Παλαιότερα την Πρωτοχρονιά -και στις μέρες μας του Αγίου Ιωάννου- τελούνταν και τελείται στη Νικήσιανη έπειτα από μακρά παράδοση αιώνων το έθιμο των «Αράπηδων» που ανάγεται στη Διονυσιακή λατρεία, θυμίζοντας τα «Μικρά Διονύσια», όταν οι χορευτές ήταν ντυμένοι με δέρματα τράγου (βλ. Βασίλης Τσοκόπουλος, «Ο Μαγικός Κύκλος του Ελληνικού Ιερού Θεάτρου»),
Το έθιμο αναβιώνουν τα παλικάρια του χωριού, ελεύθερα ή αρραβωνιασμένα, τρία ή τέσσερα σε κάθε ομάδα, ντυμένα με προβιές ζώων ή κάπες που σκεπάζουν όλο το σώμα Η πλάτη παραγεμίζεται με άχυρα για να δίνει την εντύπωση της καμπούρας. Στη μέση κρεμάνε μεγάλες κουδούνες που λέγονται «τσανιά» ή «τσάνια». Η μεγαλύτερη κουδούνα λέγεται «μπατάλι». Στις κνήμες τους φορούν τα «καλτσούνια», άσπρες γκέτες που τις δένουν με υφασμάτινους ιμάντες, και στα πέλματα τα «τσαρβουλια», χαμηλά υποδήματα από δέρμα. Στο κεφάλι φορούν την «μπαρμπούτα» που μοιάζει με ιδιότυπη ψηλή μάλλινη περικεφαλαία η οποία καλύπτει και το πρόσωπο σαν μάσκα. Επίσης κρατούν μεγάλα μαχαίρια. Η άγρια εμφάνιση και το υπερφυσικό μέγεθος που αποκτούν από την ένδυση αυτή προκαλούν δέος.
Οι ομάδες των Αράπηδων γυρνούν στο χωριό περπατώντας πηδηχτά σαν να χορεύουν, με αποτέλεσμα η κίνησή τους να δίνει ήχο στα κουδούνια, ενώ δέχονται τα κεράσματα των κατοίκων που τους κερνούν τσίπουρο ή κρασί.
Στα σταυροδρόμια του χωριού ή σε κάποιο πλάτωμα, τα μέλη μιας ομάδας ρίχνουν κάτω τα μαχαίρια τους και χορεύουν κυκλικά, θυμίζοντας τους ορχούμενους Σιληνούς που έψαλλαν και χόρευαν γύρω από τους βωμούς του Διονύσου. Ο ένας από αυτούς πέφτει κάτω και προσποιείται τον νεκρό. Τότε οι άλλοι χορεύουν γύρω του. Είναι μια αναπαράσταση του φόνου του Διονύσου από τους Τιτάνες τους οποίους ο Ζευς κατακεραύνωσε. Μετά επέρχεται η ανάσταση του Θεού και ο χορός συνεχίζεται.
[youtube=http://www.youtube.com/watch?v=uo-sHAFNlKQ&w=640&h=390]
Μια άλλη εκδοχή θέλει να τους θεωρεί μιμητές των Καβείρων ή Κουρητών ή Κορυβάντων που μετείχαν στα Μυστήρια της Μεγάλης Μητρός, στα Καβείρια Μυστήρια που προϋ- πήρξαν των Ορφικών. Στον ΟρφικόΎμνο των Κουρητών (ύμνος 31) διαβάζουμε:
Σκιρτηταί Κουρήτες, ενόπλια βήματα θέντες, ποσσίκροτοι, ρομβητσί, ορέστεροι, ευαοτήρες, κρουσιλυραι, παράρυθμοι, επεμβάται ίχνεσι κούφοις, οπλοφόροι, φύλακες, κοσμήτορες, αγλαόφημοι, μητρός ορειμανέος συνοπάονες, οργιοφάντες, έλθοιτ’ ευμενέοντες επ’ ευφήμοισι λόγοισιν, βουκόλω ευάντητοι αεί κεχαρηότι θυμώ.
(Ο σεις Κουρήτες, που πηδάτε και βαδίζετε ρυθμικά
σύμφωνα με τα πολεμικά τραγούδια σας,
που κάνετε κρότο με τα πόδια και περιστρέφεστε σαν σβούρες,
και ζείτε στα βουνά, βακχικοί,
που κρούετε τη λύρα και είστε ρυθμικοί και
βαδίζετε με ελαφρά βήματα και είστε οπλισμένοι,
φύλακες, αρχηγοί, με τη λαμπρή φήμη,
σύντροφοι της Μητέρας, που σαν μανιακή περιφέρεται στα βουνά, εσείς που φανερώνετε τις ιεροτελεστίες,
είθε να έλθετε με ευμενή διάθεση από τους εγκωμιαστικούς λόγους, καταδεκτικοί πάντοτε προς το βουκόλο και με χαρούμενη καρδιά.)
Το πανάρχαιο αυτά έθιμο, ως αναβίωση των Διονυσιακών δρωμένων, είναι μια από τις πολλές αποδείξεις πως τίποτα δεν χάθηκε ούτε άλλαξε τόπο, παρά μόνο προσαρμόστηκε στο σήμερα με σεβασμό στο χτες. Οι εκδηλώσεις είναι ίδιες χιλιάδες χρόνια τώρα.