«Έχω τον έλεγχο των πιο κρυφών κυττάρων σου, του οργασμού, της πείνας σου, της μάρκας των τσιγάρων σου»
Κάπως έτσι διέκοψα ένα μάθημα έκθεσης στα 16 μου διαλέγοντας τον πιο προκλητικό στίχο από έναν καλλιτέχνη που πρέπει να άκουγα από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου.
Δεν ήταν για την πρόκληση αυτή καθ’αυτή, άλλωστε ήξερα που τα έλεγα… πρέπει να είχα την πιο προχώ καθηγήτρια ever! Ήταν για το νόημα του στίχου. Πόσο μαγικό είναι να έχει κάποιος έλεγχο σε έναν άλλο άνθρωπο, όχι με τη μορφή της καταπίεσης – δεν το αντέχω λεπτό – όσο με τη μορφή της επιρροής. Την επιρροή που κουβαλάς παντού μαζί σου κι ας μην το ξέρεις. Στον τρόπο που μιλάς, γελάς, κοιμάσαι, διαβάζεις, κάνεις έρωτα, τρως, επικοινωνείς, βρίζεις. Στο πόσο συχνά ονειροπολείς, γράφεις, αναπνέεις, μουτζώνεις, αλλάζεις, ταιριάζεις…
Μεγαλώνεις και κάνεις τις επιλογές σου. Νομίζεις πως πρόκειται για δικές σου αποφάσεις. Εκεί στην επαναστατικάλ φάση μεταξύ εφηβείας και ενηλικίωσης αισθάνεσαι τον κόσμο να πέφτει στα πόδια σου… αν είσαι τυπάκι που έχει μάθει να πατάει γερά στα πόδια του φυσικά, γιατί υπάρχουν και οι μετέωροι που φορτώνουν ή φορτώνονται πάντα. Διαλέγεις την πορεία της ζωής σου, που κάποιοι σου λένε να την περπατάς επιφυλακτικά, γιατί, άλλωστε, όλα είναι τυχερά και κάποιοι αεράτα, γιατί το αποτέλεσμα το ξέρεις… όπως στρώνεις κοιμάσαι. Δίκιο έχουν όλοι. Τυχερά είναι όλα όσα έρχονται κοντά σου, όλα όσα έλκεις ή διώχνεις, εξ’αιτίας των επιρροών και των βιωμάτων, που κουβαλάς μέσα σου. Όλα εκείνα τα μικρά σημαδάκια των ανθρώπων που σε καίρια στιγμή της τρέλας σου, βρέθηκαν δίπλα σου να σου τονώσουν την αυτοπεποίθηση ή να στην καταρρακώσουν.
Περνάμε μέσα από τα σταυροδρόμια που μας βρίσκουν λίγο μηχανικά, λίγο από συνήθεια χωρίς να αναλύουμε συχνά το πως και το γιατί, ή υπεραναλύοντάς το, χάνοντας τελικά την ουσία των πραγμάτων, ενώ ασχολούμαστε με τη λεπτομέρεια του ανούσιου βασανιστικού ερωτηματικού μας. Και έτσι συνεχίζουμε να ζούμε το κάθε μέρα, ενώ χάνουμε ένα παρόν, σκεφτόμενοι το παρελθόν και μηχανορραφώντας για το μέλλον. Τόσο αυτιστικά, με εναλλασσόμενο βλέμμα κυρίως στο πρέπει, ελάχιστα στο θέλω και συνέχεια στο δεν αντέχω, μου πάνε όλα στραβά, όλα είναι μαύρα, κόσμε με ακούς;
Εξειδικεύουμε μια ανειδίκευτη υπόσταση, στριμώχνουμε ένα μυαλό ζούγκλα στο πιο ανέραστο κλουβί και ζούμε εκεί με φόβο μήπως λασκάρουν τα σίδερα και μπει οξυγόνο. Και όλα αυτά τα αγαπάμε γιατί μας μοιάζουν γνωστά, καθωσπρέπει, ξεσκονισμένα και αποστειρωμένα.
Μέχρι που θα έρθει εκείνη η στιγμή, γιατί πάντα έρχεται ακόμα και αν την αφήσεις ανεκμετάλλευτη να φύγει. Η στιγμή χαστούκι που θα σου θυμίσει τα πάντα.
Τα τραγούδια που γουστάριζες, τα ποτάκια που λαχτάριζες, τις στιγμές που αλλού δε χάριζες… κι όλα δένουν γάντι.
Κι όλα έρχονται να εξηγήσουν γιατί είσαι αυτό που είσαι, γιατί νιώθεις ό,τι νιώθεις… αν νιώθεις.
Κάποτε είχα γράψει ότι είμαστε μια συλλογή από αναμνήσεις που πετάγονται τις πιο άκυρες στιγμές. Το ένα μας μισό όμως είναι αυτό… γιατί το άλλο είναι ένα μισό γεμάτο από αποτυπώματα, από αλληλεπιδράσεις. Από ανθρώπους, συναλλαγές, σχέσεις, εξαρτήσεις, έρωτες. Όχι η ανάμνηση τους… τα σημάδια τους. Σημάδια βαθιά που περιφέρουμε παντού ξεγελώντας το σύμπαν πως είναι ο εαυτός μας. Η δανεική μας ύπαρξη που βρέθηκε φρεσκοσιδερωμένη να μας ντυθεί και να μας βολτάρει σε μονοπάτια, άλλοτε σκοτεινά και άλλοτε φωτεινά, μα πάντα μοναδικά.
Τότε ακριβώς γυρίζουμε και πάλι στο Κοντρόλ, στον έλεγχο, στα κύτταρα, κρυφά και φανερά που αλλάζουν, τρομάζουν, φωλιάζουν, κουμπώνουν, ο ένας επάνω στη ζωή του άλλου και με έναν μαγικό τρόπο στιγματίζουν το κάθε τι που έρχεται και παρέρχεται… τον οργασμό, την πείνα μας, τη μάρκα των τσιγάρων μας…
Δεν έφτιαξα επίλογο ακόμα Βανούλα μου.
Πάντα τον παιδεύω να είναι κάπως…
Διαφορετικός, ταξιδιάρης, μαγικός. Γιατί εσύ με έμαθες έτσι, όπως και πως ό,τι αξίζει τελικά πρέπει να γράφεται, να μένει η αλήθεια σου για όσους τη νοιάζονται κι όσους καταλαβαίνουν τι μούρλα και ενέργεια κουβαλάς μέσα σου. Γι’ αυτούς που δεν τσουβαλιάζουν στιγμές, δεν σε συγκρίνουν, δε σε κρίνουν, απλά επιλέγουν να έρθουν κοντά σου. Να μείνουν πάντα εκεί, μπλεγμένοι σε ένα μοναδικό Κοντρόλ, που αναπνέει οξυγόνο σχέσης, όποιας μορφής, μα ποτέ κατάσχεσης. Υπόσχεσης πως υπάρχουμε για να βοηθάμε ο ένας τον άλλο, να συμπαραστεκόμαστε να δίνουμε…
ΥΓ. αφιερωμένο στη Δασκάλα μου, που με έμαθε και με άφησε να αλητεύω ακόμα και μέσα στα τόσο στενά μονοπάτια της Έκθεσης για τις Πανελλήνιες και εντέλει με έκανε ένα κορίτσι “με ψηλό τακούνι και πέτσινο ρούχο, με τρύπια μυαλά γεμάτα φουρκέτες, κολλημένη χρόνια, στις ίδιες κασέτες”.