– Θά μάθω σήμερα κολύμπι! Είμαι μεγάλος πιά!
Επε σοβαρά ό ‘Αλέξης, ένα πρωινό τοΰ καλοκαιριού. Κατέβηκε, λοιπόν, καμαρωτός καμαρωτός στήν άκρογιαλιά. “Ηταν έτοιμος γιά τό πρώτο μάθημα πού θά τοϋ ‘κανε ή μαμά. Στά χέρια του όμως κρατούσε πάλι τόν έλέφαντα. “Εναν έλέφαντα μπαλόνι. Εχε μιά μεγάλη προβοσκίδα καί κάτι αύτιά σάν πιάτα. Μέχρι τώρα ό ‘Αλέξης έμπαινε στή θάλασσα, μόνο άν κρατούσε άγκαλιά τό λαστιχένιο φίλο του.
Μά καλά, γιατί πήρες τόν έλέφαντα μαζί σου; Τώρα θά μάθεις νά κολυμπάς καί χωρίς αύτόν!
– Ναί, μαμά! ‘Αλλά ό Τάμπο είναι φίλος μου καί θέλει νά μέ δει, πού θά μαθαίνω κολύμπι.
Ναί! “Ηταν πολύ φίλος του ό Τάμπο. Βουτοΰσαν μαζί στή θάλασσα, πάντα. Του ‘πιάνε τά μεγάλα αύτιά καί μετά όλα ήταν εύκολα!! Ή θάλασσα τοΰ σήκωνε τά πόδια άπ’ τό βυθό καί τότε ό Αλέξης έκανε όλο τόν κόσμο δικό του. Τραγουδούσε, στριφογύριζε μές στό νερό, χτυπούσε τά πόδια του κάνοντας άφρό γύρω του-πάντα, όμως, κρατώντας τ’ αύτιά τοΰ φίλου του Τάμπο. -‘Έλα τώρα, ‘Αλέξη. Ή θάλασσα είναι ζεστή σήμερα. Φαίνεται, έμαθε κι αύτή τό ώραϊο νέο καί θέλει νά σέ βοηθήσει!
– Μαμά, άς έρθει κι ό Τάμπο μαζί… Θά λυπηθεί ό καημένος, άν μείνει μόνος του στήν άμμουδιά…
– Καλά, καλά… άς έρθει.
“Ετσι, καί οί τρεις τώρα μπήκαν στή θάλασσα. Ή μανούλα πήρε τά δυό χέρια τοΰ Αλέξη. ‘Αμέσως μετά έκεΐνος ξάπλωσε τό κορμάκι του πάνω στό νερό, δπως άκριβώς έκανε όταν κρατούσε καί τό λαστιχένιο φίλο του. Μετά άρχισε νά χτυπά τά πόδια του, νά τά χτυπά, νά τά χτυπά…
– Κοίτα άφρό, Τάμπο! Κοίτα με, Τάμπο! ‘Αφήνω τό ‘να χέρι!
Πράγματι, ό μικρός μας φίλος άφησε τό ένα χέρι της μαμάς καί τ’ άπλωσε στό πλάι, σάν νά ‘θελε ν’ άγκαλιάσει τή θάλασσα!
– Μπράβο, άγόρι μου! Ξέρεις, άν άπλώσεις καί τ’ άλλο σου χέρι, θά σταθείς πάνω στό νερό σάν βαρκούλα! Θέλεις νά δοκιμάσεις; Ό Τάμπο κι ή μανούλα θά ‘ναι πάντα δίπλα σου.
Ό ‘Αλέξης τό ‘θελε πάρα πολύ, άλλά… όταν κρατούσε τό χέρι της μαμάς, ένιωθε πώς ήταν πολύ έλαφρύς! ‘ Ελαφρύς σάν τόν Τάμπο! “Αν άφηνε τό χέρι, μήπως γινόταν πολύ βαρύς; “Ε, λοιπόν στήν άρχή θά τ’ άφηνε μονάχα γιά μιά στιγμούλα. “Ετσι! “Ωπ! Πολύ ώραΐα! “Αλλη μιά φορά! “Ωπ! “Ηταν σάν μπαλόνι!! “Αλλη μιά φορά… καί νά τος ό μικρός μας κολυμβητής! Μέ τά δυό του χέρια άπλωμένα στό πλάι, ήταν σάν άεροπλανάκι.
– Κοίταξε, Τάμπο! Τάμπο! Κοίτα! Κοίτα! Φώναζε γεμάτος χαρά ό ‘Αλέξης. Τό κυματάκι της θάλασσας τόν κουνούσε καί πήγαινε πότε άπό δω καί πότε άπό κεί, σάν πραγματική βαρκούλα.
– Μαμά! Κολύμπησα! Προχώρησα πάνω στό νερό! Μέ εϊδες, μανούλα; Τάμπο; Μέ είδες;
Καί βέβαια τόν είδαν. Κολύμπησε. Καί κάθε μέρα θά κολυμπά καλύτερα, πιό γρήγορα, σάν δελφινάκι. Θά μάθει νά κρατά τήν άνάσα του καί νά βουτά τό κεφαλάκι του μέσα στό νερό. Θά κάνει βουτιές καί θά μαζεύει τά ώραιότερα κοχύλια άπ’ τό βυθό της θάλασσας. Θά βλέπει τά ψαράκια, τά καβουράκια, τά φύκια καί τόσες άλλες ομορφιές.
Τώρα, άγκάλιασε ένθουσιασμένος τόν Τάμπο καί οί δυό μαζί έπαιξαν μέ τή γαλάζια θάλασσα.
– Από το βιβλίο “Με λένε Αλέξη” της Βούλας Μάστορη. Εικονογράφηση Ρ.Βογιατζόπουλος