Μπαράκι σχετικά μεγάλο. Μεσάνυχτα. Κούκλες, ελπιδοφόρες παρθενοπιπίτσες και πουτάνες με την ελπίδα σιγουριά, αλήτες που την είδαν μάγκες, μάγκες που την είδαν αλήτες, άχρωμες, άνοστοι, όλοι. Χοροί και φλερτ.
Εμείς, παρέα μεγάλη. Τζιν-τόνικ ένα, τζιν-τόνικ δύο, τζιν-τόνικ τρία και λίκνισμα. Ένα χέρι με χτυπάει. Γυρνάω: Κανείς. Σκύβω: Ένα κοριτσάκι: Κύριε θα πάρετε ένα λουλούδι; Το μπουκέτο πιο μεγάλο από αυτήν. Αυτή μωρό. Όχι σ’ευχαριστώ. Φεύγει. Γιατί ρε γαμώτο; Είναι μικρή και είναι εδώ. Δεν κοιμάται.
Τζιν τόνικ-τέσσερα. Τζιν-τόνικ πέντε. Άλλο ένα χέρι με χτυπάει, πιο επίμονα. Γυρίζω: Ένα αγοράκι: Κύριε θα πάρετε χαρτομάντιλα; Ναι. Θα πάρω. Θέλω να κλάψω τώρα και θα πάρω πολλά. Φεύγει. Τζιν-τόνικ έξι. Τζιν-τόνικ εφτά. Τζιν-τόνικ οχτώ. Οχτώ δάκρυα. Οχτώ σκέψεις πάνω στην άθλια εργασία που υποβάλλονται αυτά τα παιδιά.
Οχτώ η ώρα. Γυρνάει ένας απ τη παρέα, πάμε λέει όπως είμαστε για καφέ. Ενθουσιασμός. Πάμε. Ένα καφέ ψιλοστολισμένο, λαμπάκια, χρυσόσκονες, Αγιοβασίληδες και ο καφές πικρός, δυνατός, όπως πρέπει. Μια φωνή, σαν αίσθηση και παραίσθηση, τόσο του κόσμου τούτου, όσο και του αντίπερα (έφταιγαν λίγο και τα τζιν τόνικ, τα παγάκια θα ήταν χαλασμένα), μια φωνή, κύριε θα πάρετε ένα λουλούδι; Γυρίζω, το ίδιο μικρό αγγελάκι που ήταν και στο μπαρ πριν λίγες ώρες. Ένα κοριτσάκι. Μάτια τουμπανιασμένα, σαν τα δικά μας ¨ των μεγάλων¨.
Την ίδια ώρα η μικρή μου αδερφή τινάζει από πάνω της την ροζ αφράτη κουβέρτα της, φοράει τις ροζ αφράτες παντόφλες της, και κάθεται να δει κάτι ροζ αφράτα παιδικά, σκασμένη από γάλα, ύπνο και αγάπη. Ναι χαρά μου. Θα αγοράσω όλα τα αγκαθωτά σου τριαντάφυλλα και θα τα φυτέψω στον κώλο του κάθε γαμημένου που το επιτρέπει αυτό. Θα κρεμάσω και καρτούλα που θα λέει: “Τα παιδιά είναι για να κοιμούνται και να χαμογελάνε, μπάσταρδε“. Πληρώνω, φεύγω, μπαίνω σπίτι. Τα ίδια. Όπως τ’άφησα. Τακτοποιημένα όλα και ζεστά. Αποφασίζω να κάνω απεργία ύπνου. Ναι, δεν ξέρω αν γίνεται και αν ισχύει, αλλά θα κάνω απεργία ύπνου.
Κάθομαι στον καναπέ και κοιτάζω το ταβάνι. Το ταβάνι χαμογελάει ειρωνικά και χαμηλώνει, βαραίνει. Τα βλέφαρα κλείνουν. Ασυνείδητα τραβάω την γαλάζια αφράτη κουβέρτα μου και επιδίδομαι σε γαλάζια αφράτα όνειρα. Ένα κοριτσάκι και ένα αγοράκι, στο ένα χέρι τους κρατάνε τριαντάφυλλα και χαρτομάντιλα αντίστοιχα και με το άλλο μου χαϊδεύουν τη πλάτη εν είδει παρηγοριάς. Δεν πειράζει, μου λένε. Ξυπνάω μετά από ώρες. Το σπίτι έχει γεμίσει γαλάζιες αφράτες σκέψεις και ανοίγω να αεριστεί. Στον ουρανό πάλι, κρέμονται κάτι γαλάζιες αφράτες μούντζες που με σημαδεύουν.
«Θα έκανες και απεργία ύπνου, βλήμα», ακούγεται η φωνή ενός μικρού κοριτσιού μέσα απ’τα σύννεφα.