Ποιο από τα δύο παρακάτω σου έρχεται στο μυαλό όταν ακούς τη λέξη ‘συναυλία’;
Ταλαιπωρία ή ψυχική ανάταση;
Αν απάντησες το πρώτο τότε καλύτερα μην διαβάσεις αυτό το κείμενο, θα χάσεις λογικά τον χρόνο σου, εκτός και αν θέλεις να μάθεις τι στ’ αλήθεια χάνεις. Αν απάντησες το δεύτερο, τότε έλα στον κοινό μας τόπο!
Για να σε βάλω στο κλίμα, το δικό μου, που λες, μυαλό τοποθετεί αυτόματα τις συναυλίες σε δύο διαφορετικά, ξεχωριστά κουτάκια.
Στο ένα πάνε και στριμώχνονται τα μουσικά γεγονότα που λαμβάνουνε χώρα το χειμώνα. Το χρώμα τους είναι αναγκαστικά σκούρο γκρι και μαύρο. Φέρουν μυρωδιά υγρασίας, κλεισούρας, λαδομπογιάς, χυμένης μπύρας και σχεδόν εμετικής τσιγραρίλας. Μπορεί να βρέχει κατακλυσμιαία, να χιονίζει, να φυσάει λυσσασμένα και ίσως να φοβάσαι ότι η γλάστρα του δεύτερου θα πέσει στο αυτοκίνητο που έχεις παρκάρει το μισό πάνω στο πεζοδρόμιο και το μισό ακριβώς πάνω στην κούρμπα, αλλά ο χώρος της συναυλίας είναι το άδυτό σου για μερικές ώρες. Ο χρόνος απορροφάται από το μαύρο των τοίχων και μετριέται μόνο με ποτά που ξαναγεμίζουν και πλαστικά ποτήρια μπύρας που πατιώνται επίτηδες για να μην στραβοπατήσεις.
Στο άλλο κουτάκι τώρα όλα είναι σαφώς πιο ανοιχτόχρωμα. Λιοπύρι απομεσήμερου, ουρανός γαλάζιος και μοβ την ώρα της δύσης του και τελικά έναστρος βραδινός θόλος. Συναυλίες που γίνονται άνοιξη, καλοκαίρι και φθινόπωρο σε στάδια, θέατρα, μουσικά πάρκα. Χορτάρι που μυρίζει δροσιά, πολυκατοικίες άσχημες κρεμασμένες πάνω σε βράχια, ζεστά πεζοδρόμια, ανηφόρες, ποδαρόδρομος, μερικές φορές κάπου πιο μακριά η θάλασσα, αναγκαστικά περισσότερη τεκίλα και ποτήρια από τελειωμένες μπύρες που στοιβάζονται το ένα πάνω στο άλλο εν είδη αθλήματος.
Τα δύο αυτά κουτάκια επικοινωνούνε μεταξύ τους με νότες, πολλές νότες, με ξέπνοες φωνές καλλιτεχνών, πολεμικές ιαχές του κοινού, στριγκές κιθάρες, τσιγάρα, ποτά, ασυνάρτητες κουβέντες και τρομερές αποκαλύψεις.
Στον κοινό μας αυτό τόπο, τις συναυλίες, έχουμε μάθει όλα αυτά τα χρόνια να κάνουμε πάρα πολλά πράγματα, έχουμε μάθει δηλαδή να μεγαλώνουμε με χάρη! Αποτελούνε τον τρόπο που κοινωνικά συναναστρεφόμαστε, που ερωτοτροπούμε και χουφτωνόμαστε, που μαθαίνουμε να δίνουμε ραντεβού και να βρισκόμαστε, από ένστικτο μάλλον, σχεδόν πάντα δίπλα στο μπαρ ή αριστερά από τον ηχολήπτη.
Οι συναυλίες μάς μαθαίνουν να εξασκούμε τις ξένες γλώσσες που έχουμε διδαχτεί και να τραγουδάμε με χάρη εκτός μπάνιου ακροπατώντας πάντα στις άκρες των δαχτύλων μας με την προσμονή και ψευδαίσθηση ότι θα δούμε καλύτερα (το τελευταίο για εμάς τους κοντούς). Μας μαθαίνουν να βρίσκουμε πάντα την έξοδο κινδύνου χωρίς να αυτή να αναγράφεται ευδιάκριτα σχεδόν ποτέ, να σκαρφαλώνουμε βράχια, να στριμωχνόμαστε χωρίς να μας πέφτει το ποτό μας ή να καίμε τους άλλους.
Αφήνω για το τέλος το πιο βασικό:
Οι συναυλίες αποτελούν το προσωπικό και μοναδικό ημερολόγιό μας. Με βάση αυτές καταγράφουμε τις καμπές του χρόνου που περνάει και προσδίδουμε αναδρομικά στα γεγονότα -σταθμούς της ζωής μας (και μερικές φορές και των φίλων μας) την απόχρωση που καλύτερα τους ταιριάζει.
Οι συναυλίες είναι ο κοινός μας τόπος και τρόπος έκφρασης για να πούμε ‘χαίρομαι’, ‘συγνώμη για τότε’ ή ‘άστο καλύτερα’.