Γυρισε σπίτι. Είχε ηρεμήσει. Πάντα η βόλτα τον βοηθούσε να καθαρίσει το μυαλό του.
Πιάνει μηχανικά το κινητό του που είχε πετάξει πάνω στο κρεβάτι. Εκείνη.
Έτσι έκανε κάθε φορά. Όσο την είχε στη ζωή του ποδοπατούσε ό,τι πολύτιμο είχε. Τα συναισθήματα του. Την αξιοπρέπεια του. Την περηφάνια του.
Ηταν το παιχνιδάκι της. Τον ήθελε μόνο όταν νόμιζε ότι τον έχανε. Παιχνίδι εξουσίας. Είσαι δικός μου.
Τον προκαλούσε. Ήταν η επιβεβαίωση της.
Κάποιοι άνθρωποι λειτουργούν ακριβώς έτσι. Όπως η σκηνή με τα πασαλάκια. Τα θέλουν όλα εκεί γύρω για να είναι σταθεροί. Ένα να λείπει χάνουν την ισορροπία τους.
Για να τρέξει πάλι πίσω της. Για να συρθεί. Έρωτας βαμπίρ. Τον ήθελε μόνο όταν τον ένιωθε ότι ήταν καλά. Να ρουφήξει κάθε του ενέργεια και έπειτα να τον πετάξει πάλι ανάμεσα στα πασαλάκια της.
Και εκείνος πάλι θα συρθεί στα πατώματα. Πάλι θα υποφέρει. Πάλι θα τη ζητάει. Και εκείνη πάλι δε θα τη νοιάζει.
Ήταν το παιχνίδι της. Όταν το έπαιρνε κάποια άλλη το ήθελε πίσω. Ήταν δικό της. Και όταν το κατάφερνε δεν το ήθελε πια. Το έβαζε πάλι πίσω στη τσάντα με τα αζήτητα. Εκείνος της το επέτρεπε.
Δεν ήθελε να το πιστέψει. Κάθε φορά που εκείνη γύριζε πίστευε ότι όλα θα άλλαζαν. Κάθε φορά που γύριζε να του καταστρέψει ό,τι ειχε κτίσει για να αποδείξει ότι αυτή έχει τη δύναμη.Εκείνος σαν ένας ακόμα κοντορεβυθούλης έτρεχε πίσω της. Να μαζεύει τα ψίχουλα της.
Κατάσταση μη αναστρέψιμη. Έξυνε να ανοίξει έναν κύκλο που έκλεισε.
Αντί να αντιμετωπίσει όμως τον εαυτό του. Τις ανάγκες του. Τα θέλω του. Τα έριχνε σε εκείνη “Δεν ξέρει τι θέλει” έλεγε στους φίλους του.
Μήπως όμως η αλήθεια ήταν κάπου αλλού; Μήπως τελικα εκείνος δεν ήξερε τι ήθελε; Γιατι άν ήξερε δε θα επέτρεπε σε κανένα να ποδοπατά τα συναισθήματα του. Θα έψαχνε αυτό που ήθελε.
Η αδυναμία του να δεθεί τον ωθούσαν να κάνει εσφαλμένες επιλογές. Κρυβόταν πισω από το δακτυλάκι του. Τον βόλευε να κατηγορήσει εκείνη.
Όταν εμπλεκόμαστε με ανθρώπους που δε μας φέρονται καλά ειναι απλά για να επιβεβαιωθούμε οτι δεν αξίζει να δεθούμε αν αυτό πιστεύουμε.
Έτσι είναι. Η ζωή μας είναι ένας αγώνας προκειμένου να αποδείξουμε οτι αυτό που ενδόμυχα πιστεύουμε είναι το σωστό.
Όταν παραμένουμε με ανθρώπους που δε μας θέλουν μας βολεύει. Γιατί ξέρουμε ότι μέχρι εκεί μας παίρνει. Δεν μπορούν να εισχωρήσουν ενδότερα. Αισθανόμαστε ασφαλείς. Όπως ο κύριος Ατσαλάκωτος.
Τον βόλευε καλύτερα το Φίλιππα να τα πίνει με τους φίλους του και να βρίζει εκείνη, την τύχη του, τη ζωή του, τον χαμένο του εγωισμό παρά απλώς να αποδεχτεί αυτό που φοβάται. Την οικειότητα.
Ώσπου ήλθε η στιγμή να βάλει επιτέλους ένα τέλος.
Μια γυναίκα δεν τζογάρει ποτέ για έναν άντρα που θέλει πραγματικά. Είναι η στρίγγλα που γίνεται αρνάκι για τα μάτια του.
Το τηλέφωνο χτυπούσε. Εκείνη. Το ίδιο έκανε κάθε φορά. Στενός ο κύκλος που τον είχε κλείσει μέσα του.
Έκλεισε τα αυτιά του. Ήταν καιρός να τα βάλει με τον εαυτό του και να αποδεχτει.
Πήρε μια μεγάλη ασπρη σελίδα χαρτί. Τη χώρισε στη μέση. Πάνω-πάνω έγραψε με καθαρά γράμματα. Τι μου προσφερει. Τι δε μου προσφέρει.
Έπειτα ξεκίνησε να γράφει. Με κάθε ειλικρίνια. Η ώρα πέρασε. Το μπουκάλι το κρασί άδειαζε δίπλα του.
Άφησε το στυλό κάτω.
Μπροστά του η αλήθεια. Η στήλη με αυτά που του προσφέρει άδεια.
Αγάπη; Ειλκρίνεια; Σεβασμός; Πίστη; Καλό σεξ; Επιβεβαίωση; Τίποτα. Όλα πήγαιναν στη δεύτερη στήλη.
Έμεινε για λίγο ακίνητος. Ήταν αλήθεια. Έτρεχε πίσω από μια γυναίκα που δεν του πρόσφερε τίποτα.
Όχι δεν έφταιγε εκείνη. Όχι δεν ήταν αυτός το θύμα. Τον βόλευε αυτή η κατάσταση.
Εκείνη καθε φορά θα γύριζε να του διαλύει ότι είχε κτίσει. Εκείνος θα έτρεχε πίσω της. Ήταν η δικαιολογία του.
Ήλθε ο καιρός να πάρει τις αποφάσεις του.
Είμαστε άξιοι των επιλογών μας……
Έσκισε τη σελίδα από τα χαρτί και την πέταξε. Σηκώθηκε και με βήματα αργά στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη.
Με εκείνον που έπρεπε τόσο καιρό να τα βάλει.
Έπειτα χαμογέλασε.
Η μουσική δυνάμωσε…………..
Ταξιδιάρα ψυχή,
και αν θέλω δίπλα σου είναι δύσκολο να μένω
Καιρός να δω την δικιά μου ζωή,
σ’ αυτό το ταξίδι δε θα σε περιμένω.
τα προηγουμενα θα τα βρειτε εδω :