Ο κηδεμόνας μου, ο Νικόλας Ω. Φιλιππάκης, πρώτη φορά με πήγε στο πάρκο για την ανάγκη μου.
Πάντα με πηγαίνει η γλυκιά μου η Χριστίνα.
Αυτός συνήθως βαριέται. Παράξενα πράγματα.
Στο δρόμο περπατούσε γρήγορα, με άγχος.
Πρόσεξα ότι φορούσε αθλητικά και φόρμες. Μπα; Δεν ήξερα πως διέθετε και τέτοια ο κουστουμάτος.
Κοντοζυγώναμε στο πάρκο, όταν άκουσα τη φωνή του.
-Κούκι, θέλω να σου μιλήσω. Άμα δεν τα πω κάπου, θα σκάσω.
Α, τα ‘χει χάσει, θέλει να μιλήσει σε μένα το σκύλο, που ούτε με το μπαλάκι μου δεν καταδέχεται να παίξουμε, σκέφτηκα και γαύγισα μισοτσαντισμένος.
Αλλά συνέχισε απτόητος.
…Την περασμένη Δευτέρα Κούκι, είχα κατέβει στο κέντρο. Περπατούσα βαριεστημένος, κρύωνα, ήμουν με μια τυρόπιτα από το πρωί και είχα να δω και έναν άξεστο σε ένα επαγγελματικό ραντεβού.
Καθώς πλησίαζα στο ραντεβού μου, κάπου στο Κολωνάκι, βλέπω από μακριά την κυρία σου να βγαίνει από ένα καφέ, παρέα με έναν άγνωστο.
Μπα, σκέφτηκα, αποκλείεται να είναι αυτή. Ομοιότης. Η κυρία σου τέτοια ώρα είναι στο γραφείο της και δουλεύει.
Κοντοστάθηκα όμως λίγο, να δω πού πάει η «ομοιότης».
Την άφησα να προπορεύεται μαζί με το συνοδό της και τους πήρα από πίσω.
Ψηλός, ξανθός, σωματαράς, αυτός. Μα τι τα θέλουν τόσα μπράτσα βρε Κούκι;
Σταματάνε στο περίπτερο. Γυρίζει αυτή μια σβούρα και τη βλέπω φάτσα-κάρτα από απόσταση ασφαλείας.
Αμάν, αμάν! Αυτή ήταν! Η δικιά μου, η δικιά μας, η Χριστίνα μου!
Ακύρωσα φύρδην-μύγδην τηλεφωνικά το ραντεβού μου και τους πήρα παρά πόδας.
Τα πόδια μου άρχισαν να μισοτρέμουν, τα χέρια μου μούδιασαν.
Η δική μου, η Χριστίνα μου, το κοριτσάκι μου, ο έρωτάς μου, με άλλον άντρα;
Σκέφτηκα να πεθάνω προς στιγμήν. Τι καλύτερο είχε αυτός από μένα; Μπράτσα;
Μα εγώ είμαι έξυπνος. Άσχετα που έχω λίγο προκοίλι.
Να τη σκοτώσω μήπως; Να την βασανίσω; Μα τι καλύτερο του βρήκε;
Όλα τα καλά του κόσμου έχω, προκομμένος, δουλευταράς. Και ψηλός!
Τι έκανε μ΄αυτόν το Χριστινάκι μου; Φοβάμαι, Κούκι, στο λέω.
Μπορεί να την έχω λίγο γραμμένη, εντάξει έχουμε να το κάνουμε δυο μήνες, αλλά την αγαπώ Κούκι μου.
Κι άμα μου φύγει; Αυτός φάνηκε μικρός, θα είναι ίσαμε τριάντα.
Λες να είναι καλύτερος στο σεξ; Μα εμένα το Χριστινάκι μου, έρχεται σε οργασμό κάθε φορά!
Τι έκανα λάθος; Δεν μπορεί, κάτι έχω κάνει λάθος.
Είμαι χοντρός το βρήκα! Είμαι χοντρός, απαίσιος και με μεγάλη μύτη.
Βάζω μπρος δίαιτα. Τελείωσε. Και γυμναστική, τέρμα η κοιλιακοί με το λάπτοπ στο στομάχι.
Θα γίνω Θεός. Θα με βλέπει και θα λιώνει, όπως παλιά.
Λες να την ξανακερδίσω Κούκι μου;
Ή μήπως τελικά να πεθάνω;
Να της στερήσω την παρουσία μου, παντοτινά να την κυνηγούν οι ερινύες;
Να μη μπορεί να ησυχάσει που μου έκανε τέτοιο κακό.
Αυτή φταίει, μου τα ‘λεγε η μάνα μου, είναι πουτάνα παιδάκι μου αυτή.
Τη θέλω όμως, Κούκι. Τη θέλω δική μου και μόνο δική μου.
Λες να ξάπλωσε σε κανένα κρεβάτι μαζί του; Οι δαχτυλάρες του άγγιξαν το υπέροχο κορμί της;
Είναι βρομιάρης, τον έκοψα εγώ.
Πώς θα την αγγίξω ξανά; Πώς το επέτρεψε αυτό;
Είχαμε πει θα είμαστε μόνο ο ένας για τον άλλον. Μου το είχε ορκιστεί.
Φταίω κάπου, το ξέρω, τη φόρτωσα πολύ τον τελευταίο καιρό.
Άνθρωπος είναι κι αυτή, πόσα να προλάβει; Ξεκίνησα όμως ήδη να τη βοηθάω.
Εχθές έβαλα και σκούπα, αν έχεις το Θεό σου Κούκι. Ποιος, εγώ! Που η μάνα μου, μού έφερνε το γάλα στο κρεβάτι μέχρι τα είκοσι έξι μου. Χαλάλι.
Λες να γέρασα; Ναι αυτό είναι, μεγάλωσα, είμαι πια σαράντα πέντε.
Προχθές κοιτάχτηκα κι έχω ανάμεσα στα μάτια μια τεράστια ρυτίδα.
Πότε διάολο φύτρωσε; Εμένα ποτέ δεν με ένοιαζαν αυτά Κούκι μου.
Τι έχω πάθει, δεν μπορώ να καταλάβω.
Δεν με νοιάζει να καταλάβω.
Μόνο το Χριστινάκι μου θέλω. Και ξέρεις κάτι; Το σκέφτηκα πάρα πολύ.
Θα κάνω πως δεν είδα. Ναι, μάλιστα.
Θα προσποιηθώ πως δεν την είδα με κάποιον άλλον.
Όχι, δεν έγινε αυτό. Όνειρο ήταν.
Μόνο έχω να σου πω κάτι παράξενο. Από τότε, άρχισε και πάλι να κυλάει το αίμα στις φλέβες μου.
Νόμιζα πως είχε σταματήσει. Ξύπνησαν οι αισθήσεις μου, σαν να ξυπνάω από ένα ατέλειωτο όνειρο. Σαν κάπου να είχα ξεχαστεί.
Κάπου αλλού με πήγαινε το όνειρο. Δεν θέλω να πάω αλλού, εδώ θέλω, στο Χριστινάκι μου.
Με ακούς Κούκι;
Παραληρεί ο βλαμμένος, σκέφτηκα. Πώς να του μιλήσω που δεν είμαι κι άνθρωπος.
Δεν είναι γκόμενος βρε αθεόφοβε, γυμναστική άρχισε η γυναίκα, μπας και φιλοτιμηθείς να την ξανακοιτάξεις.
Με τον personal trainer την είδες. Βλάκα!
Είχαμε φτάσει πια στο πάρκο. Σήκωσα το πόδι μου σε ένα θάμνο, τι ανακούφιση!
Τον έβλεπα από απόσταση. Έτρεχε, ίδρωνε και κόρωνε.
Σκυλοβαρέθηκα να τον περιμένω. Μια ώρα κοπανιότανε, έτρεχα κι εγώ ξοπίσω του, χορτάσαμε παιχνίδι.
Εμ, βέβαια, τώρα θυμήθηκε να τρέξει ο κύριος Φιλιππάκης.