Σαν παιδί, για εμένα ο Διόνυσος ήταν συνώνυμος με τον φούρνο του. Περνούσαμε στον δρόμο για Σχοινιά και αγοράζαμε σταφιδόψωμο. Παρά το γεγονός ότι ήταν πάντα ζεστό και ανακατευόμουν στις στροφές, εξαφάνιζα άνετα ένα καρβέλι πριν φτάσουμε καν στις κατηφόρες προς Νέα Μάκρη. Λίγα χρόνια αργότερα άλλαξε διαχείριση και γκρινιάξαμε γιατί είχε λιγότερες σταφίδες το σταφιδόψωμο. “Οικονομική κρίση” είπαμε. Κάθε αλλαγή στον φούρνο ήταν προς το χειρότερο. Το στρογγυλό ψωμάκι με το γλυκάνισο χειρότερο διαρκώς. Όταν τέλειωνε η προπόνηση στο γήπεδο πέρναγα καμιά φορά και ήταν αραγμένοι απέξω εργάτες (τότε μόνο Πολωνοί, μετά και Αλβανοί) που είχαν αγοράσει Amstel και ψωμί.
Παρά την αύξηση του πληθυσμού του Διονύσου, ο φούρνος ξέπεφτε σε σημασία καθώς άνοιγαν άλλα μαγαζιά. Η τελευταία του διαχείριση ήταν το καίριο πλήγμα. Στις 8 η ώρα δεν έβρισκα φρέσκα μπουγάτσα (θανάσιμο αμάρτημα!) και μπορεί να μην είχε καν σοκολατούχο να το συνοδέψεις. Είχε τέτοια έλλειψη σε ψιλά ώστε να παίρνεις συχνά τζάμπα τα πράγματα. Καθώς βλέπουμε χιλιάδες καταστήματα να κλείνουν είναι να αναρωτιέσαι μήπως τα περισσότερα από αυτά απλά δεν είχαν λόγο ύπαρξης. Η μπουτίκ που είχε ανοίξει ο επιχειρηματίας για να απασχολείται η γυναίκα του. Το δέκατο φαρμακείο στον ίδιο δρόμο. Τα καταστήματα με 1-2 είδη πολυτελείας.
Δεν θα μου λείψει καθόλου ο φούρνος έτσι όπως κατάντησε.