Κοντεύει να ξημερώσει η μέρα της Λαμπρής. Ο παπα-Καφάτος, μέσα στα βουνά της Κρήτης, τρέχει από χωριό σε χωριό κι ανασταίνει το Χριστό, γρήγορα γρήγορα, γιατί ‘ναι πολλά τα χωριά και δεν έχουν παρά αυτό μονάχα παπά και πρέπει να κάμει Ανάσταση σε όλα πριν ξημερώσει.
Ανασκουμπωμένος, φορτωμένος τ’ άμφιά του και το βαρύ ασημένιο Βαγγέλιο, σκαρφαλώνει μέσα στην άγια νύχτα στα κατσάβραχα, τρέχει αγκομαχώντας, φτάνει σ’ ένα χωριό, ανασταίνει και χιμάει ξεγλωσσισμένος σ’ άλλο χωριό.
Στο τελευταίο χωριουδάκι, σφηνωμένο μέσα στους βράχους, οι χωριανοί μαζεμένοι στην εκκλησούλα άναψαν τα καντήλια, κουβάλησαν από τη ρεματιά δάφνες και μερτιές και στόλισαν τα κονίσματα και την πόρτα· κρατούν σβητά τα κεριά τους και περιμένουν να ‘ρθει ο Μέγας Λόγος ν’ ανάψουν.
Και νά, μέσα στη σιγαλιά ακούστηκε χαλικισμός, σαν άλογο βιαστικό να σκαρφάλωνε την πλαγιά του βουνού και κυλούσαν οι πέτρες.
— Έρχεται! Έρχεται!
Όλοι πετάχτηκαν έξω· ρόδιζε πιά η ανατολή, ο ουρανός γελούσε. Βαριά ανάσα ακούστηκε, τα τσοπανόσκυλα γάβγισαν χαρούμενα· κι ολομεμιάς, πίσω από ένα σγουρό πουρνάρι, ξεστηθωμένος, συνεπαρμένος από τους πολλούς Χριστούς που ‘χε αναστήσει, πετάχτηκε μαύρος, απόκοντος, με ξέπλεκα μαλλιά, ο γερο-παπα-Καφάτος.
Τη στιγμή εκείνη πρόβαινε από το φρύδι του βουνού ο ήλιος· έδωκε ένα σάλτο ο παπάς, βρέθηκε ομπρός στους χωριανούς, άνοιξε τις αγκάλες:
— Χριστός ανέστακας, μωρέ παιδιά! φώναξε.
Η γνώριμη πολυτριμμένη λέξη: ανέστη του φάνηκε ξαφνικά μικρή, φτενή, μίζερη· δεν μπορούσε να χωρέσει τη Μεγάλη Αγγελία· πλάτυνε η λέξη, θέριεψε στα χείλια του παπά.
Λύγισαν οι γλωσσικοί νόμοι, έσπασαν ακολουθώντας τη φόρα της ψυχής, δημιουργήθηκαν νόμοι καινούριοι· και να, πρώτη φορά το πρωί εκείνο, ο γερο-Κρητικός, δημιουργώντας την καινούρια λέξη, ένιωθε πως αληθινά ανάσταινε, σε όλο του το μέγα μπόι, το Χριστό.
Νίκος Καζαντζάκης, ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΓΚΡΕΚΟ, Εκδόσεις Καζαντζάκη, σσ. 435-437
Aπόσπασμα από το έργο του Ν.Καζαντζάκη “ΟΙ ΑΔΕΡΦΟΦΑΔΕΣ”:
O αληθινός Χριστός περπατάει κι αγωνίζεται και σταυρώνεται κι ανασταίνεται μαζί με τους ανθρώπους.
“Πόσον καιρό έμεινε στο Άγιον Όρος, σε ποια Μοναστήρια ασκήτεψε, γιατί ξετίναξε μια μέρα τον κουρνιαχτό από τα πόδια του και έφυγε, ποτέ ο παπα-Γιάνναρος δεν το ξεμυστηρεύτηκε σε κανένα. Μιλούσε μονάχα κάποτε για τη Σκήτη των Ιωσαφαίων. Δύο χρόνια είχε μείνει εκεί και μάθαινε να ζωγραφίζει.
Δέκα πατέρες, μία τζαμωτή βεράντα το αργαστήρι, από ένας κάθε βδομάδα μαγέρευε, έπλενε, σκούπιζε, κι οι άλλοι εννιά, λευτερωμένοι από τις καθημερινές έγνοιες, ζωγράφιζαν. Περίσσια κόκκινα έκαναν τα μάγουλα του Χριστού, περίσσια καλοθρεμμένους και καλοντυμένους τους αγίους. Γιατί κι αυτοί, που τους ζωγράφιζαν, καλοπερνούσαν, γεμάτα θροφές τα κελάρια τους, γεμάτα κόκκινες μπογιές τα πινέλα τους, κι οι καρδιές τους γαληνεμένες. Η άσκηση στην αγία Σκήτη ετούτη είχε γίνει σανίδι και κόκκινη μπογιά και καλοπέραση.
Μα πολλά βολεμένη του φάνηκε στη Σκήτη ετούτη η ζωή, δεν είναι ετούτο Άγιο Όρος, ξαφνικά ένιωσε πως η ευτυχία είναι παγίδα του Σατανά, τρόμαξε. Λαχτάρησε να ταλαιπωρηθεί, να πεινάσει. Να πάρει τον ανήφορο, να σούρνεται με τα γόνατα απάνω στις πέτρες να βρει το Θεό. Αυτό θα πει Άγιον Όρος.
— Έφυγα το λοιπόν, τελείωνε την κουβέντα του ο παπά-Γιάνναρος, έφυγα από τη βολεμένη Σκήτη των Ιωσαφαίων, γύρισα και τα είκοσι Μοναστήρια να βρω το πιο ασκητικό να ασκητέψω…
— Και λοιπόν, γέροντα; τον ρωτούσαν.
Μα αυτός δάγκανε τα χείλια του και σώπαινε. Σώπαινε κάμποση ώρα και σε λίγο άρχιζε με αγριεμένη φωνή να σιγοψέλνει: Θου, Κύριε, φυλακήν τω στόματί μου…
Μια μέρα όμως δεν κρατήθηκε… Είχαν έρθει δυό καλόγεροι από ένα Μοναστήρι, τους φίλεψε στο κελί του, μύριζαν λιβάνι και σκόρδο και ταγκό λάδι, άνοιξε το παράθυρο να καθαρίσει ο αγέρας. Σώπαινε… μα οι καλόγεροι ήθελαν κουβέντα. Ο ένας ήταν γέρος παμπόνηρος, ροδομάγουλος, κοιλαράς, με ποταμό τα γένια. Ο άλλος νιούτσικος, γεμάτο σπυριά το μούτρο του, με αριό γενάκι, με ύπουλα ματάκια και τσεύδιζε. Σταύρωσε ο γέρος τις απαλάμες του απάνω στην κοιλιά του κι άρχισε, με αυστηρή φωνή, σα να μάλωνε:
— Ήσουν, έχω ακουστά, στο Άγιον Όρος, παπά-Γιάνναρε. Γιατί παράτησες την άγια μοναξιά και κατέβης στον κόσμο; Μπορώ να σε ρωτήσω;
Τα μάτια του παπα-Γιάνναρου άστραψαν.
— Την άγια μοναξιά; Έκαμε κι έσφιξε τη γροθιά του… την άγια μοναξιά; Να κάνω τί – δε μου λες πανοσιότατε; Τα Μοναστήρια σήμερα κατάντησαν κυψέλες από κηφήνες. Δεν κάνουν πια μέλι. Αυτός ασκητισμός; αυτός χριστιανισμός; Αυτό ήθελε ο Χριστός; Όχι, όχι! Η προσευχή σήμερα λέγεται πράξη. Ν΄ ασκητεύεις σήμερα θα πει: να ζεις με τους ανθρώπους, να παλεύεις με τους ανθρώπους και ν’ ανεβαίνεις κάθε μέρα, κάθε μέρα κι όχι μονάχα της Μεγάλη Παρασκευή, με το Χριστό το Γολγοθά. Και να σταυρώνεσαι.
Έκαμε να σωπάσει, μα είχε πια ανοίξει το στόμα του, είχε ανοίξει η καρδιά του, πήρε φόρα… κόχεψε τους δυο καλόγερους, κούνησε το κεφάλι του:
— Να ζω μακριά από τους ανθρώπους, ολομόναχος, ξεκρέμαστος, όχι, δεν ήθελα. Ντρεπόμουν. Ντρεπόμουν, πατέρες μου, και να με συμπαθάτε. Δε θέλω να μαι μια πέτρα ξεκάρφωτη στην άκρα του δρόμου, θέλω να μαι μια πέτρα χρήσιμη κι εγώ, χτισμένη σ ένα χτίρι.
— Ποιο χτίρι; Δεν καταλαβαίνω, τσεύδισε ο σπυριασμένος καλόγερος.
— Ποιο χτίρι; Την Ελλάδα, τη χριστιανοσύνη – ξέρω κι εγώ πώς να το πω; Ένα μεγάλο χτίρι, το Θεό.
— Αυτό λέγεται αλαζονεία, έκαμε ο γέρος και ξεκόλλησε τις φούχτες του από την κοιλιά του.
— Αυτό λέγεται, αντιμήλησε ο παπα-Γιάνναρος με θυμό, αυτό λέγεται, πάτερ άγιε: ακολουθώ τ αχνάρια του Χριστού. Δεν έμεινε, μαθές, ο Χριστός παρά σαράντα μέρες στην έρημο. Ύστερα κατέβηκε από την κορφή της μοναξιάς, πόνεσε, πείνασε, πάλεψε με τους ανθρώπους, σταυρώθηκε. Ποιο ναι λοιπόν το χρέος του αληθινού χριστιανού; Το πα, το ξαναλέω: ν ακολουθάει, απάνω στης γης, τ αχνάρια του Χριστού.
— Ώστε λοιπόν εμείς; τσεύδισε πάλι ο νεαρός.
Μα ο παπα-Γιάνναρος δεν τον άκουσε.. είχε ανάψει.
— Είδα πολλή ατιμία, πολλή υποκρισία, πολλή ψευτιά σε λαϊκούς και σε καλόγερους, δε βαστώ πια! Κάποτε – ήμαρτον, Θεέ μου! – η ψυχή μου γίνεται δαυλός αναμμένος και θέλει να κάψει τον κόσμο και ν αρχίσει από τα Μοναστήρια.
— Τι σου κάνει ο κόσμος; έκαμε ο γέρος και ρούφηξε το κρασί που είχε απομείνει στο ποτήρι του. Τι σου καμε ο κόσμος, παπα-Γιάνναρε; Γιατί θες να τον κάψεις; Καλός είναι, έργο του Θεού.
— Έργο του Σατανά! Ήταν, δεν είναι πια έργο του Θεού. Τι μου γουρλώνετε τα μάτια, άγιοι πατέρες; Γυρίζει ο Χριστός από πόρτα σε πόρτα, πεινάει, κρυώνει, και καμιά πόρτα, καμιά καρδιά δεν ανοίγει να του πει: «Καλωσόρισες, Χριστέ μου, έμπα μέσα!» Μα που να τον ακούσετε εσείς, που να τον δείτε… τα μάτια σας, τ αυτιά σας, η καρδιά σας έχουν γεμίσει με ξίγκια.
— Πάμε να φύγουμε, έκαμε ο γέρος και σκούντηξε με το γόνατό του το γόνατο του νέου. Ο κόσμος έχει πολλούς πειρασμούς, δεν πρέπει ν ακούμε, δεν πρέπει να βλέπουμε, πάμε να φύγουμε. Κοίτα, ο παπα-Γιάνναρος άνοιξε το στόμα του, κι ως άνοιξε το στόμα του, άρχισε, χωρίς να το καταλαβαίνει, να βλαστημάει. Γιατί; γιατί βρίσκεται στον κόσμο, στο βασίλειο του πειρασμού.
— Πάμε να φύγουμε! τσεύδισε με την ψιλή φωνή του κι ο νεαρός. Αψηλά είναι τα τείχη του Μοναστηριού, Πειρασμός δεν μπαίνει.
Ο παπα-Γιάνναρος γέλασε. Τράνταξε το μικρό κελί.
— Έ, έ, σιγά τον πολυέλαιο, άγιοι πατέρες! Ένα παραμύθι θα σας πω, που δεν είναι παραμύθι. Ήταν μια φορά ένα Μοναστήρι κι είχε τρακόσιους καλόγερους κι ο κάθε καλόγερος είχε τρεις αρμάτες και τρία άλογα. Το ένα άλογο ήταν άσπρο, το άλλο κόκκινο, το τρίτο μαύρο. Έφερναν καθεμέρα γύρα το Μοναστήρι για να μην αφήσουν τον Πειρασμό να μπει. Το πρωί με τ άσπρα, το μεσημέρι με τα κόκκινα, το βράδυ με τα μαύρα άλογα. Μα ο Πειρασμός πήρε την όψη του Χριστού και μπήκε.
— Του Χριστού! Ξεφώνισαν οι καλόγεροι και χτύπησαν τα μεριά τους. Άρχισες πάλι τις βλαστήμιες παπα-Γιάνναρε;
— Του Χριστού! του Χριστού! μούγκρισε ο παπα-Γιάνναρος χτυπώντας τη γροθιά του στο τραπέζι. Του Χριστού όπως τον καταντήσατε, καλογέροι, – υποκριτή, τεμπέλη, φαγά! Θαρρείτε πως είναι ο Χριστός κι ακολουθάτε τ αχνάρια του, πολύ καλά σας βολεύει, υποκριτές, τεμπέληδες, φαγάδες. Μα δεν είναι ο Χριστός, δυστυχισμένοι, είναι ο Πειρασμός που πήρε το σχήμα του Χριστού και μπήκε. Το είπα, το ξαναλέω: ο αληθινός Χριστός περπατάει κι αγωνίζεται και σταυρώνεται κι ανασταίνεται μαζί με τους ανθρώπους.
— Πάμε να φύγουμε! ξαναβρουχήθηκε ο γέρος κι έβαλε όλη του τη δύναμη ν αναμαζώξει τις κοιλιές του και να σηκωθεί.
Έτρεξε ο νεαρός και τον βοήθησε. Στράφηκε στον παπα-Γιάνναρο:
— Θαρρώ πως μας βρίζεις γέροντα, είπε με κακία. Καλά μου το χε πει ο Δεσπότης. Είσαι μέσα στην Εκκλησία ένας αντάρτης, σηκώνεις δικιά σου παντιγιέρα.
— Ναι, δικιά μου παντιγέρα, έκαμε ο παπα-Γιάνναρος και τα μάτια του άστραψαν. Κι απάνω στην παντιγέρα αυτή είναι ζωγραφισμένος – ξέρεις ποιος, πάτερ άγιε;
— Ποιος, αντάρτη;
— Ο Χριστός με το φραγγέλιο. Αυτό να πεις στο Δεσπότη, αυτό να πεις στον Ηγούμενο του Μοναστηριού σου, αυτό να πεις σε όλους τους Δεσποτάδες και τους Ηγούμενους του κόσμου. Καταβόδιο, άγιοι πατέρες! είπε και τους άνοιξε, και δε γελούσε πια, την πόρτα.”