Αθήνα, ό,τι μέρα νά ‘ναι, φέτος
Αγαπητή Κυρία,
Η ιδέα να σας γράψω αυτήν την επιστολή μού γεννήθηκε μια Παρασκευή, στο μάθημα της Λογοτεχνίας, όταν στο κείμενο « Δύο γράμματα της Χαράς» του Βαλτινού αφιερώσατε 7 λεπτά (μετρημένα), για να «εστιάσετε την προσοχή μας στην τυπική δομή μιας επιστολής».
(Δεν ξέρω αν αλλάζω σωστά παράγραφο, αλλά δεν βαριέσαι τώρα…)
Πού να ήξερε, η καημένη, η μετανάστρια Χαρά, ότι όσα έγραφε στο σόι της θα αποτελούσαν υπόδειγμα σύνταξης μιας φιλικής επιστολής. Θα μου πείτε, τα «Στοιχεία για τη δεκαετία του ’60» του Βαλτινού είναι μυθιστόρημα, οι επιστολές είναι fiction και η Χαρά δεν υπήρξε ποτέ στην πραγματικότητα. Είδατε; Κάτι πρόσεξα κι εγώ, ο απρόσεκτος. Εδώ που τα λέμε ήξερα από μόνος μου ότι Χαρά δεν υπήρξε ποτέ στην πραγματικότητα…
Το ξέρω ότι με αντιληφθήκατε τότε, γιατί βλέποντάς με να κοιτάζω συχνά το ρολόι μου, είπατε κοιτώντας προς το παράθυρο: «Σε κάποιους ανθρώπους αρέσει να σκοτώνουν τον χρόνο τους περιμένοντας το χρόνο να τους σκοτώσει.»
Όπως έχετε ήδη καταλάβει, μ΄ αρέσει να σας φέρνω σε απόγνωση ή όπως το λέτε εσείς: «να αναφλέγω μέσα σας την απορία: τι θέλω εγώ εδώ, γιατί δεν είμαι στη θάλασσα να ψαρεύω;» Σκέφτηκα λοιπόν τώρα, που τελειώνει η χρονιά και δεν θα παρεξηγηθώ, να σας εξηγήσω γιατί δεν συμμετέχω στο μάθημα. Σας χρωστάω μια εξήγηση. Δεν ξέρω γιατί…
Αγαπητή κυρία, έχετε παράλογες απαιτήσεις.
Όταν, ας πούμε, κάνετε μία ερώτηση, έχετε την απαίτηση να σας απαντήσουμε αμέσως. Εμείς, κυρία, όταν θέλουμε να μιλήσουμε με κάποιον, δεν εισβάλλουμε έτσι στη ζωή του και στον προσωπικό του χρόνο. Γράφουμε στον τοίχο μας «LIKE και στέλνω». Εσείς μπορείτε να το γράφετε στον πίνακα. Και μόνο αν ο άλλος έχει όρεξη και χρόνο, τότε ανοίγετε κουβέντα.
Επίσης, εμείς γενικά δεν απαντάμε αμέσως. Γράφω εγώ, ας πούμε κάτι και ταγκάρω το Σωτήρη. Ε, δεν μου απαντάει αμέσως, κυρία! Μου απαντάει, όταν γυρίσει απ΄ τα Αγγλικά, ή όταν τελειώσει ο αγώνας ή πριν πάει για ύπνο, ή όταν έχει όρεξη για ΑSK. Γιατί δεν μπαίνετε κι εσείς εκεί; Γράψτε στο ΑΣΚ ποιο είναι το υποκείμενο του απρόσωπου και όποιος θέλει, λέει!!! Δεν είναι φλούδα ελπίδα (ένα αστειάκι κάναμε) να απευθύνεσαι στον άλλον, όταν θες ΕΣΥ και να περιμένεις να σου απαντήσει; Μα πού ζείτε; Πρέπει να περιμένετε την κατάλληλη στιγμή.
Ναι, βέβαια, μπορεί να μην έρθει ποτέ η κατάλληλη στιγμή. Πάντως, αν έρθει, προσπαθήστε να κάνετε διάλογο, χωρίς να σας πιάνουν τα τικ (συχνά, όταν απαντάμε στις ερωτήσεις σας, γουρλώνετε τα μάτια σαν την «Άννα του Κλήδονα» του Αξιώτη ένα πράμα ή ακόμη χειρότερα έχετε μια περιφρόνηση στο ηχόχρωμα της φωνής σας, λες και μιλάει ο Νάθαν στον Σαλαντίν, ένα ακόμη πράμα). Εμείς, κυρία, δεχόμαστε τα σχόλια και τις απαντήσεις του άλλου, χωρίς να τον κράζουμε. Απλώς, αν συνεχίσει τις μούφες, στέλνουμε ένα αυτοκόλλητο, πατάμε ένα εμότικον «έλεος!» ή το πολύ- πολύ, τον διαγράφουμε από φίλο και είμαστε κομπλέ. Ακόμη κι όταν διαφωνούμε, πατάμε λάικ. Τι ψυχή έχει ένα λάικ; Ή omg. Ο καθένας το παίρνει όπως θέλει: Οmg = έγραψες πάλι ή οmg = την είπες πάλι. Δεν σπαμάρουμε το τετράδιό του με σχόλια και παρατηρήσεις…
Αν μία φορά πείτε: «Αυτό που λες, παιδί μου, δεν ισχύει» ή « να ανοίγουμε και κανένα βιβλίο» πώς θέλετε να σας μιλάει άνθρωπος μετά; Και μάλιστα αν τον εκθέσετε μπροστά στους φίλους του για την άγνοια ή τη μικρόνοιά του (γκούγκλαρα συνώνυμα της ανοησίας και το βρήκα αυτό- μην χαίρεστε!); Αν μια απάντηση δεν σας αρέσει, μην σχολιάζετε και μπείτε απλώς σε άλλο τοίχο. Στον τοίχο του απουσιολόγου, ας πούμε. Εκεί θα βρείτε κάνα Λειβαδίτη, καμιά Δημουλά, κάνα Αλκίνοο, κάνα Χαρούλη, καμιά unisef, κάνα aavaz ή μια Αλκυόνη Παπαδάκη, στη χειρότερη.
Απορία θα μου μείνει πάντως γιατί όλοι σας παθιάζεστε να ακούτε έναν μαθητή που επαναλαμβάνει τα λόγια σας. Αυτούσια ή και λίγο παραλλαγμένα. Θα μου απαντήσετε πάλι με Καζαντζάκη (σας έχω μελετήσει καλά) : «Μα τίποτα δεν μου δίνει μεγαλύτερη χαρά, από κάποιον που διαφωνεί μαζί μου ή με το κείμενο, αλλά έχει τη διάθεση να μου εξηγήσει γιατί.»
Ναι, αλλά παίζει να διαφωνώ και να μην έχω καμία όρεξη να σας εξηγήσω γιατί;
Όχι, ε;
(Ξαναλλάζω παράγραφο. Αυτό με τη Συνοχή και τη Συνεκτικότητα, να το βγάλουν απ΄ την ύλη της Γλώσσας στη Β΄ Γυμνασίου- Χριστό δεν κατάλαβα.)
Επίσης, όταν υπαγορεύετε, δεν σας προλαβαίνω ποτέ. Και όποτε σας πατάω αναίρεση, πίσω δεν γυρίζετε, λες κι είστε το Μετρό Ανθούπολη- Ελληνικό. Πάτε μόνο προς τη μία κατεύθυνση και αν θέλω να πάτε αλλού, κάνω ολόκληρο κύκλο, πάνω κάτω τις σκάλες. Τσεκαρισμένο. Και έπειτα είναι και τα πολλά «Μπράβο» που μου τη σπάνε λίγο. Αν έχω να σας μιλήσω μια βδομάδα, και σηκώσω το χέρι μου να σας πω την ώρα , «μπράβο» θα μου πείτε.
Τις περισσότερες φορές, ξέρετε, άλλα μας λέτε και άλλα σκεφτόμαστε κι αυτό δεν αλλάζει με τίποτα. Πιο πιθανό είναι να ξαναπάρει η Λέστερ το πρωτάθλημα της Αγγλίας, παρά να ξεχάσω τα δικά μου, για να ακούσω τα δικά σας. Ο πατέρας μου, ας πούμε, είναι από τους απολυμένους της Χαλυβουργικής. Δεν μπορεί να το χωνέψει ότι μας ζει η μάνα μου. Μπετώνει κάθε μέρα στον καναπέ. Και όλη μέρα βρίζει. Και όταν δεν βρίζει, κοιμάται. Εδώ και 2 χρόνια μένει μαζί μας κι ο παππούς. Και η σύνταξή του.
Τo καλό με τον παππού είναι ότι δεν βρίζει. Εμάς τουλάχιστον. Βρίζει τον Τσίπρα, τον Καμμένο, τον Σαμαρά, τον Μητσοτάκη, τον Θεοδωράκη, τον Παπανδρέου (καλά, δεν πέθανε αυτός;) και κάτι άλλους που δεν τους ξέρω. Πού και πού παίρνει το ΜΕΤΡΟ και πάει στο Σύνταγμα και τα χώνει. Μια μέρα μας ήρθε με ένα καρούμπαλο πάνω απ΄ το φρύδι και παραμιλούσε μέχρι το βράδυ: « Ακούς εκεί; Ο Μιχαλάκης της κυρα Παναγιώτας ● που φιλήσαμε κατουρημένες ποδιές να τον βολέψουμε στην Αστυνομία, που ακόμη μετράει με τα δάχτυλα, που έτσι και τον ρωτήσεις τι άλλο είναι το Σύνταγμα, εκτός από πλατεία, κοιτάει τη μάνα του να του σφυρίξει την απάντηση, να μας κουνάει το γκλομπ στη μούρη που να …του κουνήσει η Θύρα 7 το μαντίλι και να είναι και καλαματιανό. Να έχω 50 χρόνια στο μεροκάματο, για να μου κλείσει εμένα το δρόμο το Μιχαλάκι!!! Ποιος; Το Μιχαλάκι, το καλώς το το παιδάκι με το ροπαλάκι!!!
Αξιαγάπητος ο παππούς, ε; Κι εμείς τον αγαπούσαμε, πριν τον γνωρίσουμε. Τον βλέπαμε κάθε Πάσχα, μας ρωτούσε πώς πάει το σχολείο, λέγαμε «καλά», μας έδινε ένα δεκάευρο, του δίναμε ένα φιλί. Καμάρωνε σε όλο το χωριό για μας. Για μένα καμάρωνε μόνο και μόνο που τον έφτασα στο ύψος από την Έκτη δημοτικού. Τώρα, όσο και να ψηλώνω, το μόνο που ακούω είναι ότι στην ηλικία μου έφερνε βόλτα μια γυναίκα και ένα σπίτι. Δεν μας ρωτάει πια για το σχολείο. Εμείς τον ρωτάμε: τι θα δούμε στην τηλεόραση, τι να μαγειρέψει η μάνα μου την Κυριακή, ποιον συγγενή να πάρουμε τηλέφωνο για «χρόνια πολλά», πόση ώρα να μείνουμε στην τουαλέτα.
Η μάνα μου και ο πατέρας μου δεν έχουν σχέσεις (καταλαβαίνετε…) εδώ και 2 χρόνια. Ίσως φταίει που η μάνα μου έχασε τα δόντια της και δεν υπάρχει μία να τα φτιάξει. Ίσως φταίει που κάνει 2 δουλειές και λείπει όλη μέρα. Ίσως φταίει που το σπίτι είναι μονίμως ακατάστατο – ιπποπόταμο να αφήσεις, δεν τον ξαναβρίσκεις εδώ μέσα. Ίσως φταίει που είναι παντρεμένοι 23 χρόνια. Ίσως φταίει που ο πατέρας μου της ζητάει λεφτά, για τσιγάρα. Δεν ξέρω. Ξέρω ότι ο πατέρας μου τα ΄χει με μία παντρεμένη απ΄ τη γειτονιά. Την ξέρω, αλλά τι να κάνω; Και να το πω στη μάνα μου, τι θα αλλάξει; Το πολύ πολύ θα χάσει κι ο πατέρας μου τα δικά του δόντια.
Τουλάχιστον εγώ την έχω τη μάνα μου και τον πατέρα μου. Ο Σωτήρης απ΄ το Β5 μένει μόνος του με τη γιαγιά του, γιατί η μάνα του τον παράτησε. Έχει να τη δει 8 μήνες. Κοντεύει να μείνει από τις απουσίες. Ξέρετε πού αράζει, όταν δεν έρχεται; Στον πρώτο όροφο του σπιτιού του, που είναι γιαπί από το σεισμό του ‘99. Εκεί είναι. Μόνος του. Και με το χιόνι και με τη βροχή.
Εγώ έχω σχέσεις κανονικές από πέρυσι το καλοκαίρι. Η κοπέλα μου (1 χρόνο μεγαλύτερη, ίσως έχετε καταλάβει ποια εννοώ), μου κάνει διάφορα αδειάσματα μπροστά στους φίλους μου. Ενώ είμαστε μαζί, κάθε μέρα τρώω άκυρο. Κάθε εβδομάδα σκάει με καινούργια ρούχα, γιατί ο πατέρας της είναι σοπάς. Εμείς στα διαλείμματα λιώνουμε στο μπάσκετ, για να μην περάσουμε έξω από το κυλικείο και μας την πέσει η ζαμπονοτυρόπιτα. Όταν βγαίνει με τις φίλες της, πάει στα Village ή στη Βεάκη, όταν βγαίνουμε μαζί, πάμε στην πλατεία ή στην πλατεία… Όταν έχει τα δικά της και πέφτει, ό,τι κι αν της λέω, για να την ανεβάσω, δεν το πιστεύω. Όταν καταφέρνω τελικά να την κάνω να χαμογελάσει, νιώθω ότι την κορόιδεψα. Δεν ξέρω πώς να κουμαντάρω τα συναισθήματά μου. Λέτε να βρω μια απάντηση αν διαβάσω τον « Τάκη-Πλούμα» του Μαλακάση απ΄ τα Κ.Ν.Λ. ή «Το πάθημα των ερωδιών» ενότητα 17η στα Αρχαία, ή μήπως να διαβάσω την παραχώρηση προνομίων στους Βενετούς από τον Αλέξιο τον Α΄; Μπα, Όχι άλλη παραχώρηση στους ξένους. Έχουμε πάθει Παραχωρίτιδα και δεν κρύβεται ούτε κάτω απ΄ την Ακρόπολη. Νεσπά;
Και σας ρωτάω: Τι να πω, κυρία, στο κείμενο 4 στα Αρχαία με τους Σεληνίτες;;;;;; Μα, έλεος , κυρία, απαντήστε μου ειλικρινά, τι να απαντήσω στην ερώτηση : «Αν έχετε διαβάσει τον Μικρό Πρίγκιπα, το Από τη Γη στη Σελήνη, την Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων ή κάποιο παρόμοιο βιβλίο σύγχρονης μυθιστορίας, να επιλέξετε κάποια αποσπάσματα που δίνουν περιγραφές πλανητών και περίεργων όντων και να τα παρουσιάσετε στην τάξη.»!!!
Ποιο περίεργο ον να παρουσιάσω στην τάξη; Εμένα που κάθομαι και σας τα γράφω όλα αυτά; Εσάς, που τα διαβάζετε; Ή τον απουσιολόγο, που πιστεύει ότι θα τον ανακαλύψει το Χάρβαρντ, αν βρει πριν από σας τη Δοτική προσωπική; LOL.
Και καλά θα μου πείτε: το κείμενο 4 είναι έξω απ΄ την Ύλη. Αμ, το κείμενο 14, που είναι μέσα, οι«Απρόσκλητοι βοηθοί» τι θέλει απ΄ τη ζωή μου, μου λέτε;
Ερώτηση 1η : Πώς ψάρευαν οι ψαράδες της Εύβοιας;
Ερώτηση 2η : Πώς εκφράζουν την ευγνωμοσύνη τους προς τα δελφίνια οι ψαράδες; LEL
Μήπως να παρατήσω τα Φιλολογικά και να πιάσω την Οικιακή Οικονομία, Κεφάλαιο: ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ ΖΩΗΣ που λέει: « Στόχος είναι το κίνητρο που πηγάζει από μία ανάγκη ή επιθυμία μας και είμαστε αποφασισμένοι να προσπαθήσουμε να τον πραγματοποιήσουμε.» Τώρα μας τρολάρει και η Οικιακή Οικονομία; Αν ο στόχος σου είναι, να βρεις κίνητρα, Κυρία, πώς λέγεται αυτό;
Είδα μια ταινία το καλοκαίρι: «Έρωτας με την πρώτη μπουνιά». Εκεί, λοιπόν, έλεγε ο τύπος στην κοπέλα του, η οποία, εκτός από θεάρα, είχε 3 πτυχία και 2 μεταπτυχιακά: «Ξέρεις να ζεις, αλλά δεν ξέρεις να επιβιώνεις. Να μάθεις να μην κάνεις τίποτα το ιδιαίτερο. Να μην έχεις όνειρα για κάτι άλλο. Μόνο έτσι θα επιβιώσεις.» Τι Καζαντζάκης, τι Μπουκάι, τι Βαλτινός, τι Όμηρος… Εγώ σ΄ αυτή τη φράση σκάλωσα: Να μάθεις να μην κάνεις τίποτα το ιδιαίτερο. Τίποτα το ιδιαίτερο.
Τίποτα το ιδιαίτερο σαν κι εμένα. Τίποτα το ιδιαίτερο σαν κι εσάς. Τίποτα το ιδιαίτερο σαν το σχολείο. Τίποτα το ιδιαίτερο σαν τη χώρα μου, όπως την καταντήσατε. Τίποτα το ιδιαίτερο σαν αυτή τη στιγμή, Τίποτα το ιδιαίτερο σαν το αύριο.
Να, λοιπόν, γιατί δεν συμμετέχω: Δεν έχω να πω τίποτα το ιδιαίτερο.
Και …μην στραβώνετε και μην στενοχωριέστε και μην σας παίρνει από κάτω. Κι αν ήσασταν στη θάλασσα και ψαρεύατε, ποιος θα σας μιλούσε; Η θάλασσα; Τα ψάρια; Ή η πετονιά;
Υγ. 1 Στο google docs έχει έτοιμα πρότυπα επιστολής. Κατεβάζεις το πρότυπο και γράφεις πάνω τους. Το ξέρατε; Ο Μιχαλάκης ο Ματατζής, που είναι swag, σίγουρα το ξέρει.
Να, εδώ: https://www.google.com/docs/about/
Υγ. 2 Επειδή έχετε φάει κόλλημα με τη στίξη, έβαλα τον Θέμη να το διορθώσει το κείμενο. Τον θυμάστε το Θέμη; Τέλειωσε Ιστορικό Αρχαιολογικό και δουλεύει βοηθός Ψυκτικού απέναντι απ΄ το σχολείο, αλλά την βρίσκει ακόμη μ΄ αυτά …
Υγ 3. Ψάχνοντας να βρω λίγο Καζαντζάκη, που σας αρέσει, βρήκα αυτό: «Αφεντικό σε συμπαθώ πάρα πολύ. Έχεις τα πάντα εκτός από λίγη τρέλα και όλοι οι άνθρωποι χρειάζονται λίγη τρέλα… Αλλιώς δεν μπορεί να σπάσει το σκοινί και να ελευθερωθεί.»
Βρήκα και κάτι άλλο που αρέσει σε μένα: «Νίκησε τον στερνό, τον πιο μεγάλο πειρασμό, την ελπίδα!»
Υγ. 4 Πλάκα έχουν, τελικά, τα υστερόγραφα. Δεν λένε τίποτα το ιδιαίτερο, αλλά τραβάνε την προσοχή.
Με σεβασμό
Χ
……………………………………………………………………………………………………………………………………
ΥΠΟΣΗΜΕΊΩΣΗ: Η επιστολή αυτή δεν έχει καμία σχέση με την πραγματική πραγματικότητα.