επειδή είχα την απορία, ρώτησα αφελέστατα “γιατί;’ για να μου απαντήσει: “Επειδή έχεις χιούμορ, θα μας λες αστεία να γελάμε.” Δεν σχολίασα. αλλά φαντάσου τώρα να ήμουν τίποτα γιατρός και να μου ζητούσαν να τους βάζω αβέρτα ενέσεις, οπότε πάλι καλά είπα και από περιέργεια δεν αποχώρησα.
Προχώρησα στο βάθος κήπος που λένε και συνάντησα καμιά 50αριά άτομα-μέλη όλα κι όλα, στην πλειοψηφία κάτι μισότριβες σαρανταφεύγα γκόμενες, με κοινό σημείο αναφοράς τον διαχειριστή της σελίδας που έλεγα. Τέτοια λατρεία ούτε ο Κιμ Γιόνγκ Ουν να ήταν.
Η είσοδός μου συνέπεσε με ένα καυγά. ‘Ολοι και όλες μέσα εκεί την είχαν πέσει σε μια κακόμοιρη που τόλμησε να αμφισβητήσει το γούστο του αφεντικού της ομάδας, δεν τις άρεσαν κάτι βάζα, κασπώ, καθίκια ήταν θα σας γελάσω. Ο αρχηγός βλέπετε ήταν τυροκόμος, συλλέκτης έργων τέχνης, συγγραφέας και αυτοκρατορικότερος του Τζήμερου, ήταν φαν του, που δε σήκωνε μύγα στο σπαθί του. Σε λίγες ώρες το συμβάν έληξε, έριξαν πάνω στο μαύρο πρόβατο ένα ‘Εβερεστ λάσπη και την διαολόστειλαν.
‘Οσο -λίγο- καιρό έμεινα πες το καλύτερα άντεξα για να καταλαβαινόμαστε καλύτερα, μέσα εκεί έτσι περνούσαμε τον καιρό μας, καυλαντίζαμε για λίγο, μπιτσιάζανε, μαλλιοτραβιόσαντε συχνά πυκνά πότε για τυριά, και πότε για κάτι κακόγουστες παλιατσαρίες που μας έδειχνε ο άρχοντας του αδολφάτου. Οι αγάπες πήγαιναν στον αγύριστο και η ατμόσφαιρα ήταν τόσο δημοκρατική που λίγο πριν φύγω πρότεινα να εγκαταστήσουν μεγάφωνα στα δωμάτιά μας ώστε κάθε πρωί να έχουμε εγερτήριο, ΣΩ.ΒΕ με παραγγέλματα στα γερμανικά και στη συνέχεια όπως στο στρατό, ξύρισμα σε άνδρες και γυναίκες αδιακρίτως.
Σε αυτό το μπαξέ, δεξί χέρι του τυρέμπορα ήταν η Μέρκελ, έτσι την έλεγα λόγω συνωνυμίας της, μια ημίτρελη, πιο άχρηστη και από γλειφιτζούρι με γεύση πούτσας νοικοκυρά που όταν δε μας έλεγε για κεφτέδες ή μπουρδέτα μας εκθείαζε το γιο της που πολύ τον καμάρωνε γιατί στα 20 είχε πιάσει επιτέλους την πρώτη του γκόμενα ή που θα μας έκανε πολιτικές αναλύσεις χειρότερες από τους λαπάδες που σερβίριζε στον ευνουχισμένο σύζυγό της. Παρέα της η Μαριγώ, η κασόμπρα, μια καζανοκέφαλη δικηγόρος φλύαρη, έτοιμη να αγορεύσει κατά πάντων και των Αγίων Πάντων συμπεριλαμβανομένων. Μόνη της τα έλεγε, μόνη της απαντούσε και στο φινάλε μόνη της έμενε και μάλωνε με τα ρούχα της.
Δεν τολμούσες να βήξεις και τσουπ το προλάβαιναν, “έγραψε έτσι στον τοίχο του”, “έκανε Like εκεί”. Κάθε τόσο γινόταν της Ουκρανίας.
Η ισορροπία δεν ήταν εύκολη εκεί μέσα, ακόμη κι αν ήσουν ακροβάτης. Η αποχώρησή μου πιο αναμενομένη και από το κατούρημα που θα σου ρίξει κάθε άντρας σε μπανιέρα, ντουζιέρα και νιπτήρα και όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά.
‘Οταν πατούσα το κουμπί της εγκατάλειψης της ομάδας οι αρκούδες πρέπει να βρίσκονταν σε χειμερία νάρκη. ‘Αργησαν λίγο να με πάρουν είδηση, ενώ στη συνέχεια έριξαν κατάρες ως και στις γλάστρες στο μπαλκόνι μου να ξεραθούν.
Τα έβαλα κάτω, έκανα έναν αγιασμό καλού-κακού, τα υπολόγισα και με τη λογική αναδείχθηκε η αλήθεια: Με θέλανε κολασμένα.